Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012.
Τι να κάνω. Τι να κάνω. Τινακάνωτινακάνωτινακάνω.
Βούρκος. Πνίγομαι πάλι. Αυτή την φορά είναι πάλι διαφορετικό. Αυτή την φορά γελάω μαζί σου. Γελάμε μαζί. Δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει τίποτα. Τίποτα.
Αν σκουπίσω το αίμα από το πρόσωπό σου θα αλλάξει κάτι? Αν σε ντύσω με όμορφα ρούχα και χτενίσω τα σκληρά μπλεγμένα μαλλιά σου θα γίνεις αυτό που περιμένω άραγε? Όχι. Ποτέ.
Κοίταξέ με αν τολμάς. Στο ζητάω σαν χάρη πλέον, γιατί δεν το κάνεις. Με φοβάσαι? Εμένα? Εσύ με έκανες αυτό που είμαι. Κοίταξέ με λοιπόν. Σε προστάζω. Έχω την δύναμη εξάλλου. Χύνεται σαν καταρράκτης από τα χέρια μου από εκείνη την καταραμένη μέρα, θυμάσαι? Δύναμη. Μαγικά σχοινιά, Άνοιξε τις αραχνιασμένες άδειες τρύπες στην θέση των ματιών που δεν έχεις και εστίασε πάνω μου.
Θα μείνεις πάλι μαζί μου απόψε? Έστω για λίγο? Κάτσε λίγο δίπλα μου. Πες μου κάτι να γελάσω. Χάιδεψέ μου το μάγουλο. Χτένισέ μου τα μαλλιά. Ένωσε τα δάχτυλά σου με τα δικά μου. Φίλα μου τον ώμο. Κοίταξε με τρυφερά. Θα μείνεις πάλι μαζί μου απόψε? Έστω για λίγο.
Σε παρακαλώ. Μείνε.
Σαν τον άνεμο έρχονται και φεύγουν. Σαν το χιόνι, παγώνουν και λιώνουν. Άνεμος που κάνει κουφάρια να σφυρίζουν. Άνθρωποι. Σαπισμένοι άνθρωποι. Διεστραμμένες ψυχές κρυμμένες πίσω από πουδραρισμένες μάσκες. Μουχλιασμένες από μέσα. Λαμπερές και φωτεινές απέξω.
Όχι άλλο. Όχι άλλο. Όχι άλλο. Αρκετά.
Θα βάλω φωτιά σε ότι με πονάει. Ψέμματα. Τίποτα δεν με πονάει πια. Σε ότι με ενοχλεί λοιπόν. Έστω και λίγο. Θα του βάζω φωτιά και θα φεύγει τρέχοντας μακριά. Και θα έχει τόση πλάκα. Τόση μα τόση πλάκα αλήθεια. Θα γελάω δυνατά.
Ο μόνος άνθρωπος που αγάπησα ποτέ ήταν εκείνη. Εκείνη, εκείνος, αυτό. Ποτέ δεν κατάφερα να προσωποποιήσω σωστά αυτή την φρίκη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πήρε μορφή παιδική και δέρμα ραγισμένο. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω πια.
Και είναι εδώ μαζί μου. Με έχει αγκαλιάσει από τους ώμους και οδηγεί το χέρι μου στο πληκτρολόγιο. Βλέπει να αναφέρομαι σε εκείνη και χαμογελάει σαν να μην το περίμενε από το ίδιο της το χέρι. Δυο χέρια και μια ψυχή. Είναι τόσο όμορφη όταν χαμογελάει. Είναι τόσο σίγουρη. Τόσο δυνατή. Δεν χρειάζεται κανέναν. Οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να την γοητεύσουν πλέον είναι οι καθρέφτες της. Αυτοί που μοιράζονται το ίδιο αίμα με εκείνη. Τι να κάνει όμως με εκείνους? Τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τους όμοιους. Μπορείς ποτέ να αγαπήσεις τον εαυτό σου?
Με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο. '' Έλα τώρα. Αγαπάς εμένα'' μου λέει. Τρομάζω. Η φωνή της είναι ίδια με την δική μου. Ίδια. Εγώ μιλάω άραγε?
Τώρα πια ξέρω γιατί δεν μπορεί να φύγει ποτέ. Αγκιστρωμένη από κάθε πτυχή του δέρματος μου, κολλημένη ευλαβικά στο είναι μου. Θα είναι σαν να ξεριζώνω κομμάτια από το σώμα μου. Απλά δεν γίνεται.
Την αρπάζει από τα μαλλιά και την κλειδώνει στο κλουβί της πάλι. Εκείνη δεν αντιστέκεται πια. Βυθίζεται στα μαξιλάρια κεντημένα από νύχτα και κοιτάει τον κόσμο έξω. Τον κόσμο που δεν μπορεί να αγγίξει. Την κοιτάει. Κάθεται έξω από το κλουβί και παίζει με το κλειδί στα χέρια της. Γελάει ηδονικά. Της αρέσει να παίζει.
