Καπνίζω πολύ τελευταία. Σαν να επιδιώκω το δέρμα μου να καίει. Σαν το μόνο που απομένει ελεύθερο είναι ο καπνός που βγαίνει από το στόμα μου.
Αναρωτιόμουν πόσο εύκολο είναι να ξεπέσεις. Να δεις τον εαυτό σου να κυλιέται στο πάτωμα και να φτύνει την αξιοπρέπειά του στα μούτρα του κόσμου. Η λέξη ''συνέπεια'' σου ακούγεται πλέον σαν την λέξη ''μουσική''. Και τα δυο είναι εδώ για να περάσουν από τα αυτιά σου και να σου θυμίσουν. Και να εξαφανιστούν όμως μετά. Είναι ωραίο να λες που και που ''δε γαμιέται''. Και να προχωράς ακάθεκτος σε μέρη άγνωστα. Αυτό είναι το πιο γοητευτικό στην όλη ιστορία έτσι δεν είναι? Το άγνωστο.
Σαν να μην έγινε ποτέ αλήθεια? Άσε κάτω το τσιγάρο και αφουγκράσου. Ποιός έφταιξε? Και τι νόημα έχει αλήθεια να το ψάξεις τώρα? Είναι η πρώτη φορά που κλείνεις στις παλάμες σου την Δάφνη. Εκμεταλλεύσου το.
Ο αναπτήρας μου είναι πορτοκαλί. Πόσο σιχαίνομαι αυτό το χρώμα. Πόσο παράταιρο μοιάζει με τον κόσμο μου. Ο κόσμος μου που ήταν πάντοτε άσπρος ή μαύρος. Ή και τα δυο. Τα δυο άκρα που συγκρατούν τον κόσμο. Η αιώνια ισορροπία. Η ατέρμονη ανισορροπία. Και ενίοτε, μια δόση από κόκκινο. Λίγο κόκκινο. Λίγο όμως.
Η πρώτη τζούρα είναι πάντα πικρή. Σκοτεινιάζω ελαφρά και ανατριχιάζω καθώς οδηγώ τον καπνό στον λαιμό μου. Και ρουφάω όπως το μωρό το γάλα του. Μόνο που δεν ξέρω γιατί.
Είναι παράλογο να νιώθεις ότι η ζωή σου έχει τελειώσει στα 17. Είναι επίπονο να βλέπεις μια ολόκληρη γενιά να βυθίζεται σε μια μιζέρια και σε μια κατάθλιψη, που στην πραγματικότητα οφείλεται στο ότι απλά we're young and we're bored. Είναι απαίσιο να ξέρεις ότι ο δικός σου πόνος είναι αυθεντικός, αλλά να μην μπορείς να μιλήσεις για αυτόν. Πουθενά και σε κανέναν. Γιατί το ότι το κράτησες τόσα χρόνια μέσα σου σε έκανε αυτό που είσαι. Και κανείς δεν δέχτηκε τα δώρα της νύχτας όπως εσύ. Πώς να καταλάβουν? Σιωπή! Τίναξε την στάχτη.
Νιώθω γερασμένη. Ότι καινούριο και να έρθει, θα το υποδεχτώ με τα χέρια κρεμασμένα στον αέρα και την ψυχή ορθάνοιχτη. Πρέπει να το υποδεχτώ. Το κεφάλι μου θα γείρει στο πλάι. Ο εγκέφαλος μου θα δώσει εντολή στους μυς στο στόμα μου να τραβηχτούν. Σαν κουρτίνα θεάτρου, θα χαραχτεί ένα χαμόγελο. Θα σηκώσω απαλά το κεφάλι. Θα γελάσω δυνατά χωρίς να θέλω. Θα δώσω χωρίς να πάρω.
Όταν χαμογελάω ποτέ δεν με κοιτάνε στα μάτια. Λες και ξέρουν τι πρέπει να αποφύγουν. Λάθος. Άλλη μια. Όταν χαμογελάω δεν κοιτάω κανέναν στα μάτια. Ξέρω πως τα δικά μου ειναι τόσο παγερά που με προδίδουν. Ξέρω πως σιχάθηκα το καθαρό. Απαρνήθηκα το φως όταν ήμουν παιδί ακόμα. Φαινόταν η μόνη λύση. Το ανεχόμουν όμως δίπλα μου. Τώρα πια δεν το αντέχω. Δεν αντέχω το αστραφτερό ροζ. Δεν αντέχω τον ήλιο. Δεν αντέχω εκείνο το βλέμμα σου.
Και είναι οι μέρες εκείνες. Που θέλω να φύγω μακριά. Το τσιγάρο τελειώνει τώρα. Δεν πειράζει θα ανάψω άλλο. Έχω όλο τον χρόνο του κόσμου. Και αρκετό φως ακόμα για να αντέξω.
