Έρχεται πάλι. Είναι κοντά μου, πιο κοντά μου από ποτέ. Τα μαλλιά μου χαιδεύουν τα μάγουλά της. Σφίγγει την ψυχή μου μέσα στα σφιγμένα χέρια της. Την συνθλίβει αργά. Την κάνει σκόνη. Και ύστερα την φυσάει στο πρόσωπό μου. Τινάζει τις μαύρες μπούκλες της πίσω. Και γελάει.
Αυτό που έρχεται είναι πιο μεγάλο και πιο βαθύ από ότι έχω αντιμετωπίσει ποτέ μου. Έρχεται από μέρη που δεν πίστευα ότι υπήρχαν μέσα μου. Κάτω από δέρμα και φλέβες. Πίσω από νεύρα και ιστούς. Βαθιά σκοτεινά μέρη. Σέρνεται πολύ καιρό για να ανέβει στο φως. Σέρνεται αδύναμα, αλλά με πίστη. Και φοβάμαι. Πρώτη φορά στην ζωή μου τρέμω από αγωνία. Φοβάμαι ότι θα είναι το τελευταίο.
Βρόμικες τουαλέτες. Ζωγραφισμένοι τοίχοι γύρω μου. Παγωμένα και υγρά πλακάκια. Και ένα αδύναμο κορμί ζητάει βοήθεια. Το δικό μου κορμί. Τα μέλη του παραλύουν. Το μυαλό του παραλύει. Η βούλησή του καταρρέει.
Πονάω. Πονάει και ο αέρας γύρω μου. Είναι βαρύς, αποπνικτικός. Πνίγομαι. Πνίγομαι στο ίδιο μου το είναι που με κατακλύζει. Πνίγομαι μέσα στην Δάφνη.
Εσύ ήξερες. Ήξερες τα πάντα. Διάβασες την αλήθεια στα μάτια μου από την πρώτη στιγμή. Ήξερες τι σκεφτόμουν όταν χαμογελούσα. Τις πιο κρυφές μου επιθυμίες. Το αρρωστημένο μου μυαλό απέξω. Τα πάντα ήξερες.
Ένα τραγούδι. Πώς μπορεί να σε πάει πίσω. Να σε αρπάξει από τα μαλλιά και να σε ρίξει σε έναν καναπέ, σε μια παραλία, σε ένα κρεβάτι, σε ένα μαγαζί, δίπλα στο άτομο με το οποίο το μοιράστηκες.
Όταν πρωτοακούσαμε εκείνο το τραγούδι μαζί, ήξερα? Ήξερες? Οι στίχοι σφυροκοπούσαν στα αυτιά μας. Το μέλλον το ίδιο ήταν γραμμένο σε αυτούς τους στίχους. Ούρλιαζε μπροστά στα μάτια μας. Μας προειδοποιούσε ίσως? Τα πράγματα έγιναν πολύ περίπλοκα τελικά όμως. Έπρεπε να γίνουν περίπλοκα. Δεν γινόταν αλλιώς.
Σκέφτομαι. Πονάω. Αναπνέω. Υπάρχω.
Κυκλικά γυρνάω πάλι σε αυτά τα τέσσερα ρήματα. Γυρνάω όλο και πιο γρήγορα.
Έρχεται η ώρα μου. Φτάνει η στιγμή. Πλησιάζει αργά. Δεν χρειάζεται να βιαστεί. Είμαι δική της από την στιγμή που γεννήθηκα. Της ανήκω.
Νιώθω σαν πληγωμένο παιδί αυτές τις μέρες. Λαβωμένο θανάσιμα. Ο τρόπος που μιλάω, που κινούμαι, που δίνω και παίρνω, είναι πλέον παιδικός. Λες και θέλω να επιστρέψω ασυνείδητα σε εποχές που δεν πόναγα. Που ταξίδευα. Ταξίδευα παντού.