- Θα το πετάξω, την απειλεί δείχνοντας τους κυνόδοντες της.
- Στα αρχίδια μου, απαντάει μέσα από το κλουβί.
- Σίγουρη?
- Απολύτως. Άντε τελείωνε. Και πολύ το τράβηξες.
- ''Μπορείς ακόμα το δώσεις κάπου. Να το διεκδικήσεις έτσι. Ποτέ δεν είναι αργά''. Το μισητό, το τόσο αγαπημένο εκείνο παιδί με τα άδεια μάτια και το ματωμένο φόρεμα της μιλάει τώρα απαλά, γλυκά. Σκύβει κοντά της και ακουμπά το πρόσωπό της σε ένα από τα κρύα κάγκελα του κλουβιού. Προσπαθεί να την φτάσει με την μικροσκοπική παλάμη της.
'' Σε παρακαλώ'', βαριανασαίνει, ''έχεις χρόνο. Αλήθεια. Ήδη το έχεις δώσει θυμάσαι? Σε τρεις ανθρώπους. Λένε πως το τρία είναι μαγικός αριθμός. Το έκανες έτσι δεν είναι? Άρα μπορείς να το ξανακάνεις. Μπορείς να το ξαναδώσεις. Το γαμημένο το κλειδί. Δεν είναι αργά ακόμα!''
'' Κουράστηκα'', απαντάει ασθμαίνοντας η αιχμάλωτη. ''Αλήθεια κουράστηκα. Πέτα το. Καίει τον λαιμό όποιου το φορέσει''.
''Εγώ θα το κρατήσω καλή μου'', η ήρεμη φωνή που βγαίνει από τα χείλη αυτού του τέρατος την κάνει να κοιτάξει πάλι έξω από το κλουβί. Είναι ακόμα ματωμένη. Τα μάτια της είναι ακόμα δυο άδειες τρύπες. Είναι εκείνη όμως. Το μόνο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο που είναι δίπλα της συνέχεια. Κομμάτι της, μάνα, εραστής, φίλος και πατέρας της. Τα πάντα. Και δεν θα φύγει ποτέ!
''Κράτα το'', της λέει η αιχμάλωτη. Ένα αχνό χαμόγελο χαράσσεται στα ρουφηγμένα μάγουλά της αφού το λέει. Πηγαίνει σε μια άλλη γωνιά του κλουβιού της. Αποκοιμιέται ήρεμη.
Τι να κάνω. Τι να κάνω. Τινακάνωτινακάνωτινακάνω.
Βούρκος. Πνίγομαι πάλι. Αυτή την φορά είναι πάλι διαφορετικό. Αυτή την φορά γελάω μαζί σου. Γελάμε μαζί. Δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει τίποτα. Τίποτα.
Αν σκουπίσω το αίμα από το πρόσωπό σου θα αλλάξει κάτι? Αν σε ντύσω με όμορφα ρούχα και χτενίσω τα σκληρά μπλεγμένα μαλλιά σου θα γίνεις αυτό που περιμένω άραγε? Όχι. Ποτέ.
Κοίταξέ με αν τολμάς. Στο ζητάω σαν χάρη πλέον, γιατί δεν το κάνεις. Με φοβάσαι? Εμένα? Εσύ με έκανες αυτό που είμαι. Κοίταξέ με λοιπόν. Σε προστάζω. Έχω την δύναμη εξάλλου. Χύνεται σαν καταρράκτης από τα χέρια μου από εκείνη την καταραμένη μέρα, θυμάσαι? Δύναμη. Μαγικά σχοινιά, Άνοιξε τις αραχνιασμένες άδειες τρύπες στην θέση των ματιών που δεν έχεις και εστίασε πάνω μου.
Θα μείνεις πάλι μαζί μου απόψε? Έστω για λίγο? Κάτσε λίγο δίπλα μου. Πες μου κάτι να γελάσω. Χάιδεψέ μου το μάγουλο. Χτένισέ μου τα μαλλιά. Ένωσε τα δάχτυλά σου με τα δικά μου. Φίλα μου τον ώμο. Κοίταξε με τρυφερά. Θα μείνεις πάλι μαζί μου απόψε? Έστω για λίγο.
Σε παρακαλώ. Μείνε.
Σαν τον άνεμο έρχονται και φεύγουν. Σαν το χιόνι, παγώνουν και λιώνουν. Άνεμος που κάνει κουφάρια να σφυρίζουν. Άνθρωποι. Σαπισμένοι άνθρωποι. Διεστραμμένες ψυχές κρυμμένες πίσω από πουδραρισμένες μάσκες. Μουχλιασμένες από μέσα. Λαμπερές και φωτεινές απέξω.
Όχι άλλο. Όχι άλλο. Όχι άλλο. Αρκετά.
