Thursday, October 6, 2011

Πολύ με κούρασε πάλι η νύχτα.

    Πολύ με κούρασε πάλι η νύχτα. Δεν μου μιλάει πια. Υποτίθεται πως το σκοτάδι της υπάρχει για να κρύβει όσα δεν πρέπει να δει η μέρα. Ποτέ άλλοτε όμως δεν φαίνονταν τόσα πολλά σε μια νύχτα.

    Τα φώτα είναι παντού. Με πονάνε, με τυφλώνουν. Δεν μπορώ πια να κρύψω τίποτα στο σκοτάδι. Τα σημάδια πονάνε με την δύναμη του περασμένου. Και περιμένουμε την βροχή να μας λυτρώσει απαλά, νύχτα.

   Έχουν αρχίσει να σε νιώθουν άνθρωποι που δεν το αξίζουν. Και εγώ κοιτάζω ψηλά και γελάω  με πίκρα.

    Κάποτε ήταν πολύτιμη η νύχτα. Με αγκάλιαζε απαλά. Έδιωχνε την χλιαρότητα της μέρας. Η νύχτα, ένας μαγικός κόσμος όπου όλα μπορούν να συμβούν. Γιατί ο άνθρωπος τόσο ξεδιάντροπα να την φωτίζει? Δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα. Δεν πρέπει να τα ξέρουμε όλα. Η αλήθεια πονάει.

    Το φως που μπαίνει από το παράθυρο και διαχέεται παιχνιδιάρικα παντού σαν να με κοροιδεύει. Γελάει μαζί μου. Φωτίζει όσα προσπαθώ να κρύψω. Παλιά περίμενα την νύχτα για να ζήσω. Τώρα περιμένω απλά να σβήσουν τα φώτα.

   Βλέπεις, στο σκοτάδι μπορείς να γίνεις αυτό που θες. Το φως γελάει ακόμα μαζί μου καθώς απλώνεται στο γραφείο. Με φτύνει στα μούτρα.

   Μου λείπει η αλήθεια που μου πρόσφερες. Μακάρι να μίλαγα πάλι μαζί σου για νύχτες και σκοτάδια. Να αγκάλιαζα εκείνο το μπλε μαξιλάρι όπως με αγκάλιασε και εκείνο. Με αγάπη. Λυπάμαι όμως. Νέκρωσα μέσα μου. Έπρεπε.

  Ίσως αυτό φταίει, σκέφτομαι καθώς τραβάω την κουρτίνα διώχνοντας απότομα το φως. Ζεσταίνομαι. Τα χέρια μου καίνει κάθε φορά που σκέφτομαι κάτι. Δεν φταίει η νύχτα. Η νύχτα ήταν πάντα τόσο φωτεινή όσο και σκοτεινή όταν δημιουργήθηκε. Δεν φταίνε τα φώτα. Εγώ μούδιασα μέσα μου.

  Μου λείπει η φύση. Να κάνω μόνη μου βόλτες. Όπως σε εκείνο το λιβάδι με τις μουριές όταν ήμουν 10. Πόσο κορίτσι της πόλης ένιωσα, όταν ξαφνικά τα τεράστια δέντρα αραίωσαν και απλώθηκε μπροστά μου εκείνο το λιβάδι. Δεν το πίστευα. Ήταν ένα θέαμα που είχα βιώσει μόνο εικονογραφημένο σε παιδικά βιβλία. Και δάκρυσα τότε. Ακόμα κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν συνέβη στα αλήθεια ή αν ήταν όνειρο. Υπήρχε τόσο φως. Τόσος χώρος να τρέξεις. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, και είχε τόση ησυχία. Θα μπορούσα να ζήσω όλη μου την ζωή εκεί, σε αρμονία με την φύση. Να τρέχω με κλειστά μάτια ξέροντας πως αν σκοντάψω θα είναι πάνω σε αρωματισμένα φύλλα, απαλά λουλούδια και μαλακά χόρτα, όχι σε γκρι τοίχους και ατσάλι. Μακριά από όλα. Μακριά από τα σάπια σας χαμόγελα. Υπάρχει τίποτα πιο αληθινό και πανέμορφο από την μητέρα γη?

   Πολύ με κούρασες πάλι νύχτα. Κουράστηκα να σου αφιερώνω λέξεις στην σειρά. Κουράστηκα να σου αφιερώνω την ψυχή μου.  Κάποιες μέρες σαν και αυτή μου λείπεις. Θα επιστρέψεις όμως σε λίγο, το ελπίζω. Θα χαθώ πάλι στην ζεστασιά σου.

   Με ρωτάνε τόσο συχνά γιατί φοράω μαύρα. Και βγάζουν βιαστικά αβάσιμα συμπεράσματα για μένα. Άλλες φορές κρεμάω καρφιά στο σώμα μου. Αμύνομαι στα σκατά που κρύβετε μέσα σας και επιχειρείτε να μου πασάρετε. Άλλες φορές όμως, κρεμάω μαργαριτάρια στα αυτιά, τυλίγομαι με δαντέλες και πιάνω τα μαλλιά ψηλά. Και τότε αμύνομαι με άλλους τρόπους. Χαμογελώντας κρυφά και με χάρη.

  Με ρωτάνε λοιπόν γιατί. Κάποιες φορές χαμογελάω και δεν απαντάω. Κάποιες άλλες φορές όταν έχω πιει, σηκώνω ζαλισμένη το βλέμμα και λέω κάτι ηλίθιο του στιλ ''γιατί έτσι γουστάρω΄'. Όταν δεν είμαι καλά σκέφτομαι ότι χτύπησε φλέβα πάλι όποιος με ρώτησε και χαμηλώνω το κεφάλι σκοτεινιάζοντας.

  Γιατί φοράς μαύρα Δάφνη?

  Γιατί μου αρέσει να συμβολίζω το άγνωστο.

No comments:

Post a Comment