Και θολαίνουν πάλι τα πάντα, όπως εκείνη την μέρα. Εισέρχεται στις φλέβες μου, κυλάει αργά στο αίμα μου, μουδιάζει την σκέψη μου και χωρίς να το καταλάβω χαμογελάω απαλά. Και κοιτάζω ψηλά. Γιατί εμείς οι άνθρωποι κοιτάζουμε ψηλά? Τι ψάχνουμε πάνω από εμάς? Πάνω από την ανθρώπινη ιδιότητα? Κάτι ανώτερο, μεγαλύτερο και καλύτερο για βοήθεια. Που θα χτυπήσει τα δάχτυλά του ρυθμικά και η ζωή μας θα γίνει ξαφνικά υπέροχη. Και δεν θα ζητήσει τίποτα ως αντάλλαγμα. Τίποτα.
Ζαλίζομαι. Μπερδεύω τις σκέψεις μου. Η ομιλία μου χάνεται σιγά σιγά. Είμαι ένα μεθυσμένο παιδί. Ένα παιδί που έχει μεθύσει με δηλητήριο. Πνίγεται από τα ίδια του τα χέρια.
Μακάρι να ήσουν ένα καρκίνωμα. Κάτι περιττό, ένα ενοχλητικό παράσιτο κολλημένο στο κορμί μου. Θα σε τράβαγα δυνατά μέχρι να ξεκολλήσεις τα μικρά σου λευκά χέρια από πάνω μου. Θα σε πετούσα μακριά. Πολύ πολύ μακριά μου. Θα ανάσαινα την απουσία σου. Τι όμορφη μυρωδιά η απουσία σου μικρή μου! Τι ανάλαφρος άνεμος ταξιδεύει στους πνεύμονές μου παιχνιδιάρικα! Μέχρι να διαπιστώσω πως δεν γίνεται να φύγεις. Και τότε με γεμίζεις πάλι. Δεν πιάνεσαι από πάνω μου. Με γεμίζεις σαν αερικό.
Μα εκεί που γεννήθηκες, εκεί και θα πεθάνεις. Στο ασθενικό μου μυαλό, στην παγωμένη μου σκέψη. Γιατί αυτό είναι τελικά.
Έχω παγιδευτεί στον εαυτό μου. Και δεν ξέρω πως να βρω την έξοδο.
Αυτό που έρχεται είναι πιο μεγάλο και πιο βαθύ από ότι έχω αντιμετωπίσει ποτέ μου. Έρχεται από μέρη που δεν πίστευα ότι υπήρχαν μέσα μου. Κάτω από δέρμα και φλέβες. Πίσω από νεύρα και ιστούς. Βαθιά σκοτεινά μέρη. Σέρνεται πολύ καιρό για να ανέβει στο φως. Σέρνεται αδύναμα, αλλά με πίστη. Και φοβάμαι. Πρώτη φορά στην ζωή μου τρέμω από αγωνία. Φοβάμαι ότι θα είναι το τελευταίο.
Βρόμικες τουαλέτες. Ζωγραφισμένοι τοίχοι γύρω μου. Παγωμένα και υγρά πλακάκια. Και ένα αδύναμο κορμί ζητάει βοήθεια. Το δικό μου κορμί. Τα μέλη του παραλύουν. Το μυαλό του παραλύει. Η βούλησή του καταρρέει.
Πονάω. Πονάει και ο αέρας γύρω μου. Είναι βαρύς, αποπνικτικός. Πνίγομαι. Πνίγομαι στο ίδιο μου το είναι που με κατακλύζει. Πνίγομαι μέσα στην Δάφνη.
Εσύ ήξερες. Ήξερες τα πάντα. Διάβασες την αλήθεια στα μάτια μου από την πρώτη στιγμή. Ήξερες τι σκεφτόμουν όταν χαμογελούσα. Τις πιο κρυφές μου επιθυμίες. Το αρρωστημένο μου μυαλό απέξω. Τα πάντα ήξερες.
