Monday, October 3, 2011

Το τελευταίο της γράμμα

   Βεν, καλέ μου Βεν,  
 
Κοίταξέ με.
 
  Κοιτάς αλλά δεν βλέπεις. Τα όνειρα ενός παιδιού που συνεχίζουν να τρέχουν μέσα στον χρόνο. Μακάρι να καταλαβαίνατε όλοι σας. Ήθελα να δω τον κόσμο Βεν. Να τον κρατήσω στα χέρια μου. Να τρέξω ανάμεσα στα μυστήρια του. Μα δεν μπορούσατε να δείτε. Την ομορφιά της πορφύρας. Στα χέρια μου. Πόσες φορές την γεύτηκα και θυμήθηκα. Κάθε φορά θυμόμουν. Αναμνήσεις που δεν ήταν δικές μου όμως.
  
   Και η τέχνη της μάχης. Η ομορφιά ενός δυνατού χτυπήματος. Το σπαθί στα χέρια μου. Τα δυο πιστά μου όπλα, σύντροφοι τόσα χρόνια. Πόσα κορμιά έχουν τσακίσει αλήθεια. Αγαπούσα αυτό που έκανα. Γνώριζα τις συνέπειες Βεν ναι. Η Ντόμινο μου είχε πει κάποτε κάτι. Την μέρα που με παρέδωσαν σε εκείνη. Όταν σαν ηλίθια νόμιζα πως όλα ήταν απλώς αποτέλεσμα της απίστευτης τύχης μου. Πως τίποτα δεν συνδεόταν. Προτού περάσει όλος αυτός ο καιρός Βεν. Προτού ζήσω και μάθω αυτή την φρίκη που μας οδήγησε όλους εδώ, σε αυτή την τελική μάχη. Με είχε κοιτάξει βαθιά στα μάτια, η μοναδική φορά που η Ντόμινο με κοίταξε στα μάτια. Μετά από την πληθώρα προσβολών για το πόσο αδύναμη ήμουν, μου είπε '' Είσαι γεννημένη για να παίρνεις την ζωή ανθρώπων, Λου. Για αυτό και το όνομα σου από εδώ και πέρα θα είναι Μάγια. Μάγια θα πει θάνατος.'' Και ύστερα γέλασε, σαν να είπε κάτι φοβερά αστείο. Σαν να με προκαλούσε να της αποδείξω το αντίθετο.

   Το δέχτηκα αυτό το όνομα. Το δέχτηκα γιατί με δέχτηκε και εκείνο. Με αγκάλιαζε κάθε φορά που σκότωνα. Κάθε φορά που ξέπλενα το αίμα σε κάποιο ποτάμι ή λακούβα. Κάθε φορά που γύρναγα στον κοιτώνα και τα μάτια των συγκάτοικων μου με έγδυναν ψάχνοντας την αποτυχία.

   Η σκέψη ότι είμαι ανίκητη, ότι είμαι ελεύθερη Βεν. Οτιδήποτε επιχειρούσε να με πληγώσει θα γευόταν την πικρή γεύση των σπαθιών μου. Τα μπλε εκείνα μάτια που πίστεψαν σε μένα. Πίστεψαν σε μένα Βεν. Για πρώτη φορά στην ζωή μου ήμουν πιο δυνατή ακόμα και από εκείνη. Και είχα μια ταυτότητα Βεν. Επιτέλους, ήμουν κάποια.

   Αλλά σκότωσα. Σκότωσα καθάρματα ναι, μιάσματα της κοινωνίας, άντρες και γυναίκες χωμένους στην λάσπη μέχρι τους ώμους.  Άξιζαν τον θάνατο. Και εγώ όμως χωμένη στην λάσπη δεν ήμουν Βεν?

   Ο φόνος σε αλλάζει με έναν τρόπο που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καταργεί τα σύνορα του μυαλού σου, μουδιάζει το είναι σου. Ξεπέρασες το υπέρτατο εμπόδιο. Τότε λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να κάνεις. Ξυπνάς και ξέρεις ότι μπορείς να κάνει πραγματικά ότι θες. Δεν θα σε πιάσει κανείς. Υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από τα να αφαιρείς μια ανθρώπινη ζωή? Τελείωσε. Ο πρώτος μου φόνος με έκανε Μάγια.

   Ίσως περίμενες να σου μιλήσω για την αγάπη μας. Την τόσο καταδικασμένη αγάπη μας, που την χώριζαν χιλιόμετρα ζωής. Την ζήλεια σου για τον θρήνο μου για το παρελθόν. Μα η ζωή που μου έδωσες Βεν, μόνο τα χέρια μου στο σώμα σου μπορούν να την περιγράψουν. Μια αγκαλιά σαν εκείνες που χανόμουν, τις δικές σου, κάθε φορά που κάποιος γύρω μου χανόταν. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω λέξεις για σένα Βεν. Έχεις γραφτεί με τα χέρια σου μέσα μου.

