Friday, December 30, 2011

2012

   Ήρθε, μετά από τόσο καιρό. Ήρθε, σύρθηκε υπομονετικά αλλά ήρθε. Με πότισε ηδονικά. Μου άνοιξε τα μάτια, και μου είπε ''κοίταξε τα χέρια σου''.

   Βρισκόταν εκεί. Δύναμη. Άλλες φορές παλλόταν σαν να είχε ζωή από μόνη της, άλλες φορές έτρεχε από τα χέρια μου άφθονη. Ήταν εκεί όμως. Μετά από τόσον καιρό ήταν εκεί. Δεν χαμογέλασα απλά. Το στόμα μου άνοιξε σε ένα άγριο ξέσπασμα χαράς. Ήταν εκεί!

  Και χτες το βράδι, σου άπλωσα το χέρι, θυμάσαι? Σε ένιωσα να αναδεύεσαι στις σκιές μακριά μου. Κοίταξα προς το μέρος σου. Αν και ήσουν μακριά και το δωμάτιό μου σκοτεινό, μπορούσα να δω τα λευκά σου χέρια να κουνιούνται ρυθμικά, σαν να με χαιρέταγες. Ήσουν εκεί, μετά από τόσο καιρό! Δική μου. Και θυμάσαι πως αντέδρασα όταν σε είδα? Χαρά. Ανείπωτη χαρά. Και χωρίς να το πολυσκεφτώ, σου άπλωσα το χέρι όπως τότε. Και γίναμε ένα.

  Αυτή την φορά είναι διαφορετικό. Μπορώ να ελέγξω όσα μου έδωσες. Μπορώ να τα κρύψω βαθιά μέσα μου και να τα βγάλω προς τα έξω όποτε θέλω. Τέλος τα ξεσπάσματα. Εγώ κάνω κουμάντο τώρα.

  Αυτή την φορά είναι διαφορετικό. Λες και όλος ο πόνος αυτών των χρόνων συσσωρεύτηκε για να δημιουργήσει κάτι ανώτερο. Τα σχοινιά με τα οποία θα παίξω το κουκλοθέατρό μου. Ήσυχα και χωρίς να λερώσω πουθενά. Δεν θα το καταλάβει κανείς.

      Αυτή η κούραση επέφερε αναγέννηση. Ξαναγεννιέμαι την νέα χρονιά. Πιο δυνατή, πιο σίγουρη.

             Και πιο μακριά από ποτέ από το να αποκτήσω μια φυσιολογική καθημερινότητα.

Είναι το τίμημα.

Thursday, December 22, 2011

Αξίζει?

 (Σταμάτα να διαβάζεις το μπλογκ μου, καταντάει γελοίο και αξιολύπητο. Αν έχεις τα κότσια έλα να με ρωτήσεις από κοντά τι κάνω και πως είμαι.)


  Για αυτό δεν έχω να πω πολλά. Έτσουξε, ναι. Η μεγαλύτερη ίσως προδοσία που έχω φάει στην ζωή μου. Αλλά κανονικά δεν πρέπει να με νοιάζει.

Έτσι δεν είναι?

Έι, εσύ! Αδιάφορε, μακρινέ, μισητέ! Τα σκουπίδια στα οποία μετέτρεψες τα πάντα, δεν νομίζω να μπορείς να τα ξαναβρείς. Είναι σκουπίδια για σένα, έτσι δεν είναι? Τα σκουπίδια χάνονται. Για αυτό τα πετάμε.


   Ο κόσμος. Τα φώτα. Παγωμένα μακρινά φώτα. Παγωμένα τα πάντα. Παγωμένη η ίδια μου η ύπαρξη. Οι λέξεις τώρα πια γλιστράνε. Γλιστράνε και λιώνουν στο πάτωμα. Σβήνουν. Δεν υπάρχει δύναμη μέσα μου για να ζήσουν. Δεν μπορώ να γράψω.

Αξίζει τελικά να περιμένεις για κάτι?

Αξίζει να ελπίζεις?

Να πιστεύεις?

Να χαμογελάς?

Να ενθουσιάζεσαι σε έναν κόσμο που φλέγεται?

Να προσπαθείς ξανά?

Να ανακαλύπτεις ένα ξένο σώμα?

Να ελπίζεις. Να ελπίζεις. Καθημερινά.



Να αναγεννιέσαι από τις στάχτες σου.




Sunday, December 18, 2011

Παράνοια.

     Έρχεται πάλι. Είναι κοντά μου, πιο κοντά μου από ποτέ. Τα μαλλιά μου χαιδεύουν τα μάγουλά της. Σφίγγει την ψυχή μου μέσα στα σφιγμένα χέρια της. Την συνθλίβει αργά. Την κάνει σκόνη. Και ύστερα την φυσάει στο πρόσωπό μου. Τινάζει τις μαύρες μπούκλες της πίσω. Και γελάει.

     Αυτό που έρχεται είναι πιο μεγάλο και πιο βαθύ από ότι έχω αντιμετωπίσει ποτέ μου. Έρχεται από μέρη που δεν πίστευα ότι υπήρχαν μέσα μου. Κάτω από δέρμα και φλέβες. Πίσω από νεύρα και ιστούς. Βαθιά σκοτεινά μέρη. Σέρνεται πολύ καιρό για να ανέβει στο φως. Σέρνεται αδύναμα, αλλά με πίστη. Και φοβάμαι. Πρώτη φορά στην ζωή μου τρέμω από αγωνία. Φοβάμαι ότι θα είναι το τελευταίο.

     Βρόμικες τουαλέτες. Ζωγραφισμένοι τοίχοι γύρω μου. Παγωμένα και υγρά πλακάκια. Και ένα αδύναμο κορμί ζητάει βοήθεια. Το δικό μου κορμί. Τα μέλη του παραλύουν. Το μυαλό του παραλύει. Η βούλησή του καταρρέει.