Ένα τραγούδι. Πώς μπορεί να σε πάει πίσω. Να σε αρπάξει από τα μαλλιά και να σε ρίξει σε έναν καναπέ, σε μια παραλία, σε ένα κρεβάτι, σε ένα μαγαζί, δίπλα στο άτομο με το οποίο το μοιράστηκες.
Όταν πρωτοακούσαμε εκείνο το τραγούδι μαζί, ήξερα? Ήξερες? Οι στίχοι σφυροκοπούσαν στα αυτιά μας. Το μέλλον το ίδιο ήταν γραμμένο σε αυτούς τους στίχους. Ούρλιαζε μπροστά στα μάτια μας. Μας προειδοποιούσε ίσως? Τα πράγματα έγιναν πολύ περίπλοκα τελικά όμως. Έπρεπε να γίνουν περίπλοκα. Δεν γινόταν αλλιώς.
Σκέφτομαι. Πονάω. Αναπνέω. Υπάρχω.
Κυκλικά γυρνάω πάλι σε αυτά τα τέσσερα ρήματα. Γυρνάω όλο και πιο γρήγορα.
Έρχεται η ώρα μου. Φτάνει η στιγμή. Πλησιάζει αργά. Δεν χρειάζεται να βιαστεί. Είμαι δική της από την στιγμή που γεννήθηκα. Της ανήκω.
Νιώθω σαν πληγωμένο παιδί αυτές τις μέρες. Λαβωμένο θανάσιμα. Ο τρόπος που μιλάω, που κινούμαι, που δίνω και παίρνω, είναι πλέον παιδικός. Λες και θέλω να επιστρέψω ασυνείδητα σε εποχές που δεν πόναγα. Που ταξίδευα. Ταξίδευα παντού.
Και θολαίνουν πάλι τα πάντα, όπως εκείνη την μέρα. Εισέρχεται στις φλέβες μου, κυλάει αργά στο αίμα μου, μουδιάζει την σκέψη μου και χωρίς να το καταλάβω χαμογελάω απαλά. Και κοιτάζω ψηλά. Γιατί εμείς οι άνθρωποι κοιτάζουμε ψηλά? Τι ψάχνουμε πάνω από εμάς? Πάνω από την ανθρώπινη ιδιότητα? Κάτι ανώτερο, μεγαλύτερο και καλύτερο για βοήθεια. Που θα χτυπήσει τα δάχτυλά του ρυθμικά και η ζωή μας θα γίνει ξαφνικά υπέροχη. Και δεν θα ζητήσει τίποτα ως αντάλλαγμα. Τίποτα.
Ζαλίζομαι. Μπερδεύω τις σκέψεις μου. Η ομιλία μου χάνεται σιγά σιγά. Είμαι ένα μεθυσμένο παιδί. Ένα παιδί που έχει μεθύσει με δηλητήριο. Πνίγεται από τα ίδια του τα χέρια.
Μακάρι να ήσουν ένα καρκίνωμα. Κάτι περιττό, ένα ενοχλητικό παράσιτο κολλημένο στο κορμί μου. Θα σε τράβαγα δυνατά μέχρι να ξεκολλήσεις τα μικρά σου λευκά χέρια από πάνω μου. Θα σε πετούσα μακριά. Πολύ πολύ μακριά μου. Θα ανάσαινα την απουσία σου. Τι όμορφη μυρωδιά η απουσία σου μικρή μου! Τι ανάλαφρος άνεμος ταξιδεύει στους πνεύμονές μου παιχνιδιάρικα! Μέχρι να διαπιστώσω πως δεν γίνεται να φύγεις. Και τότε με γεμίζεις πάλι. Δεν πιάνεσαι από πάνω μου. Με γεμίζεις σαν αερικό.
Μα εκεί που γεννήθηκες, εκεί και θα πεθάνεις. Στο ασθενικό μου μυαλό, στην παγωμένη μου σκέψη. Γιατί αυτό είναι τελικά.
Έχω παγιδευτεί στον εαυτό μου. Και δεν ξέρω πως να βρω την έξοδο.
No comments:
Post a Comment