Είχα μια συζήτηση πρόσφατα με τον κολλητό μου. Δεν έχω πραγματικά ιδέα πως άρχισε, εάν το ρώτησα εγώ ή τι διάολο είπαμε. Έχω χάλια μνήμη.
Τέλος πάντων, πρέπει να τον ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη του ώρα της ημέρας. Θα φάω ξύλο, αλλά δεν θυμάμαι τι απάντησε (νομίζω ξημερώματα). Ήμουν επικεντρωμένη σε αυτό που θα απαντούσα εγώ.
Η αγαπημένη μου ώρα της ημέρας είναι αναμφίβολα το απόγευμα. 5.30-7.30, αυτό το δίωρο. Όχι γιατί κάνεις κάτι σημαντικό εκείνη την ώρα, όχι γιατί η ζωή ''ξυπνάει'' ή ''κοιμάται''. Αντίθετα, επειδή είναι λες και ο χρόνος σταματάει αυτό το δίωρο. Κάνει ένα pause μέσα στην ημέρα. Ακούς λιγότερα αυτοκίνητα. Ακούς λιγότερες ψυχές να κινούνται μέσα στον χώρο.
Είναι οι ώρες αυτές που ο κόσμος ξυπνά σιγά σιγά από τον μεσημεριανό ύπνο ή την ξεκούρασή του. Όλα όμως είναι τόσο ήσυχα, τόσο στάσιμα, που συνήθως απλά αγκαλιάζουμε το μαξιλάρι και γυρνάμε χαμογελώντας από την άλλη. Τουλάχιστον εγώ αυτό κάνω. Θα μου πείτε, εγώ κοιμάμαι και όρθια σε ντουλάπα με αράχνες να περπατάνε στην πλάτη μου και σκούπες αγκαλιά, αλλά anyway.
Ψάχνοντας εδώ και καιρό κάτι που να με συνδέει με τα παιδικά μου χρόνια, είχα απελπιστεί. Τα παιχνίδια μου που με τόση λαχτάρα έπιανα στα χέρια μου ελπίζοντας πως θα ένιωθα το ίδιο ρίγος που ένιωθα και πριν δέκα χρόνια, είναι άψυχα. Στο κάτω κάτω, τώρα παίζω με αληθινούς ανθρώπους και όχι πλαστικούς.
Έψαχνα λοιπόν, έψαχνα απελπισμένη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για εμένα από τις αναμνήσεις μου, και να, εδώ ήταν όλες στο δωμάτιο, τα σκονισμένα (και τελικά άσχημα) κουκλάκια μου στο ράφι με τα αιώνια ραμμένα χαμόγελά τους, τα πολύχρωμα παιδικά μου βιβλία με τα οποία έχτιζα πολυκατοικίες για τα Playmobil μου, τα τουβλάκια μου που είχαν ζωγραφισμένα πάνω γράμματα και πάντα σνόμπαρα, ποτέ δεν ασχολήθηκα με τον σκοπό τους, τα χρησιμοποιούσα για κολόνες στα σπίτια μου. Και το πάτωμα, που ήταν πάντα η θάλασσα ενός μαγικού κόσμου. Το κρεβάτι μου, τα ράφια μου και το γραφείο μου ήταν η μόνη στεριά.
Ορίστε λοιπόν, τα θυμάμαι όλα. Με λεπτομέρειες γαμώτο. Κι όμως, το μόνο που νιώθω όταν τα σκέφτομαι είναι μια απέραντη πίκρα. Γιατί όσο, θεέ μου όσο και να κοιτάω το κρεβάτι μου πλέον θα δω απλά και μόνο ένα κρεβάτι. Κανέναν μαγικό κόσμο. Θα παρατηρήσω ότι είναι άστρωτο, θα σκεφτώ ότι βαριέμαι να το στρώσω και μάλλον θα πάω να φτιάξω κανέναν καφέ και να δω τηλεόραση. Έτσι απλά.
Με πονάει όμως. Με πονάει που πιάνω τις (κατακρεουργημένες) κούκλες μου με τα κουρεμένα μαλλιά, με τις καρφίτσες που έχωνα στα αυτιά τους για piercing, τα smoky μάτια και τα μαύρα χείλια (κι όμως) και νιώθω ότι πιάνω απλά πλαστικό. Απλό παγωμένο πλαστικό.
Θυμάμαι πόση αγαλλίαση ένιωθα για μερικές συγκεκριμένες μου κούκλες. Η κάθε μια είχε την δική της ταυτότητα (και ας ήταν σχεδόν όλες ξανθιές), άλλες ήταν βαρετές, κοινές και άλλες με ενθουσίαζαν κάθε φορά που τις κοίταγα. Εκείνην όμως την θυμάμαι. Είχε σχεδόν άσπρα μαλλιά, τόσο ξανθά με μπούκλες, αλλά σε αντίθεση με τις άλλες το δέρμα της δεν είχε το καλιφορνέζικο μαύρισμα. Ήταν κατάλευκο. Και έμοιαζε τόσο αγνή, τόσο εύθραυστη και μαγική, που δεν τόλμαγα να της βάψω την μούρη. Την κοίταζα απλά συνέχεια εκστασιασμένη. Ντάξει τελικά την κούρεψα και αυτή, αλλά anyway. Πάλι όμορφη ήταν.