    Πονάω. Πονάει και ο αέρας γύρω μου. Είναι βαρύς, αποπνικτικός. Πνίγομαι. Πνίγομαι στο ίδιο μου το είναι που με κατακλύζει. Πνίγομαι μέσα στην Δάφνη.

    Εσύ ήξερες. Ήξερες τα πάντα. Διάβασες την αλήθεια στα μάτια μου από την πρώτη στιγμή. Ήξερες τι σκεφτόμουν όταν χαμογελούσα. Τις πιο κρυφές μου επιθυμίες. Το αρρωστημένο μου μυαλό απέξω. Τα πάντα ήξερες.

    Ένα τραγούδι. Πώς μπορεί να σε πάει πίσω. Να σε αρπάξει από τα μαλλιά και να σε ρίξει σε έναν καναπέ, σε μια παραλία, σε ένα κρεβάτι, σε ένα μαγαζί, δίπλα στο άτομο με το οποίο το μοιράστηκες.

   Όταν πρωτοακούσαμε εκείνο το τραγούδι μαζί, ήξερα? Ήξερες? Οι στίχοι σφυροκοπούσαν στα αυτιά μας. Το μέλλον το ίδιο ήταν γραμμένο σε αυτούς τους στίχους. Ούρλιαζε μπροστά στα μάτια μας. Μας προειδοποιούσε ίσως? Τα πράγματα έγιναν πολύ περίπλοκα τελικά όμως. Έπρεπε να γίνουν περίπλοκα. Δεν γινόταν αλλιώς.

   Σκέφτομαι. Πονάω. Αναπνέω. Υπάρχω.

   Κυκλικά γυρνάω πάλι σε αυτά τα τέσσερα ρήματα. Γυρνάω όλο και πιο γρήγορα.

 Έρχεται η ώρα μου. Φτάνει η στιγμή. Πλησιάζει αργά. Δεν χρειάζεται να βιαστεί. Είμαι δική της από την στιγμή που γεννήθηκα. Της ανήκω.

  Νιώθω σαν πληγωμένο παιδί αυτές τις μέρες. Λαβωμένο θανάσιμα. Ο τρόπος που μιλάω, που κινούμαι, που δίνω και παίρνω, είναι πλέον παιδικός. Λες και θέλω να επιστρέψω ασυνείδητα σε εποχές που δεν πόναγα. Που ταξίδευα. Ταξίδευα παντού.

   Και θολαίνουν πάλι τα πάντα, όπως εκείνη την μέρα. Εισέρχεται στις φλέβες μου, κυλάει αργά στο αίμα μου, μουδιάζει την σκέψη μου και χωρίς να το καταλάβω χαμογελάω απαλά. Και κοιτάζω ψηλά. Γιατί εμείς οι άνθρωποι κοιτάζουμε ψηλά? Τι ψάχνουμε πάνω από εμάς? Πάνω από την ανθρώπινη ιδιότητα? Κάτι ανώτερο, μεγαλύτερο και καλύτερο για βοήθεια. Που θα χτυπήσει τα δάχτυλά του ρυθμικά και η ζωή μας θα γίνει ξαφνικά υπέροχη. Και δεν θα ζητήσει τίποτα ως αντάλλαγμα. Τίποτα.

  Ζαλίζομαι. Μπερδεύω τις σκέψεις μου. Η ομιλία μου χάνεται σιγά σιγά. Είμαι ένα μεθυσμένο παιδί. Ένα παιδί που έχει μεθύσει με δηλητήριο. Πνίγεται από τα ίδια του τα χέρια.

  Μακάρι να ήσουν ένα καρκίνωμα. Κάτι περιττό, ένα ενοχλητικό παράσιτο κολλημένο στο κορμί μου. Θα σε τράβαγα δυνατά μέχρι να ξεκολλήσεις τα μικρά σου λευκά χέρια από πάνω μου. Θα σε πετούσα μακριά. Πολύ πολύ μακριά μου. Θα ανάσαινα την απουσία σου. Τι όμορφη μυρωδιά η απουσία σου μικρή μου! Τι ανάλαφρος άνεμος ταξιδεύει στους πνεύμονές μου παιχνιδιάρικα! Μέχρι να διαπιστώσω πως δεν γίνεται να φύγεις. Και τότε με γεμίζεις πάλι. Δεν πιάνεσαι από πάνω μου. Με γεμίζεις σαν αερικό.

  Μα εκεί που γεννήθηκες, εκεί και θα πεθάνεις. Στο ασθενικό μου μυαλό, στην παγωμένη μου σκέψη. Γιατί αυτό είναι τελικά.

  Έχω παγιδευτεί στον εαυτό μου. Και δεν ξέρω πως να βρω την έξοδο.

Wednesday, December 14, 2011

Τα χέρια της

    Γυρίζω πάλι παραληρώντας σε εσάς σήμερα. Τους εύθραυστους φίλους μου κρυμμένους στις σκιές. Που δεν μπορώ πια να αγγίξω. Δεν μπορώ πια να νιώσω. Δεν μπορώ πια να χορέψω μαζί τους. Μεγάλωσα.

   Και στην βασίλισσά τους, που τόσο βαθιά χαράχτηκε σε κάθε πτυχή της ψυχής μου. Την τρομακτική βασίλισσά σας, εκείνο το παιδί, το λιπόσαρκο κοριτσάκι με τα κατάλευκα χέρια. Τις κόρες των ματιών της άδειες. Και το πιο αθώο χαμόγελο που μπορούσε να δει ποτέ κανείς σε πλάσμα της νύχτας.

