Friday, October 29, 2010

Τα θυμάμαι όλα ακόμα. ΟΛΑ

      Θυμάμαι τα πάντα αγαπητή. Θυμάμαι τις ώρες,τις μέρες,τα ρούχα που φορούσα. Κάθε πράξη και μια σελίδα,βούρκος,όλο και πιο βαθιά. Την θυμάσαι αυτή την εποχή? Μαζί μου τα ζούσες όλα. Δεν νομίζω να κατάλαβες ποτέ τι σκατά έτρεχε με εμένα. Αλλά δεν πειράζει. Ήσουν εκεί. Συνέχεια.
    
    Θα έφτανα ψηλά. Θα πετούσα. Γιατί το πίστεψα τότε. Αυτό που ήμουν και αυτό που έγινα. Αυτό που κυνήγησα και αυτό που κατάφερα. Δύο χρόνια περάσαν. Όταν με άκουσες να κλαίω τότε δεν το είχες δει? Δεν μπορούσα πια να γυρίσω πίσω. Σπαρταρούσε στο δίχτυ του παρόντος μια μνήμη ζεστή,υπέροχη. Έπρεπε να φύγω μακριά της. Αν ούρλιαζα? Θα ξέφευγα? Δεν έπιασε ζωή μου. Φώναζα ξεσκίζοντας με την φωνή την σάρκα μου,κομμάτιαζα τα πάντα,έσκιζα κάθε μικρό θεικό δώρο.

     Την θυμάμαι αυτή την νύχτα. Θυμάμαι ποια μέρα του χειμώνα ήταν. Θυμάμαι την ώρα. Θυμάμαι τα ρούχα που φορούσα. Εκείνο το μπλουζάκι που είχα δανειστεί από την Μαριάννα. Όταν όλα τελείωσαν δεν τολμούσα να το αγγίξω. Φοβόμουν πως θα με έσερνε μαζί του πάλι στο προηγούμενο βράδι,σε εκείνο το σημείο.
    
    Θυμάμαι και εκείνη την άλλη μέρα. Πικρόγλυκη υφή. Η ψευδαίσθηση του ναι. Θυμάμαι πάλι μέρα και ώρα. Τα πάντα,κάθε λέξη,κάθε ανάσα,τα πάντα. Θυμάμαι και το μαχαίρι στο κορμί μου.

        Θυμάμαι τα πάντα. Όταν χανόμουν αγάπη μου. Και δεν ήξερες πως να μαζέψεις τα κομμάτια μου. Δεν ήθελα κανέναν. Δεν χρειαζόμουν κανέναν. Είχα το μπουκάλι δίπλα μου,φίλο ξεχωριστό,σιωπηλό. Δεν θα έκρινε ποτέ. Θα είχα πάντα δίκιο για εκείνο. Θα με έστελνε εκεί που θα μπορούσα να γίνω ότι θέλω. Εκεί που τα χρώματα μπερδεύονται και οι φωνές γυαλίζουν στα τζάμια. Κάθε μέρα ήταν εκεί λοιπόν,περίμενε τα χείλια μου να κολλήσουν στην ελπίδα του. Και ύστερα,ο χορός των αναρίθμητων τσιγάρων. Το ταξίδι του καπνού μέσα μου,σύντομο αλλά και ατελείωτο συνάμα,ατελείωτες μηχανικές κινήσεις,σορός από σβησμένα τσιγάρα.

      Να κοιτάω και να μην βλέπω. Δεν ήθελα να δω. Δεν είχα ανάγκη να δω. Πως κατάφερες και με έκανες καλά τότε? Όταν δεν υπήρχε τίποτα και κανείς να πιαστώ. Βούλιαζαν τα πάντα,όλο μου το είναι.
   
       Είχε πλάκα το πως χαμογελούσαμε μαζί. Ήξερες εκείνο το βράδι? Ήξερες τα κόκκινα στίγματα του μυαλού μου? Σηματοδότησε μια νέα εποχή,μια εποχή κατρακύλας? Άπειρα τσιγάρα,άπειρες γουλιές,ανάγκη για μέθη.

Ανάγκη για λήθη.