Το απόγευμα λοιπόν έκανα τα πιο όμορφα παιχνίδια. Σπάνια με αληθινά παιχνίδια, συνήθως όλα βρίσκονταν μέσα στο μυαλό μου. Και μου άρεσε έτσι, και ας ήμουν μόνη.
Θυμάμαι που εκείνες τις ώρες κάποιες φορές με ξύπναγε η αλλαγή της φωτεινότητας στο δωμάτιο. Ξαφνικά σκοτείνιαζε αλλά μετά ωπ! Ξανά φως με τύφλωνε. Και παραξενευόμουν, και τσατιζόμουν όταν ένιωθα πάλι φως στο δωμάτιο, αλλά ποτέ δεν άνοιγα τα μάτια. Με ντροπή ομολογώ πως μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως αυτά ήταν τα σύννεφα που άλλες φορές έκρυβαν τον ήλιο και άλλες όχι.
Τα απογεύματα μου είναι πάντα βουτηγμένα στην μελαγχολία. Στο να θυμάμαι πράγματα που όσο και να προσπαθώ δεν μπορούν να με αγγίξουν πια. Και μου αρέσει όταν κάνει κρύο και είναι έτοιμο να βρέξει, γιατί τότε είναι λες και όλες μου οι αισθήσεις οξύνονται. Λειτουργούσα πάντα μέσω της βροχής. Και όχι δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι και αλλιώς δεν ακούγεται λογικό.
Ξαπλώνω λοιπόν στο κρεβάτι μου και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα. Και σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνέχεια. Ταξιδεύω πάλι. Όχι σε μαγικούς κόσμους πια. Έτσι και αλλιώς όσο μεγαλώνουμε παύουμε να ελπίζουμε. Και το μόνο που μπορεί να σταματήσει την σκέψη μου είναι ο ήχος της βροχής. Εκεί σβήνουν όλα μέσα μου. Και απλά ακούω.
Κι όμως, σήμερα είναι η πρώτη φορά στην ζωή μου που θα ήθελα να μοιραστώ την μαγεία αυτής της ώρας με κάποιον άλλο.
Τέλος πάντων, πρέπει να τον ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη του ώρα της ημέρας. Θα φάω ξύλο, αλλά δεν θυμάμαι τι απάντησε (νομίζω ξημερώματα). Ήμουν επικεντρωμένη σε αυτό που θα απαντούσα εγώ.
Η αγαπημένη μου ώρα της ημέρας είναι αναμφίβολα το απόγευμα. 5.30-7.30, αυτό το δίωρο. Όχι γιατί κάνεις κάτι σημαντικό εκείνη την ώρα, όχι γιατί η ζωή ''ξυπνάει'' ή ''κοιμάται''. Αντίθετα, επειδή είναι λες και ο χρόνος σταματάει αυτό το δίωρο. Κάνει ένα pause μέσα στην ημέρα. Ακούς λιγότερα αυτοκίνητα. Ακούς λιγότερες ψυχές να κινούνται μέσα στον χώρο.
Είναι οι ώρες αυτές που ο κόσμος ξυπνά σιγά σιγά από τον μεσημεριανό ύπνο ή την ξεκούρασή του. Όλα όμως είναι τόσο ήσυχα, τόσο στάσιμα, που συνήθως απλά αγκαλιάζουμε το μαξιλάρι και γυρνάμε χαμογελώντας από την άλλη. Τουλάχιστον εγώ αυτό κάνω. Θα μου πείτε, εγώ κοιμάμαι και όρθια σε ντουλάπα με αράχνες να περπατάνε στην πλάτη μου και σκούπες αγκαλιά, αλλά anyway.
Ψάχνοντας εδώ και καιρό κάτι που να με συνδέει με τα παιδικά μου χρόνια, είχα απελπιστεί. Τα παιχνίδια μου που με τόση λαχτάρα έπιανα στα χέρια μου ελπίζοντας πως θα ένιωθα το ίδιο ρίγος που ένιωθα και πριν δέκα χρόνια, είναι άψυχα. Στο κάτω κάτω, τώρα παίζω με αληθινούς ανθρώπους και όχι πλαστικούς.