   Και εμένα να την αγκαλιάζω στοργικά. Να κουλουριάζομαι γύρω της και να δέχομαι τα χέρια της στον λαιμό μου. Γιατί ποτέ δεν με έπνιξαν εκείνα τα χέρια. Ποτέ. Εγώ τα τύλιγα ευλαβικά γύρω από το σώμα μου. Εγώ την καλούσα ουρλιάζοντας όταν ο πόνος πότιζε τα νεύρα του κορμιού μου. Εγώ την δημιούργησα. Και με την σειρά μου, εγώ την σκότωσα.

   Γιατί σε ζητάω, αγαπημένη? Γιατί θέλω να επιστρέψω σε εκείνες τις μαύρες ημέρες? Όταν δεν ήξερα τι είναι αλήθεια και τι ψευδαίσθηση.

   Δεν μπορώ να γράψω πια.

Οι λέξεις δεν παίρνουν την θέση που θέλω. Δεν βγάζουν τα μηνύματα που θέλω. Δεν φτιάχνουν πια εικόνες.

  Απλά υπάρχουν στην σειρά. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Απλά να περιμένω να μπορέσω να γράψω. Να περιμένω εκείνη.

Το θυμάμαι αυτό το κείμενο. Θυμάμαι την μέρα που το έγραψα. Σχεδόν τέτοια μέρα πέρυσι ήταν. Άλλη μια δύσκολη μέρα.

  ''Και αναρωτιέσαι,κάτω από το φως της λάμπας,το φως της φωτιάς στο τζάκι,το φως των ματιών απέναντι σου,αναρωτιέσαι εάν τα άφησες όλα πίσω. Εκείνο το αδιόρατο μεθύσι της ψυχής,υπό νότες θανάτου,αναθυμιάσεις έρωτα και λευκών γυμνών κορμιών αλυσοδεμένων,κορμιών τσακισμένων,ματωμένων,υπέροχη η κατάρα της φθοράς, να σπαράζουν νοσηρά. Και το ζευγάρι μάτια που σε κοιτάζουν ανήκουν σε ένα ξεχασμένο κομμάτι σου,που απαρνήθηκες καιρό τώρα. Γιατί κανένας δεν είδε ποτέ την Κόλαση. Την νιώθεις στο πετσί σου,σε ξεσκίζει,σε κάνει να ουρλιάζεις δυνατά και να ψιθυρίζεις πονηρά,σε αφήνει να πλανιέσαι άυλη,σαν να μην έχεις σώμα. Γιατί όλα φωτίζουν πλέον,φωτίζουν,άσπρα μπλε και κίτρινα φώτα,φώτα που σου δίνουν χαρά,χαρά χαρά. Φώτα που σε εκνευρίζουν.
Αυτή η μάζα που σε περιυκλώνει από παντού. Την απαρνήθηκες καιρό πριν,για ένα χρυσό κλουβί,για μια αιωνιότητα στο τίποτα. Και να ένας δρόμος,μαγαζιά,φώτα και άνθρωποι,άνθρωποι τόσο ξένοι,τόσο γεμάτοι,τόσο ροζ,αφράτοι και στρουμπουλοί,με την κοιλιά γεμάτη κρέας και χόρτα,με απαίσια λευκά χαμόγελα, και εσύ τόσο άδειος,είναι παντού γύρω σου και σε πνίγουν,και εσύ ξαναβλέπεις αυτό το ζευγάρι μάτια,φοράει λευκό φόρεμα,ματωμένο από τα χρόνια,σε κοιτάει,δεν μιλάει,απλά σε κοιτάει και περιμένει. Ξέρει πως η παρουσία της και μόνο ξυπνάει αναμνήσεις.
Είχε τόσο λευκό δέρμα,που φάνταζε διάφανο,εύθραυστο,γεμάτο νιφάδες. Τόσο παιδικά χείλη,κόκκινα,σε πλήρη αντίθεση με τα πορσελάνινα μάγουλά της,και τόσο ώριμα μάτια,άσπρα κατάλευκα,δεν υπήρχε κόρη να σε καρφώσει δυνητικά,ήταν τόσο άδεια που σε τρόμαζαν,αράχνες κούρνιαζαν,φώλιαζαν. Και καθόταν τότε και έπαιζε μαζί σου,σου φόραγε μακριά φουστάνια,μετάξι και βελούδο,σε κουκούλωνε με πολύτιμα υφάσματα μέχρι το πρόσωπο,υπέροχες υφές και χρώματα που σε έπνιγαν,κάλυπτε το δέρμα σου με το λευκό του ουρανού,τα δάχτυλά σου με το ασήμι της νύχτας. Δεν χρειαζόσουν τίποτε άλλο,ω ναι,δεν χρειάστηκες ποτέ φώτα όσο είχες εκείνη,όσο ήσουν βυθισμένη σε ένα βουνό από μαξιλάρια κεντημένα από σελήνη,από σεντόνια,κοσμήματα και καπνούς χρωματιστούς της Ανατολής,αρώματα που ζαλίζουν,και μια κούπα με ένα βαθυκόκκινο υγρό που φώναζε άνθρωπος.
Αλλά τώρα έχεις τα φώτα. Και όταν σβήνουν εμφανίζεται πάλι εκείνη,τεντώνοντας το στόμα της σε μια απελπισμένη κραυγή που αρχίζει από κλάμα και κλιμακώνεται σε αλύχτισμα ζώου,έτσι που πετάγονται οι φλέβες στο κουρασμένο πρόσωπο της,χώνει τα νύχια της στο πρόσωπό της και το σκίζει απαλά,σφίγγει τα μάτια και στάζουν αλμυρό νερό,ορθώνονται τα σγουρά μαλλιά της και το σώμα της παραδίνεται στον χορό που ακολουθεί την κραυγή της,γιατί σου ουρλιάζει,μέσα στα αυτιά σου σφυροκοπάει ασταμάτητα η παιδική κραυγή της,τόσος πόνος στο κλάμα της,σε παρακαλάει να γυρίσεις,και έπειρα κατάρες,και ένα ήρεμο χαμόγελο θυμού ''Είσαι δική μου''. Και ξέρεις πως ότι άφησες πίσω σου κρατιέται ακόμα καλά από την άκρη του φορέματος σου,απλώνει τα λευκά λιπόσαρκα χέρια του απελπισμένα και σκαρφαλώνει ανυπόμονα με μανιασμένα μάτια,γρήγορα προς τον κόρφο σου,χαράζει χαρούμενα το κορμί σου,φιλάει το λαιμό σου,αφήνει έναν ηδονικό αναστεναγμό και ξανακατεβαίνει,αλλά δεν σταματάει ποτέ να κρεμιέται μητρικά από τα άκρα σου,και το σέρνεις παντού μαζί σου,αυτό το φρικτό τόσο οικείο πρόσωπο,αυτό το αγαπημένο κορίτσι που σου έδειξε εκστασιασμένο τον χορό της βροχής και μαζί σου ανακάλυψε το ταξίδι του αίματος στις φλέβες.

