Αγαπημένε μου,
Ναι αυτό είναι ένα γράμμα. Λέξεις στην σειρά για χάρη σου. Κι όμως, δεν υπάρχεις ακόμα. Ή δεν έχεις γεννηθεί ακόμα.
Ξέρεις, άλλες φορές παίρνεις την μορφή του. Και τα χέρια μου καίνε. Λες και κρατάω μια απίστευτη δύναμη στα χέρια μου. Τρέμουν όμως ταυτόχρονα όταν σε κοιτάζω φοβισμένα. Πως γίνεται να είμαι τόσο αδύναμη κοντά σου?
Άλλες φορές παίρνεις την άλλη μορφή. Την καταραμένη. Έχει περάσει τόσος καιρός, που ούτε τα μάτια σου δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Το άρωμά σου που με συντρόφευσε εκείνο το βράδι μέχρι το πρωί. Το σχήμα του προσώπου σου. Δεν μπορώ να θυμηθώ αγαπημένε μου. Ίσως δεν θέλω. Θυμάμαι τον πόνο όμως. Θυμάμαι εκείνη την μέρα. Την μέρα που γνώρισα την Κόλαση.
Η Κόλαση είναι στις ψυχές των ανθρώπων. Στον τρόπο που μισούν, στον τρόπο που ερωτεύονται. Δεν είναι τόπος, είναι μια κατάσταση. Η αιώνια τιμωρία. Όσο αλλάζεις μορφές αγαπημένε, τόσο πιο πολύ βυθίζομαι σε αυτή την συμφωνία. Και όσο πιο γρήγορα, τόσο πιο πολύ σκοτεινιάζω μέσα μου. Με τραβάει εκείνη.
Την θυμάσαι έτσι δεν είναι? Την υπόσχεσή μας. Τότε που με κοίταξες στα μάτια αποφασιστικά. Λάθος. Πάμε πάλι. Όταν θα με κοιτάξεις στα μάτια αποφασιστικά. Όταν θα είμαι έτοιμη να σπάσω τα δεσμά μου, και να σου δείξω, ωω πόσα θέλω να σου δείξω αγαπημένε! Θα σε έπαιρνα από το χέρι και θα σε βύθιζα στον καθρέφτη του μυαλού μου, σε εκείνο το λιβάδι με τα λουλούδια που τόσο ονειρεύτηκα. Κόκκινα μπλε και κίτρινα λουλούδια. Με μεγάλα πέταλα που φώναζαν καλοκαίρι. Και σαν παιδί θα γέλαγα και θα έτρεχα μακριά σου και μετά πάλι κοντά σου. Θα σου έδειχνα το σπίτι μου. Το κλουβί με τα χρυσά κάγκελα. Θα μπορούσα να στο δείξω την μέρα, ω ναι την μέρα εκείνη κοιμάται. Θα σε έβαζα να μυρίσεις τους πολύχρωμους καπνούς που ανέδυαν τα περίεργα παιχνίδια της. Τα μεθυστικά αρώματα που κρατούσε σε τεράστια σκαλιστά μπουκάλια. Θα σε έβαζα να αγγίξεις τα υφάσματα εκείνα, κεντημένα με νύχτα και αστέρια.
Αλλά πως θα μπορούσες να καταλάβεις? Θα ήταν μέρα. Πώς θα μπορούσες να δεις αυτά τα υφάσματα να τυλίγονται γύρω μου τόσο σφιχτά που το δέρμα μου να κοκκινίζει? Τα ίδια πανέμορφα υφάσματα να τα σφίγγει εκείνη με τόση δύναμη γύρω από τον λαιμό μου, ω τι παράδοξο, να πεθαίνεις από κάτι τόσο όμορφο, να πεθαίνεις αγκαλιά με κάτι τόσο πολύτιμο. Πώς θα μπορούσες ποτέ να νιώσεις εκείνους τους καπνούς να θολώνουν το μυαλό σου? Να σε κάνουν να θες να ουρλιάξεις βοήθεια. Δεν θα μπορούσες να τα νιώσεις αυτά. Γιατί απλά θα σου δείχνω αγαπημένε. Δεν μπορείς να τα αγγίξεις.
Και πώς θα μπορούσες ποτέ να διανοηθείς την φριχτή μορφή της? Να δεχτείς ότι υπάρχει, και είναι εδώ κάθε μέρα, μαζί μου? Εκείνο το ζευγάρι κόκκινα μάτια. Πώς θα μπορούσες ποτέ να μου πεις ότι είχα δίκιο, από την στιγμή που δεν θα δεις ποτέ την νύχτα να πέφτει σε αυτό το κλουβί? Δεν θα μπορέσεις να δεις ποτέ την κόκκινη νύχτα να πέφτει, την ατμόσφαιρα γύρω σου να γίνεται αποπνικτική, την ησυχία να απλώνεται, και το μόνο που να ακούγεται να είναι το νερό που κυλάει και η λαχανιαστή ανάσα σου. Και εκείνη να μου προσφέρει πορφυρά φαγητά και να τραγουδάει σιγανά στο αυτί μου.
Αγαπημένε, έαν υπάρχεις ξανά, εάν ξαναγεννηθείς, σε παρακαλώ, διώξτην.
Μα τι λέω. Δεν υπάρχει για σένα έτσι δεν είναι?
No comments:
Post a Comment