Sunday, November 6, 2011

Όταν δεν γνώριζα ακόμα

     Δεν φεύγει. Δεν πάει πουθενά αυτή η αίσθηση. Αυτή η πικρή γεύση μέσα μου, η στυφή αίσθηση του μέταλλου, η ξινή ιδιαίτερη γεύση του αίματος. Το αλμυρό των δακρύων μου.

 Εξακολουθώ να είμαι 18 και να νιώθω γερασμένη. Κουρασμένη. Ότι έχω εκπληρώσει οποιοδήποτε καθήκον μου σε αυτή την ζωή. Και πως είναι καιρός να φύγω.

  Και η ερώτηση είναι γιατί? Πώς είναι δυνατόν? Έφαγα μερικά χαστούκια από την ζωή και τα παρατάω? Φίλους πες ακόμα έχω. Παρέες και διασκέδαση, τα πάντα. Χαμογελάω. Θεέ μου, τεντώνω τους μυς τους στόματός μου πιο συχνά από ποτέ. Τους τραβάω ψηλά και δείχνω τα δόντια μου.

  Μα το ποτό έχει αρχίσει και κατεβαίνει δύσκολα στον λαιμό μου. Και το τσιγάρο πια με καίει, κάνει τα χείλια μου να τσούζουν και τον λαιμό μου να παραπονιέται.

  Ζούσα λοιπόν σε μια φούσκα. Και δεν είχα πραγματικά ανθρώπους γύρω μου, μόνο τις ιδέες τους. Ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Η τέλεια σχέση, οι τέλειοι κολλητοί. Και ξεροκέφαλη όπως είμαι, όταν μέσα σε ένα καλοκαίρι όλα κατάρρευσαν, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μετά από πέντε εφιαλτικά εφηβικά χρόνια, είχα περάσει έναν χρόνο που πίστευα ότι είχα τα πάντα. Τρίτη λυκείου. Και μέσα σε ένα καλοκαίρι τα έχασα. Όλα. Χάθηκαν σαν τον καπνό.

  Εκείνος ο ζαχαρωμένος χρόνος λοιπόν ήταν ένα διάλειμμα από την τρέλα και την παράνοια? Γιατί τώρα που τελείωσε επέστρεψα σιγά σιγά εκεί που είχα μείνει. Στην παγωμένη εφηβεία μου. Αλλά υποτίθεται πως έχω ωριμάσει τώρα. Πως έχω πάρει μαθήματα για το πως να χαλιναγωγώ τον εαυτό μου, να συγκρατώ τον καταστροφικό θυμό μου, να μην ξεσπάω βίαια σε άτομα που δεν φταίνε.

  Όμως κάθε φορά που ψάχνω λύσεις για το χάλι που είμαι τώρα, καταφεύγω πάλι στις λύσεις που κατέφευγα τότε. Εκείνες τις περίεργες μέρες όπου έκανα μόνη μου βόλτες στο δάσος. Οσφραινόμουν την έλλειψη ανθρώπων. Χανόμουν στο απέραντο του ουρανού. Γιόρταζα το ότι ήμουν μόνη.

 Είμαι όμως έτοιμη μετά από τόσα χρόνια να ξαναβρεθώ με τον εαυτό μου? Να νιώσω επιτέλους ξανά την φύση μέσα μου με εκείνον τον τόσο σκοτεινό και ακατανόητο τρόπο που το έκανα τότε?

 Κάτι τέτοιο θα είχε το τίμημά του. Το ίδιο που είχε και τότε και που με οδήγησε στην τρέλα.

  Και θα πονέσω πάλι. Όποιος δέχεται τα δώρα της νύχτας πονάει. Πρέπει να προσφέρει αντάλλαγμα σε εκείνη. Αν πάρω πάλι εκείνο το μονοπάτι, θα μπορέσω ποτέ να ζήσω πραγματικά? Να γίνω φυσιολογική?

  Τότε όμως. Τότε, εκείνες τις περίεργες ημέρες, ήμουν ελεύθερη. Γιατί δεν γνώριζα ακόμα.

No comments:

Post a Comment