Είναι ακόμα εκεί και περιμένει''

 

Sunday, December 11, 2011

To λάθος

      Από αυτές τις στιγμές στην ζωή που πανικοβάλλεσαι από τα πιο απλά πράγματα. Που βουλιάζεις και ξέρεις ότι εσύ ο ίδιος έσπρωξες τον εαυτό σου στο νερό. Και αναρωτιέσαι τότε, τι έκανες λάθος?

   Λάθος. Εγώ η ίδια υπήρξα λάθος από μόνη μου. Και επέλεξα τέτοιους δρόμους. Λανθασμένους. Η αιώνια κατάρα. Τρέχει πάνω στο δέρμα μου. Χαιδεύει απαλά τα μαλλιά μου. Και εγώ την κοιτάζω στα μάτια. Και δεν νιώθω τίποτα.

   Τι κάνω λάθος λοιπόν τόσα χρόνια? Φταίει αυτή η ακατανίκητη ανάγκη για αλήθεια? Η ανάγκη μιας ξένης αγκαλιάς? Της ζεστασιάς ενός άλλου ανθρώπου κοντά μου? Της ασφάλειας?

  Τι κάνω λάθος λοιπόν? Δεν μπορώ να καταλάβω. Δεν μπορώ να σχηματίσω προτάσεις. Δεν μπορώ πια να γράψω.

Wednesday, December 7, 2011

Ας βρέξει

    Περίμενα το λεωφορείο σήμερα. Κουρασμένη όπως πάντα μετά από σχολή, βαριεστημένη και με σχετικά κακή διάθεση.

   Και ξαφνικά φύσηξε. Φύσηξε πολύ δυνατά. Σαν να είχα καιρό να νιώσω άνεμο να μαστιγώνει το πρόσωπό μου. Φύσηξε μέσα μου. Κύλησε στις φλέβες μου, αιθέριο ανάλαφρο αίμα. Είδα την σκόνη να σηκώνεται σαν θύελλα, κιτρινιασμένα φύλλα από δέντρα να χορεύουν αλαφιασμένα μπροστά μου. Χόρευαν και με ήθελαν μαζί τους. Ο ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά και ένα μπουμπουνητό τάραξε την ησυχία. Κοίταξα ψηλά. Και δέχτηκα την πρώτη σταγόνα.

   Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησε αυτή η σκηνή ένιωσα να γεμίζω μετά από πολύ καιρό. Δεν ξέρω με τι, απλά ένιωσα γεμάτη. Χαμογέλασα αχνά. Λες και οι ουρανοί μου κλείναν το μάτι.

  Πήρα βαθιά ανάσα. Εξέπνευσα και έβγαλα από μέσα μου μαύρο καπνό. Η ψυχή μου κάπνιζε πάλι. Κάπνιζε και καιγόταν αργά. Τα αποκαίδια της και οι στάχτες τρέχαν μέσα στον άνεμο. Τον μαύρο καπνό. Τον έβγαλα όλον από μέσα μου. Και μετά γαλήνεψα. Ένιωσα ήρεμη. Σίγουρη. Κοίταξα ψηλά πάλι και τα μάτια μου απήγγειλαν ηχηρά:

  Ας βρέξει πόνος! Ας βρέξει αίμα ιερό! Ας βρέξει πίκρα και ας ποτίσει το κορμί μας! Αγανάκτηση του Αιόλου, είσαι πια δική μου! Μέσω εμένα ξεσπάς, ορμάς και καταστρέφεις! Ας βρέξει λοιπόν!

Θα είμαι έτοιμη.

 Ακόμα σ'ένα φίλημα
σ'ερωτικό μεθύσι
τα χείλη μου προσφέρω

Monday, December 5, 2011

Μακάρι

Gypsy, sittin lookin pretty
A broken rose with laughin' eyes
You're a mystery
Always runnin' wild
Like a child without a home
You're always searchin'
Searchin for a feelin'
But it's easy come and easy go
You're such a secret
Misty eyed and shady
Baby, how you hold the key
Oh, you're like a candle
Your flame slowly fadin'

Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν για μένα. Οι στίχοι αυτοί ξέρουν τι συμβαίνει. Καλύτερα και από εμένα ίσως.