Θα βάλω φωτιά σε ότι με πονάει. Ψέμματα. Τίποτα δεν με πονάει πια. Σε ότι με ενοχλεί λοιπόν. Έστω και λίγο. Θα του βάζω φωτιά και θα φεύγει τρέχοντας μακριά. Και θα έχει τόση πλάκα. Τόση μα τόση πλάκα αλήθεια. Θα γελάω δυνατά.
Ο μόνος άνθρωπος που αγάπησα ποτέ ήταν εκείνη. Εκείνη, εκείνος, αυτό. Ποτέ δεν κατάφερα να προσωποποιήσω σωστά αυτή την φρίκη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πήρε μορφή παιδική και δέρμα ραγισμένο. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω πια.
Και είναι εδώ μαζί μου. Με έχει αγκαλιάσει από τους ώμους και οδηγεί το χέρι μου στο πληκτρολόγιο. Βλέπει να αναφέρομαι σε εκείνη και χαμογελάει σαν να μην το περίμενε από το ίδιο της το χέρι. Δυο χέρια και μια ψυχή. Είναι τόσο όμορφη όταν χαμογελάει. Είναι τόσο σίγουρη. Τόσο δυνατή. Δεν χρειάζεται κανέναν. Οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να την γοητεύσουν πλέον είναι οι καθρέφτες της. Αυτοί που μοιράζονται το ίδιο αίμα με εκείνη. Τι να κάνει όμως με εκείνους? Τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τους όμοιους. Μπορείς ποτέ να αγαπήσεις τον εαυτό σου?
Με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο. '' Έλα τώρα. Αγαπάς εμένα'' μου λέει. Τρομάζω. Η φωνή της είναι ίδια με την δική μου. Ίδια. Εγώ μιλάω άραγε?
Τώρα πια ξέρω γιατί δεν μπορεί να φύγει ποτέ. Αγκιστρωμένη από κάθε πτυχή του δέρματος μου, κολλημένη ευλαβικά στο είναι μου. Θα είναι σαν να ξεριζώνω κομμάτια από το σώμα μου. Απλά δεν γίνεται.
Την αρπάζει από τα μαλλιά και την κλειδώνει στο κλουβί της πάλι. Εκείνη δεν αντιστέκεται πια. Βυθίζεται στα μαξιλάρια κεντημένα από νύχτα και κοιτάει τον κόσμο έξω. Τον κόσμο που δεν μπορεί να αγγίξει. Την κοιτάει. Κάθεται έξω από το κλουβί και παίζει με το κλειδί στα χέρια της. Γελάει ηδονικά. Της αρέσει να παίζει.
- Θα το πετάξω, την απειλεί δείχνοντας τους κυνόδοντες της.
- Στα αρχίδια μου, απαντάει μέσα από το κλουβί.
- Σίγουρη?
- Απολύτως. Άντε τελείωνε. Και πολύ το τράβηξες.
- ''Μπορείς ακόμα το δώσεις κάπου. Να το διεκδικήσεις έτσι. Ποτέ δεν είναι αργά''. Το μισητό, το τόσο αγαπημένο εκείνο παιδί με τα άδεια μάτια και το ματωμένο φόρεμα της μιλάει τώρα απαλά, γλυκά. Σκύβει κοντά της και ακουμπά το πρόσωπό της σε ένα από τα κρύα κάγκελα του κλουβιού. Προσπαθεί να την φτάσει με την μικροσκοπική παλάμη της.
'' Σε παρακαλώ'', βαριανασαίνει, ''έχεις χρόνο. Αλήθεια. Ήδη το έχεις δώσει θυμάσαι? Σε τρεις ανθρώπους. Λένε πως το τρία είναι μαγικός αριθμός. Το έκανες έτσι δεν είναι? Άρα μπορείς να το ξανακάνεις. Μπορείς να το ξαναδώσεις. Το γαμημένο το κλειδί. Δεν είναι αργά ακόμα!''
'' Κουράστηκα'', απαντάει ασθμαίνοντας η αιχμάλωτη. ''Αλήθεια κουράστηκα. Πέτα το. Καίει τον λαιμό όποιου το φορέσει''.
''Εγώ θα το κρατήσω καλή μου'', η ήρεμη φωνή που βγαίνει από τα χείλη αυτού του τέρατος την κάνει να κοιτάξει πάλι έξω από το κλουβί. Είναι ακόμα ματωμένη. Τα μάτια της είναι ακόμα δυο άδειες τρύπες. Είναι εκείνη όμως. Το μόνο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο που είναι δίπλα της συνέχεια. Κομμάτι της, μάνα, εραστής, φίλος και πατέρας της. Τα πάντα. Και δεν θα φύγει ποτέ!
''Κράτα το'', της λέει η αιχμάλωτη. Ένα αχνό χαμόγελο χαράσσεται στα ρουφηγμένα μάγουλά της αφού το λέει. Πηγαίνει σε μια άλλη γωνιά του κλουβιού της. Αποκοιμιέται ήρεμη.
:')
ReplyDelete?? :P
ReplyDelete