Wednesday, February 22, 2012

Η πορεία.

    Είναι πολλοί αυτοί την φορά. Και δεν είναι σκιές. Είναι εκατομμύρια κομμάτια ζωής. Φωτεινοί άνθρωποι. Βρωμάνε ψέμα. Καθώς περπατάνε η ψυχή τους πέφτει σαπισμένη σε κομμάτια κάτω. Δεν τους νοιάζει. Δεν τους νοιάζει που βλέπουν τον άνεμο να παίρνει το όνομά τους. Δεν έχουν όνομα ούτε υπόσταση. Υποταγμένοι σε ένα θολό φως που τους οδηγεί, προχωρούν ασταμάτητα, ίδοι, σάπιοι, δυστυχισμένοι.

   Ποιός είπε ότι το φως ζεσταίνει? Αγκαλιάζει? Ποιός είπε ότι το φως είναι η αλήθεια? Πού ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι, οι τελευταίοι κρίκοι του σύμπαντος, τι σκατά είναι η αλήθεια? Όλα φαίνονται στο φως. Η αλήθεια αποτελεί το αιώνιο μυστήριο της ζωής. Πώς γίνεται να είναι φανερή? Μονόπλευρη? Ένα άσπρο ίδιο φως.

   Πάρτε το από μπροστά μου. Με τυφλώνει. Πέφτει πάνω μου σαν εκατοντάδες παγωμένα χτυπήματα. Κρυώνω.

   Πάρτε τα χέρια σας από πάνω μου. Πουλημένοι, άδειοι άνθρωποι. Τι μάθατε ποτέ από θάλασσα? Από έρωτα? Από φόβο για θάνατο? Το μόνο που κάνετε είναι να χαμογελάτε. Τίποτα δεν με τρομάζει περισσότερο από το ανθρώπινο χαμόγελο. Είναι τόσο έντονα τεντωμένο στα πρόσωπά σας που το δέρμα σας έχει αρχίσει να φθείρεται και να σκίζεται στις άκρες. Έχετε μπλαβιάσει από την προσπάθεια. Γιατί αν αφήσετε τους μυς σας ελεύθερους δεν θα χαμογελάσετε. Θα ξεσπάσετε σε ένα άγριο ουρλιαχτό.
  
  Κρυώνω. Νιώθω ένα ζευγάρι χέρια να μου χαιδεύουν την πλάτη. Απαλά και απειλητικά. Δεν έχω το κουράγιο ούτε καν να της πω φύγε. Είμαι ο πιο κουρασμένος άνθρωπος του κόσμου.

ΣΎΝΕΛΘΕ.

  Με κοιτάζει. ''Πώς μπόρεσες ποτέ να πιστέψεις πως σου έκανα κακό? Εσύ με καλούσες τις νύχτες! Εσύ ούρλιαζες το όνομα μου! Τι νόμιζες? Οι άνθρωποι που πνίγονται στο σκοτάδι από τότε που γεννήθηκαν με καλούν. Και εγώ ανταποκρίνομαι. Εσύ με έδεσες απελπισμένη μαζί σου. Εσύ! Εγώ μπορώ να φύγω όποτε θέλω. Εγώ είμαι ο θάνατος ο ίδιος''.

   Γελάω απελευθερωμένη. Έχει δίκιο. Αλλά δεν με νοιάζει. Την αγκαλιάζω λαίμαργα.

 ''Μείνε'' ψελλίζω. ''Είσαι η μόνη που ότι και να γίνει μένει. Είσαι εδώ όποτε σε φωνάξω. Με αντάλλαγμα τόσο μηδαμινό, που ούτε καν με νοιάζει. Την κομματιασμένη ψυχή μου''.

  Τα μάτια της τρέχουν στο πρόσωπό μου. Σαν να ρουφάει την μορφή μου.

  ''Μου λείπει'' ψιθύρισα με το πρόσωπό μου χαμένο στα μαλλιά της που μύριζαν θάνατο. Τα λευκά παγωμένα δάχτυλά της σαν αράχνη περπάτησαν αργά στο χέρι μου. ''Λες ψέμματα'' μου είπε.

   ''Δεν ξέρω τι λέω πια. Δεν ξέρω που πάω, γιατί πάω, με ποιόν πάω. Δεν ξέρω τίποτα. Απλά περιμένω.''

   Οι άνθρωποι τώρα έχουν έρθει πιο κοντά μου από ποτέ. Οι κραυγές τους σκίζουν τα αυτιά μου.

   ''Ησυχία'' λέω σιγανά. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνονται την παρουσία μου. Τα χαμόγελά τους γίνονται όλο και πιο πλατιά. Μαχαίρια ξεφυτρώνουν στα χέρια τους. Οι άδειες κόγχες των ματιών τους σαν να φωτίστηκαν.

    ''Ησυχία!'' φωνάζω τώρα κοφτά. Με αγγίζουν εκεί που θέλουν, όπως θέλουν. Δεν έχω την δύναμη να αντισταθώ. Χάνομαι στον χείμαρρο των επιθυμιών τους. Τόσο ασήμαντη είμαι.

    ''Ησυχία!'' το ουρλιαχτό διαπερνά την ατμόσφαιρα και τα σάπια κουφάρια τους. Και αντί για το γλοιώδες παγωμένο φως που τους οδηγεί, πιάνομαι από ένα χέρι. Δεν νομίζω να μάθω ποτέ πιανού είναι.

  Μίλα μου σε παρακαλώ.

1 comment:

  1. Υπέροχο...
    "προχωρούν ασταμάτητα, ίδοι, σάπιοι, δυστυχισμένοι."

    εν τέλει μόνο η μοναξιά θα είναι για πάντα κοντά μας.

    ReplyDelete