Υπάρχουν φορές στην ζωή που απλά λες ασυνείδητα στον εαυτό σου ''πρέπει να νιώσεις καλά'', ''είσαι υποχρεωμένη να νιώσεις καλά''. Αλλά δεν γίνεται. Διψάς, διψάς τόσο πολύ και δεν σε ξεδιψά κανένα νέκταρ μαγικό, καμία υποψία νερού παγωμένου. Θέλεις απλά να βάλεις ένα τέλος. Όχι σε σένα. Για κανέναν λόγο. Αγαπάς τον εαυτό σου υπερβολικά, και ας τον βλέπεις να χάνεται. Γιατί είσαι το τελευταίο άτομο που θα δεχτεί να κρατηθεί και από το τελευταίο σάπιο κομματάκι του εαυτού σου που πέφτει στο πάτωμα. Κανένας άλλος.

  Ένα τέλος στον πόνο. Μια λήθη αιώνια. Αρμονική. Ισορροπημένη. Για μια φορά στην ζωή μου, λίγη ισορροπία. Γιατί δεν αντέχεις άλλο κάθε μέρα να αποτελεί μαρτύριο.

  Άτομα από το παρελθόν. Λες να βοηθούσαν? Όχι. Το πολύ πολύ να θρέφαν για άλλη μια φορά τις ψευδαισθήσεις μου. Να με βάζαν πάλι στην όμορφη φούσκα μου. Να με κάναν να πιστέψω πως όλα θα είναι όπως τότε. Τι να τα κάνω αυτά τα άτομα? Με έχουν εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό έτσι και αλλιώς.

  Πλέον δεν ξέρω που πάω. Δεν ξέρω τι ψάχνω. Απλά υπάρχω. Ξοδεύω χώρο και οξυγόνο με την παρουσία μου.

  Ίσως τελικά είναι στο χέρι μου να αλλάξουν τα πάντα. Ίσως τελικά εάν πω ''πρέπει να χαμογελάσω'' να τα καταφέρω. Ή απλώς να προσπαθήσω να ελαφρύνω αυτό το τεράστιο βάρος που κουβαλάω τόσο καιρό μέσα μου. Να χτυπήσω ρυθμικά τα δάχτυλά μου και να νιώσω αέρινη μέσα μου. Να βγω στον δρόμο χωρίς αυτόν τον πόνο στην ψυχή μου.

  Ή απλά δεν γίνεται. Ας περιμένω λοιπόν. Ας περιμένω όσα χρόνια θα έρθουν.
 
 Θα ανάψω τσιγάρο. Με την ίδια απάθεια που ανάβω τσιγάρο τους τελευταίους 3 μήνες. Θα κλείσω τα μάτια καθώς ο καπνός θα διασχίζει το είναι μου. Θα χτενίσω τα μαλλιά μου. Όπως τα χτένιζε εκείνος. Με αγάπη. Θα βάψω τα χείλια μου σκούρα. Συμβολίζοντας αλλιώτικους προορισμούς και ταξίδια. Θα αφήσω το μαύρο χρώμα να ντύσει το κορμί μου για άλλη μια φορά με κατανόηση. Θα τραβήξω μηχανικά τις άκρες των χειλιών μου μέχρι να φανούν τα δόντια μου. Θα προβάρω αυτή την παρωδία στον καθρέφτη μου. Θα την κρατήσω εκεί ψηλά, αυτήν την παρωδία χαμόγελου. Θα γελάσω αληθινά τότε. Μόνο όταν κοιτάω τον εαυτό μου γελάω αληθινά.

   Και θα βγω στον δρόμο, εκεί που το κρύο δεν σε αφήνει να σκεφτείς. Παγώνει τις σκέψεις σου και σε προστάζει να προχωρήσεις μπροστά. Όλα πέφτουν στον υγρό δρόμο, γίνονται ένας αχταρμάς. Και το κρύο είναι εκείνο που σε κάνει να σκεφτείς, όταν μπαίνεις κάπου πιο ζεστά ''Μήπως να τα γαμήσω όλα? Οτιδήποτε είχα δεδομένο στην βολεμένη ζωούλα μου? Μήπως είναι καιρός να ταρακουνήσω μόνη μου την στάσιμη πορεία μου? Να κάνω κάτι τόσο τρελό, τόσο ανήκουστο, ή ακόμα κάτι τόσο απλό και κρυφό, που θα δώσει νόημα σε αυτό που ονομάζουν ζωή μου?''

Και μετά?


Μακάρι να υπήρχε κάποιος που να μπορούσε να δει.
Μακάρι
Μακάρι
Μακάρι

Friday, December 2, 2011

Π+Α

   Είχα καιρό να γράψω. Είχα καιρό να βρω λέξεις για να γράψω. Λέξεις, σημεία,σύμβολα. Οτιδήποτε. Γράμματα στην σειρά. Προτάσεις. Θαυμαστικά και αποσιωπητικά. Αποσιωπητικά. Σιωπή. Δεν μπορούσα να γράψω.

   Πονάω. Θα μπορούσα να γεμίσω όλη την σελίδα με αυτό το ρήμα. Συνέχεια. Κολλημένα ''πονάω'' μεταξύ τους. Ίσως και το γράμμα άλφα. Άπειρα άλφα στην σειρά. Αέναο ουρλιαχτό.

   Είναι κάτι στιγμές που γυρνάς πίσω σε παιδικές ανάγκες. Όταν δεν έχεις τίποτα και το μόνο που θες να φωνάξεις είναι ''μαμά βοήθεια''. Ακούγεται τόσο χαζό, τόσο ασήμαντο, αλλά είναι το μόνο που θες να φωνάξεις. Ταυτόχρονα όμως είναι το μόνο που δεν θα ακουστεί.