Αναρωτιόμουν πόσο εύκολο είναι να ξεπέσεις. Να δεις τον εαυτό σου να κυλιέται στο πάτωμα και να φτύνει την αξιοπρέπειά του στα μούτρα του κόσμου. Η λέξη ''συνέπεια'' σου ακούγεται πλέον σαν την λέξη ''μουσική''. Και τα δυο είναι εδώ για να περάσουν από τα αυτιά σου και να σου θυμίσουν. Και να εξαφανιστούν όμως μετά. Είναι ωραίο να λες που και που ''δε γαμιέται''. Και να προχωράς ακάθεκτος σε μέρη άγνωστα. Αυτό είναι το πιο γοητευτικό στην όλη ιστορία έτσι δεν είναι? Το άγνωστο.
Σαν να μην έγινε ποτέ αλήθεια? Άσε κάτω το τσιγάρο και αφουγκράσου. Ποιός έφταιξε? Και τι νόημα έχει αλήθεια να το ψάξεις τώρα? Είναι η πρώτη φορά που κλείνεις στις παλάμες σου την Δάφνη. Εκμεταλλεύσου το.
Ο αναπτήρας μου είναι πορτοκαλί. Πόσο σιχαίνομαι αυτό το χρώμα. Πόσο παράταιρο μοιάζει με τον κόσμο μου. Ο κόσμος μου που ήταν πάντοτε άσπρος ή μαύρος. Ή και τα δυο. Τα δυο άκρα που συγκρατούν τον κόσμο. Η αιώνια ισορροπία. Η ατέρμονη ανισορροπία. Και ενίοτε, μια δόση από κόκκινο. Λίγο κόκκινο. Λίγο όμως.
Η πρώτη τζούρα είναι πάντα πικρή. Σκοτεινιάζω ελαφρά και ανατριχιάζω καθώς οδηγώ τον καπνό στον λαιμό μου. Και ρουφάω όπως το μωρό το γάλα του. Μόνο που δεν ξέρω γιατί.
Είναι παράλογο να νιώθεις ότι η ζωή σου έχει τελειώσει στα 17. Είναι επίπονο να βλέπεις μια ολόκληρη γενιά να βυθίζεται σε μια μιζέρια και σε μια κατάθλιψη, που στην πραγματικότητα οφείλεται στο ότι απλά we're young and we're bored. Είναι απαίσιο να ξέρεις ότι ο δικός σου πόνος είναι αυθεντικός, αλλά να μην μπορείς να μιλήσεις για αυτόν. Πουθενά και σε κανέναν. Γιατί το ότι το κράτησες τόσα χρόνια μέσα σου σε έκανε αυτό που είσαι. Και κανείς δεν δέχτηκε τα δώρα της νύχτας όπως εσύ. Πώς να καταλάβουν? Σιωπή! Τίναξε την στάχτη.
Νιώθω γερασμένη. Ότι καινούριο και να έρθει, θα το υποδεχτώ με τα χέρια κρεμασμένα στον αέρα και την ψυχή ορθάνοιχτη. Πρέπει να το υποδεχτώ. Το κεφάλι μου θα γείρει στο πλάι. Ο εγκέφαλος μου θα δώσει εντολή στους μυς στο στόμα μου να τραβηχτούν. Σαν κουρτίνα θεάτρου, θα χαραχτεί ένα χαμόγελο. Θα σηκώσω απαλά το κεφάλι. Θα γελάσω δυνατά χωρίς να θέλω. Θα δώσω χωρίς να πάρω.
Όταν χαμογελάω ποτέ δεν με κοιτάνε στα μάτια. Λες και ξέρουν τι πρέπει να αποφύγουν. Λάθος. Άλλη μια. Όταν χαμογελάω δεν κοιτάω κανέναν στα μάτια. Ξέρω πως τα δικά μου ειναι τόσο παγερά που με προδίδουν. Ξέρω πως σιχάθηκα το καθαρό. Απαρνήθηκα το φως όταν ήμουν παιδί ακόμα. Φαινόταν η μόνη λύση. Το ανεχόμουν όμως δίπλα μου. Τώρα πια δεν το αντέχω. Δεν αντέχω το αστραφτερό ροζ. Δεν αντέχω τον ήλιο. Δεν αντέχω εκείνο το βλέμμα σου.
Και είναι οι μέρες εκείνες. Που θέλω να φύγω μακριά. Το τσιγάρο τελειώνει τώρα. Δεν πειράζει θα ανάψω άλλο. Έχω όλο τον χρόνο του κόσμου. Και αρκετό φως ακόμα για να αντέξω.
No comments:
Post a Comment