   Το γράμμα αυτό το γράφω δυο μήνες πριν την προκαθορισμένη μάχη. Δεν είναι τρελό Βεν? Όλη η ομάδα το ήξερε, ήξερε τι έγραφε η προφητεία, ήξερε πως η κάθε κίνησή μας ήταν ήδη γραμμένη σε ένα χαμένο βιβλίο. Αλλά τώρα, που βλέπω ξαφνικά ενήλικες στα μάτια όλων?

   Ο μικρός Άλεξ, τόσο αδύναμος, τόσο φοβισμένος όταν τον πρωτοσυνάντησα κάτω από εκείνο το δέντρο στο Μωβ Δάσος, και τώρα, ένας πανίσχυρος άντρας. Έτοιμος να προστατέψει όσα αγαπάει, την Λίλιθ, το σπίτι μας, εμάς όλους. Η Τζανού, ακόμα παιδί στην όψη, πως έσφιγγε όμως τα δάκρυα της κάθε φορά που κάποιος πέθαινε. Ο Νταν και η αγάπη του ενός για τον άλλο. Η Κίντα, που είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτό από το οποίο έφυγε τρέχοντας πριν δυο χρόνια. Που αγκαλιάζει το μωρό σαν να είναι η μητέρα του. Η αγαπημένη μου Κίντα. Η Λι, που κρατάει τα όπλα της με την ματιά της εκδίκησης. Χαμογελώντας όμως πάντα. Ο Χαρ και τα δίδυμα, η μικρή οικογένεια που αποτελούν οι τρεις τους. Η Λίλιθ και ο αγώνας της να δεχτεί την φύση της. Η Λίνσι και τα μελαγχολικά της παραμιλητά.Η Κατρίνα να αγκαλιάζει τον γιο της. Και για πρώτη φορά να μαλακώνει το βλέμμα της. Και εσύ Βεν, και ο τρόπος που μίλησες στον λαό την μέρα της επανάστασης. Η ευγενική σου γενιά δεν σε εμπόδισε. Υπέφερες και εσύ σαν τα φτωχόπαιδα που σε κοίταζαν με λατρεία φορώντας κουρελιασμένα ρούχα. Πόσο μεγαλώσαμε όλοι μας αυτά τα δυο χρόνια Βεν.

   Σήμερα λοιπόν βρήκα το χαμένο κομμάτι της προφητείας Βεν. Ναι, εκείνο το κομμάτι χαρτί που κυνηγήσαμε τόσο πολύ. Εκείνο το κομμάτι χαρτί στην αναζήτηση του οποίου χάσαμε την Γκέρντα σου. Θυμάσαι τα μαλλιά της Βεν? Τα αγαπούσες τα χρυσά μαλλιά της, το ήξερα και δεν πόναγα. Όλοι αγαπούσαμε τα μαλλιά της.

   Το πιστεύεις ότι ήξερα τι θα έβλεπα γραμμένο στο χαρτί? Το ένιωθα καθώς κάθε μέρα η δύναμη μου μεγάλωνε. Έχανα τον άνθρωπο μέσα μου και υπερίσχυε σιγά σιγά η μάγισσα. Και πόναγα, πόναγα φριχτά και σκεφτόμουν πόσα έζησα σε αυτό το ταξίδι των δυο χρόνων μαζί σας. Πως όση μαγεία και να με ποτίσει, μου δείξατε πως πάνω από όλα είμαι άνθρωπος. Και έκλαψα για την μοίρα που μου έδειχνε εκείνο το κομμάτι χαρτί. Πόνεσα γιατί ήθελα τόσο πολύ να ζήσω. Γιατί βαθιά μέσα μου, αυτά τα δυο χρόνια Βεν, πίστευα πως μετά την μεγάλη μάχη θα ήμουν επιτέλους ελεύθερη. Θα ανέπνεα καθαρό αέρα.

    Το χαρτί έγραφε  '' Και όταν ο θάνατος τρυπήσει τα κορμιά τους με την δύναμη της γης, της παντοδύναμης Γαίας, τότε μόνο οι τέσσερις εκλεκτοί θα μπορέσουν να ελευθερώσουν, τα σώματα ή τις ψυχές τους. Και έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία, και αυτός είναι ο λόγος ο δικός μου, όπως τον άκουσα από την Λιχάλ την φωτισμένη''

    Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα θα είμαι ήδη νεκρή Βεν.

    Μάγια. 

No comments:

Post a Comment