    Κουράστηκα. Κουράστηκα να μαζεύω τον εαυτό μου από το πάτωμα. Κουράστηκα να σκουπίζω τα κλάματά μου μόνη μου. Κουράστηκα να καθαρίζω το χάος που αφήνω γύρω μου κάθε φορά χωρίς κανέναν δίπλα μου να μου πει πως να το κάνω. Κουράστηκα να γελάω φωνάζοντας σε στιγμές που θα έπρεπε να πανικοβάλλομαι και να κλαίω. Κουράστηκα να μην μπορώ να γελάσω με τα αστεία σας. Να μην μπορώ να αγαπήσω την ολόιδια μάζα που αποτελείτε για μένα.

     Πάλι μου έπιασες το χέρι απαλά. Και εγώ υποτίθεται πως πρέπει να νιώσω ζεστασιά έτσι δεν είναι? Πάγο νιώθω μέσα μου. Μέχρι να σπάσει. Και να δεις έκπληκτος τι πραγματικά είμαι.

    Και μετά πάλι ηρεμία. Κλείνω τα μάτια και ηρεμώ για λίγο. Κουλουριάζομαι στο κρεβάτι μου και κρύβομαι κάτω από την κουβέρτα. Στον ζεστό μικρό μου κόσμο. Επιτέλους! Κάτι δικό μου.

   Χρειάζομαι. Αυτή η λέξη πλέον δεν έχει αντικείμενο. Δεν έχω τι να βάλω μετά. Απλά χρειάζομαι. Τα πάντα ίσως. Και ρουφάω με μανία προσπαθώντας να νιώσω κάτι. Να νιώσω λίγο ζωντανή. Να νιώσω ότι υπάρχω και ότι δεν αιωρούμαι στο κενό.

   Θέλω να σπάσω κάτι. Να πονέσω κάποιον. Να πονέσω εμένα ίσως.

   Πόσα χρόνια ακόμη θα αντέξω να ζω έτσι?

   Γιατί να πρέπει να αντέξω κάτι τέτοιο?

   Σταματήστε να μου χαμογελάτε. Σταματήστε να αγγίζεται το κορμί μου. Πάρτε τα χέρια σας μακριά μου. Σας βαρέθηκα.

Άμορφες κούκλες με κομμένα σχοινιά. Κουράστηκα. Θέλω λίγο άνεμο πάλι. Τόσα χρόνια κούναγα αυτά τα σχοινιά. Όχι άλλο.

Σας παρακαλώ, για μια φορά παίξτε μαζί μου. Κουράστηκα να παίζω μαζί σας.

Wednesday, November 23, 2011

Εκείνη

    Χρειάζομαι ένα ταξίδι. Κάτι, οτιδήποτε. Χρειάζομαι φύση και δάσος. Μου έπεσαν πολλά μαζί.

 Χρειάζομαι θάλασσα και άνεμο. Νικοτίνη και αλκοόλ στις φλέβες μου. Θολωμένη ματιά και ζαλισμένο βήμα. Θέλω να μυρίσω ξανά την απουσία των ανθρώπων γύρω μου.

  Θέλω να τρέξω. Και να μην τολμήσει κανείς να με ακολουθήσει. Να τρέξω μακριά σας ελεύθερη. Εκεί που πηγαίνω δεν υπάρχει γυρισμός. Έχω πάρει την απόφασή μου εδώ και πολύ καιρό.

   Θέλω να μπορώ με ένα βλέμμα μου να ξέρω τι κρύβετε μέσα σας. Να εξουσιάζω την διάθεσή σας. Να γελάω με την ανθρώπινη ουσία που σας κρατάει στο έδαφος. Να γίνω πάλι η μάγισσα του μυαλού μου.

   Τόσο πολύ αίμα. Δεν περιγράφεται πια. Καλύπτει τα πάντα τόσο γρήγορα. Τίποτα δεν μένει λευκό στο πέρασμά του. Τίποτα δεν μένει καθαρό. Ούτε η μουσική το διώχνει, ούτε εγώ ούτε τίποτα. Πνίγομαι στο ίδιο μου το αίμα.

    Ο πόνος ωριμάζει. Ριζώνει βαθιά μέσα μου. Από οξύς έγινε αμβλύς. Τώρα καταλαμβάνει κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο. Με ποτίζει αργά.

   Είναι τρελό, αλλά μου λείπουν τα μάτια της. Είναι απαράδεκτο, αλλά αποζητώ την σκιά της όταν σβήνουν τα φώτα. Κατά κάποιο τρόπο με έκανε να νιώθω ζωντανή. Ακόμα και αν με έπνιγαν, τουλάχιστον ένιωθα χέρια στον λαιμό μου. Ήταν παγωμένα και τραχιά, αλλά ήταν χέρια. Σημάδι ανθρώπου.

  Θέλω να έρθει και να μου ψιθυρίσει πάλι πως είμαι δική της. Κάποιες φορές δεν χρειαζόταν καν να το πει, απλά χαμογελούσε με σιγουριά και κουλουριαζόταν στο κρεβάτι δίπλα μου. Δεν την έδιωξα ποτέ από δίπλα μου. Άλλες φορές το σκισμένο της φόρεμα χάιδευε το πόδι μου, και λυγμοί ακούγονταν. Τότε την αγκάλιαζα, γιατί την χρειαζόμουν. Τότε χανόμουν.

  Και εκείνες τις άλλες τις τρελές νύχτες, τις ματωμένες, όταν γέλαγα επειδή δεν καταλάβαινα τι είναι αλήθεια και τι όνειρο, εκείνες τις νύχτες που ξεσπούσε σε αλυχτίσματα μέσα στα αυτιά μου, έκλαιγε ουρλιάζοντας μέσα μου, και με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά που τα νύχια της χάραζαν την πλάτη μου.

  Δεν την βρίσκω. Δεν την βρίσκω πουθενά πια, όπου και να ψάξω. Είναι πλέον ένα άλλο είδος δοκιμασίας. Αυτή την φορά πρέπει να το περάσω μόνη μου.

