Γιατί το παρελθόν μου κρατιέται ακόμα τόσο γερά πάνω μου?
Υποτίθεται πως έφυγες όπως ήρθες. Έφυγες για τους λόγους που ήρθες. Έσβησε εκείνη η λάμψη στα μάτια σου, ο ακόρεστος πόθος του κυνηγού. Πίσω από την κούπα του καφέ ήσουν εκεί όμως. Και εκείνο το βράδι. Αριστερά από το σεντόνι μου. Εκείνο το τελευταίο βράδι με κοίταξες επικριτικά. Το βλέμμα σου ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Δεν μπορούσε όμως πλέον να με αγγίξει. Η μορφή σου μου ήταν οικεία, τα χέρια σου πλέον δεν με πάγωναν, ο καιρός τα είχε ζεστάνει.
Τότε πως γίνεται να μου λείπεις? Εσύ, το κορίτσι που έκλαιγε θάνατο, υπήρχες μόνο στις σκιές. Στις γωνίες που κανείς δεν ψάχνει. Στο δέρμα μου. Και με κράταγες σφιχτά, τα δάχτυλά σου ενίοτε μπήγονταν με μανία στην καρδιά μου και την έπιαναν μέσα στο σώμα μου, έτσι για να ξέρεις πως κρατάς την ύπαρξή μου στα χέρια σου.
Ονειρεύτηκα τόσο πολύ. Θεέ μου, πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο. Και αυτό με σκότωσε. Με έριξε στον πάτο, με ξέσκισε και με έκανε τέρας. Ονειρεύτηκα τον άνεμο, ο αέρας δεν χρειάζεται κανένα επίθετο, δημιουργήθηκε για να σε γεμίζει όταν όλα τα άλλα έχουν ησυχάσει. Ήταν εκεί και φύσαγε δυνατά, μικρές λέξεις μου μετέφεραν οι φυλλωσιές των δέντρων και χαμογέλαγα γαλήνια. Την μουσική που γέμιζε κλάμα το είναι μου. Ονειρεύτηκα εκείνη την απέραντη κοιλάδα με τα λουλούδια. Το όνειρό της ήταν να τρέξει ανάμεσα σε λουλούδια κάποτε. Χωρίς να περιμένει να σταματήσει ποτέ. Να τρέχει ατελείωτα μέσα από κάτι όμορφο. Όλες οι αισθήσεις της να ήταν σε εγρήγορση. Θα έβλεπε, θα μύριζε, θα ένιωθε τα λουλούδια. Θα άκουγε τον άνεμο που θα μαστίγωνε το πρόσωπό της. Και θα έτρεχε για πάντα, μακριά από γκρίζα γυάλινα κτίρια και ανθρώπους με άδεια ψυχή.
Τίποτα, το κάθε ουρλιαχτό, το κάθε κλάμα, το κάθε σημάδι, η κάθε ανάμνηση είναι ακόμα εδώ μέσα μου, σπαρταράει, είναι ζωντανή. Με τυλίγει με χέρια που καίνε. Και νιώθω ξανά εκεί, κουλουριασμένη, μόνη. Δυνατή. Η δύναμη έτρεχε στα χέρια μου και είχε χρώμα πορφυρό. Η γεύση της σε ξύπναγε, οξύ που γελάει.
Σιγά σιγά παίρνω πάλι τον δρόμο εκείνο. Και οδηγούμαι πάλι στην τρέλα. Στο τίποτα. Σε εκείνες τις νύχτες. Σε αυτό το ταξίδι μου πάλι στην κόλαση όμως, σκοπεύω να πάρω και άλλους μαζί μου.
Αυτό που μου έλειψε από αυτές τις νύχτες ήταν το ότι ήταν πάντα δικές μου.
Υποτίθεται πως έφυγες όπως ήρθες. Έφυγες για τους λόγους που ήρθες. Έσβησε εκείνη η λάμψη στα μάτια σου, ο ακόρεστος πόθος του κυνηγού. Πίσω από την κούπα του καφέ ήσουν εκεί όμως. Και εκείνο το βράδι. Αριστερά από το σεντόνι μου. Εκείνο το τελευταίο βράδι με κοίταξες επικριτικά. Το βλέμμα σου ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Δεν μπορούσε όμως πλέον να με αγγίξει. Η μορφή σου μου ήταν οικεία, τα χέρια σου πλέον δεν με πάγωναν, ο καιρός τα είχε ζεστάνει.
Τότε πως γίνεται να μου λείπεις? Εσύ, το κορίτσι που έκλαιγε θάνατο, υπήρχες μόνο στις σκιές. Στις γωνίες που κανείς δεν ψάχνει. Στο δέρμα μου. Και με κράταγες σφιχτά, τα δάχτυλά σου ενίοτε μπήγονταν με μανία στην καρδιά μου και την έπιαναν μέσα στο σώμα μου, έτσι για να ξέρεις πως κρατάς την ύπαρξή μου στα χέρια σου.
Ονειρεύτηκα τόσο πολύ. Θεέ μου, πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο. Και αυτό με σκότωσε. Με έριξε στον πάτο, με ξέσκισε και με έκανε τέρας. Ονειρεύτηκα τον άνεμο, ο αέρας δεν χρειάζεται κανένα επίθετο, δημιουργήθηκε για να σε γεμίζει όταν όλα τα άλλα έχουν ησυχάσει. Ήταν εκεί και φύσαγε δυνατά, μικρές λέξεις μου μετέφεραν οι φυλλωσιές των δέντρων και χαμογέλαγα γαλήνια. Την μουσική που γέμιζε κλάμα το είναι μου. Ονειρεύτηκα εκείνη την απέραντη κοιλάδα με τα λουλούδια. Το όνειρό της ήταν να τρέξει ανάμεσα σε λουλούδια κάποτε. Χωρίς να περιμένει να σταματήσει ποτέ. Να τρέχει ατελείωτα μέσα από κάτι όμορφο. Όλες οι αισθήσεις της να ήταν σε εγρήγορση. Θα έβλεπε, θα μύριζε, θα ένιωθε τα λουλούδια. Θα άκουγε τον άνεμο που θα μαστίγωνε το πρόσωπό της. Και θα έτρεχε για πάντα, μακριά από γκρίζα γυάλινα κτίρια και ανθρώπους με άδεια ψυχή.
Τίποτα, το κάθε ουρλιαχτό, το κάθε κλάμα, το κάθε σημάδι, η κάθε ανάμνηση είναι ακόμα εδώ μέσα μου, σπαρταράει, είναι ζωντανή. Με τυλίγει με χέρια που καίνε. Και νιώθω ξανά εκεί, κουλουριασμένη, μόνη. Δυνατή. Η δύναμη έτρεχε στα χέρια μου και είχε χρώμα πορφυρό. Η γεύση της σε ξύπναγε, οξύ που γελάει.
Σιγά σιγά παίρνω πάλι τον δρόμο εκείνο. Και οδηγούμαι πάλι στην τρέλα. Στο τίποτα. Σε εκείνες τις νύχτες. Σε αυτό το ταξίδι μου πάλι στην κόλαση όμως, σκοπεύω να πάρω και άλλους μαζί μου.
Αυτό που μου έλειψε από αυτές τις νύχτες ήταν το ότι ήταν πάντα δικές μου.