Έψαχνα λοιπόν, έψαχνα απελπισμένη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για εμένα από τις αναμνήσεις μου, και να, εδώ ήταν όλες στο δωμάτιο, τα σκονισμένα (και τελικά άσχημα) κουκλάκια μου στο ράφι με τα αιώνια ραμμένα χαμόγελά τους, τα πολύχρωμα παιδικά μου βιβλία με τα οποία έχτιζα πολυκατοικίες για τα Playmobil μου, τα τουβλάκια μου που είχαν ζωγραφισμένα πάνω γράμματα και πάντα σνόμπαρα, ποτέ δεν ασχολήθηκα με τον σκοπό τους, τα χρησιμοποιούσα για κολόνες στα σπίτια μου. Και το πάτωμα, που ήταν πάντα η θάλασσα ενός μαγικού κόσμου. Το κρεβάτι μου, τα ράφια μου και το γραφείο μου ήταν η μόνη στεριά.
Ορίστε λοιπόν, τα θυμάμαι όλα. Με λεπτομέρειες γαμώτο. Κι όμως, το μόνο που νιώθω όταν τα σκέφτομαι είναι μια απέραντη πίκρα. Γιατί όσο, θεέ μου όσο και να κοιτάω το κρεβάτι μου πλέον θα δω απλά και μόνο ένα κρεβάτι. Κανέναν μαγικό κόσμο. Θα παρατηρήσω ότι είναι άστρωτο, θα σκεφτώ ότι βαριέμαι να το στρώσω και μάλλον θα πάω να φτιάξω κανέναν καφέ και να δω τηλεόραση. Έτσι απλά.
Με πονάει όμως. Με πονάει που πιάνω τις (κατακρεουργημένες) κούκλες μου με τα κουρεμένα μαλλιά, με τις καρφίτσες που έχωνα στα αυτιά τους για piercing, τα smoky μάτια και τα μαύρα χείλια (κι όμως) και νιώθω ότι πιάνω απλά πλαστικό. Απλό παγωμένο πλαστικό.
Θυμάμαι πόση αγαλλίαση ένιωθα για μερικές συγκεκριμένες μου κούκλες. Η κάθε μια είχε την δική της ταυτότητα (και ας ήταν σχεδόν όλες ξανθιές), άλλες ήταν βαρετές, κοινές και άλλες με ενθουσίαζαν κάθε φορά που τις κοίταγα. Εκείνην όμως την θυμάμαι. Είχε σχεδόν άσπρα μαλλιά, τόσο ξανθά με μπούκλες, αλλά σε αντίθεση με τις άλλες το δέρμα της δεν είχε το καλιφορνέζικο μαύρισμα. Ήταν κατάλευκο. Και έμοιαζε τόσο αγνή, τόσο εύθραυστη και μαγική, που δεν τόλμαγα να της βάψω την μούρη. Την κοίταζα απλά συνέχεια εκστασιασμένη. Ντάξει τελικά την κούρεψα και αυτή, αλλά anyway. Πάλι όμορφη ήταν.
Το απόγευμα λοιπόν έκανα τα πιο όμορφα παιχνίδια. Σπάνια με αληθινά παιχνίδια, συνήθως όλα βρίσκονταν μέσα στο μυαλό μου. Και μου άρεσε έτσι, και ας ήμουν μόνη.
Θυμάμαι που εκείνες τις ώρες κάποιες φορές με ξύπναγε η αλλαγή της φωτεινότητας στο δωμάτιο. Ξαφνικά σκοτείνιαζε αλλά μετά ωπ! Ξανά φως με τύφλωνε. Και παραξενευόμουν, και τσατιζόμουν όταν ένιωθα πάλι φως στο δωμάτιο, αλλά ποτέ δεν άνοιγα τα μάτια. Με ντροπή ομολογώ πως μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως αυτά ήταν τα σύννεφα που άλλες φορές έκρυβαν τον ήλιο και άλλες όχι.
Τα απογεύματα μου είναι πάντα βουτηγμένα στην μελαγχολία. Στο να θυμάμαι πράγματα που όσο και να προσπαθώ δεν μπορούν να με αγγίξουν πια. Και μου αρέσει όταν κάνει κρύο και είναι έτοιμο να βρέξει, γιατί τότε είναι λες και όλες μου οι αισθήσεις οξύνονται. Λειτουργούσα πάντα μέσω της βροχής. Και όχι δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι και αλλιώς δεν ακούγεται λογικό.
Ξαπλώνω λοιπόν στο κρεβάτι μου και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα. Και σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνέχεια. Ταξιδεύω πάλι. Όχι σε μαγικούς κόσμους πια. Έτσι και αλλιώς όσο μεγαλώνουμε παύουμε να ελπίζουμε. Και το μόνο που μπορεί να σταματήσει την σκέψη μου είναι ο ήχος της βροχής. Εκεί σβήνουν όλα μέσα μου. Και απλά ακούω.
Κι όμως, σήμερα είναι η πρώτη φορά στην ζωή μου που θα ήθελα να μοιραστώ την μαγεία αυτής της ώρας με κάποιον άλλο.
No comments:
Post a Comment