Saturday, November 19, 2011

!!

    Τραγικό. Εκεί που έχεις πάρει κυριολεκτικά τα πάνω σου, είσαι καλά, ζεις σχετικά φυσιολογικά, βγαίνεις με φίλους και περνάς καλά, μετά από τρεις μήνες που έψαχνες τα κομμάτια σου στο πάτωμα έχεις κρύψει καλά τους κρυφούς σου πόθους και προχωράς, εκεί εκεί έρχονται ένα δυο μεγάλες εκρήξεις και τα καταστρέφουν όλα.

  Δυο μεγάλα μυστικά που έκρυβα μέσα μου για χρόνια. Δυο μεγάλα μυστικά που άλλαξα τον εαυτό μου στην προσπάθειά μου να τα κρύψω. Που με έκαναν αυτό που είμαι. Και μέσα σε ένα βράδι ήρθαν τα πάνω κάτω.

Θυμάσαι που έγραφα ότι πλέον βγαίνω έξω και περιμένω τα πάντα? Ε καλά να πάθω.

   Δεν ξέρω πόση ελευθερία έχω να μιλήσω ανοιχτά σε αυτό το κείμενο. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν είναι κείμενο. Είναι απλά η ακατανίκητη ανάγκη να βγάλω όσα έχω μέσα μου όταν τσατίζομαι. Και πρέπει κάπου να εκτονοθώ.

  Πάλι είχα έτοιμο κείμενο στο μυαλό μου. Και σκόπευα να το δουλέψω καλά, να είναι από τα μεγάλα και γεμάτα. Και γαμήθηκε.

Αφήστε με να πάρω μια ανάσα παρακαλώ.

Wednesday, November 16, 2011

Όνειρα



    
   Κλασσικά να θυμίσω πως τα κείμενα μου δεν έχουν κανένα νόημα χωρίς να ακούγονται να συγκεκριμένα τραγούδια που ανεβάζω από πίσω. Μου αρέσει να θεωρώ την όλη κατάσταση κάτι το θεατρικό. Χωρίς την μουσική είναι λειψό.


Την σχέση μου με τα όνειρα την ξέρει από παλιά πολύς κόσμος. Ως συνέχεια στο προηγούμενο μου κείμενο, το οποίο πιστεύω φάνηκε πως ήταν ένα μεγάλο μπαμ μετά από χρόνια, να αναφέρω απλά πως υπήρχε ένας τρόπος να βρω ψήγματα μαγείας γύρω μου. Αλλά ήθελα να του αφιερώσω ξεχωριστώ κείμενο.

  Θα ξεκινήσω λοιπόν αυτή την φορά το κείμενό μου με τάξη. Βαρετά, καθαρά και οργανωμένα. Αν και ξέρουμε όλοι πώς θα καταλήξει μετά από λίγες παραγράφους.  

Είχα σκοπό λοιπόν να πω με πόση λαχτάρα περίμενα μικρή να κοιμηθώ, για να μεταφερθώ σε μέρη όπου ουσιαστικά μπορούσα να γίνω ότι ήθελα. Να περιγράψω με πόση ευκολία και λεπτομέρεια θυμάμαι πάντα τα όνειρα μου. Να εξηγήσω πως κλειδώνω τις αισθήσεις που μου αφήνει κάθε όνειρο, τις μυρωδιές, αυτά που ένιωσαν τα χέρια μου, όλα βαθιά μεσα στο μυαλό μου. Να πω με πικρία πως όσο και να τις φυλάω, οι αισθήσεις αυτές δεν αναπαράγονται πάλι. Αφού ξυπνήσεις, κάθε φορά που φέρνεις στο μυαλό σου το όνειρο της προηγούμενης νύχτας, πλημμυρίζεσαι με τα δεδομένα και την αύρα του. Το ξαναζείς ουσιαστικά με χαμηλωμένη την ένταση. Αυτή όμως η δυνατότητα κρατά το πολύ μια-δυο μέρες. Μετά το όνειρο χάνεται, σκορπίζεται στον άνεμο μαζί με όλα τα υπόλοιπα χιλιάδες. Ξεχνιέται.

  Όλα αυτά λοιπόν είχα σκοπό να αναλύσω. Να γράψω επιτέλους ένα σωστά δομημένο κείμενο όπου θα περιγράφω ιεραρχικά κάτι.

  Τι βλακείες θεέ μου. Ένας φίλος μου είχε πει κάποτε πως γράφω σαν να βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης. Κάποια πράγματα υποθέτω δεν αλλάζουν. Θα συνεχίσω με τον δικό μου τρόπο, που συνοπτικά τον ονόμασα ''άναρχο αράδιασμα σκέψεων''.

  Δεν μπορώ λοιπόν να γράψω για τα όνειρα έτσι όπως το σχεδίαζα κάποιες μέρες τώρα. Γιατί τα όνειρά μου τον τελευταίο καιρό είναι τόσο βίαια, τόσο αληθινά, τόσο ωμά και αποκαλυπτικά που απλά έχω τρομάξει. Ακόμα και εγώ που πίστευα μέχρι τώρα πως ξέρω καλά τι κρύβω μέσα μου, άρχισα να έχω αμφιβολίες.

  Διψασμένα θα ονόμαζα αυτά τα όνειρα.  Διψασμένα για δύναμη, για πόθο. Για αγάπη. Η αντανάκλασή τους, η σαπισμένη ψυχή μου. Τι θα πει σάπιο άραγε? Κάτι το οποίο κάποτε βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη. Στις κορυφαίες του στιγμές. Και όσο περνάει ο καιρός, εξωτερικοί παράγοντες το έκαναν να χάσει την λάμψη του. Να γεράσει. Να κουραστεί. Να ζαρώσει.

  Έτσι νιώθω πλέον την ψυχή μου. Σάπια. Και τα όνειρά μου, είναι σαν να άλλαξαν τους ρόλους. Τώρα πια η κάθε μέρα που ξημερώνει είναι τόσο σουρεαλιστική όσο και ένα όνειρο. Τόση θολή και τόσο αχνή. Τόσο αναπάντεχη και γεμάτη ενοχλητικές εκπλήξεις. Βρόμικες. Και με την σειρά τους, τα όνειρά μου πήραν την θέση της πραγματικής μου ζωής. Αυτά που θα έπρεπε να γίνονται φυσιολογικά, η ροή της ζωής, γίνονται στα όνειρα μου. Στον ύπνο μου δεν βλέπω ούτε ότι πετάω, ούτε ότι μεταμορφώνομαι σε λύκο, ούτε τίποτε άλλο τρελό. Βλέπω φυσιολογικά πως θα έπρεπε να είναι η ζωή μου τώρα. Τα άτομα που έχω γύρω μου. Τις βαθιά κρυμμένες επιθυμίες μου όπως παρουσιάζονται στον πραγματικό κόσμο. Τον εαυτό μου να ζει μια ρουτίνα πνιγμένη σε πράγματα που δεν τολμώ να κάνω. Σε παράνομα ''θέλω''. Και αυτό είναι το πιο τρομαχτικό.

   Αυτά που ποθώ εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά στα όνειρά μου. Με κοιτάνε με μάτια που μαγνητίζουν. Αλλάζουν μορφές. Αλλά ποτέ ουσία. Εξακολουθώ να ποθώ τα ίδια πράγματα, τους ίδιους ανθρώπους. Και ξυπνάω με το σώμα μου να νιώθει άδειο. Πιο άδειο από ποτέ.

  Θα μπορούσα να έχω κάποια πράγματα αν το δω επιφανειακά. Το έχω μπροστά μου, σχεδόν έτοιμο. Χαμογελά γεμάτο κούφιες υποσχέσεις. Θα ήταν κάτι λίγο ερωτικά. Κάτι ωραίο και σίγουρο. Κάτι που θα ερχόταν και θα έφευγε ανώδυνα. Θα έξυνε την επιφάνεια και θα μου άφηνε ένα αχνό χαμόγελο. Ένα ουδέτερο, σίγουρο και βολεμένο χαμόγελο.

  Αλλά δεν θέλω κάτι τέτοιο. Θέλω αυτό που είναι τόσο αβέβαιο, τόσο επικίνδυνο, που τρομάζω ώρες-ώρες. Αυτό που βλέπω στα όνειρά μου να με καρφώνει με το βλέμμα. Και ξέρω πως δεν θα μπορούσε να μου δώσει ούτε ένα από τα χαρακτηριστικά της παραπάνω παραγράφου. Ούτε ένα. Όμως εξακολουθώ να το θέλω, όπως και να καταλήξει. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε την κατεύθυνση των συναισθημάτων μας. Αυτή η αβεβαιότητα είναι που κάνει την ζωή πικάντικη. Όσο και να το προσπαθούμε, η ζωή δεν είναι προγραμματισμένη. Όταν έχεις αισθήματα για κάποιον, κατά 95% εκείνος δεν θα έχει για εσένα. Θα σε δοκιμάσει. Θα βαρεθεί. Θα σε πετάξει. Γνωστή ιστορία ε? Το ίδιο βέβαια μπορεί να κάνεις και εσύ στην αντίστοιχη περίπτωση έτσι δεν είναι? Γρήγορα και ψυχρά. Και που καταλήγουμε? Σε μια πληγωμένη καρδιά και σε μια που αδιαφορεί. Άπειρες τέτοιες αχνιστές καρδιές στον κόσμο.

 Σαν μεξικάνικο ακούγεται.

  Δεν μπορούμε απλά να συλλέγουμε εμπειρίες? Αρώματα ανθρώπων, την αίσθηση των χεριών τους, το γέλιο τους, την μουσική που ακούνε? Να τα βάζουμε όλα μαζί σε ένα μπαούλο, να το κλειδώνουμε και ευτυχισμένοι να προχωράμε στην αναζήτηση της απόμενης προσεχώς αγαπημένης εμπειρίας? Και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα χώριζε κανείς ήρεμα, με λίγη ένταση στην αρχή και μετά πεινασμένος θα έψαχνε να ξαναγεμίσει με αισθήματα. Και οι παλιές ιστορίες θα δυνάμωναν με την πάροδο του χρόνου σαν το παλιό κρασί. Και θα τις κρατάγαμε σαν φυλαχτό. Αυτό δεν θα ήταν το ιδανικό? Και κανείς δεν θα πληγωνόταν. Εγώ δεν θα πληγωνόμουν. Δεν θα υπήρχαν πονεμένοι άνθρωποι. Δεν θα πονούσα μετά την μελλοντική απόρριψή σου. Και η ζωή θα συνεχιζόταν με ένα ηλίθιο ανέμελο χαμόγελο μονίμως ζωγραφισμένο στα χείλη όλων μας. Και ο κύκλος της αγάπης δεν θα έκλεινε ποτέ.

Μπορούν όμως να γίνουν ποτέ έτσι τα πράγματα?
...
..
.

Με δουλεύεις?? Φυσικά και όχι.

Monday, November 14, 2011

Μαγεία







Λοιπόν, αυτό το κείμενο δεν έχει νόημα να διαβαστεί εάν δεν ακούγεται το συγκεκριμένο τραγούδι από πίσω.

Αποφάσισα μετά από πολλά χρόνια σιωπής και μπερδέματος να πιάσω ένα θέμα εξαιρετικά λεπτό και πολύτιμο για εμένα. Το θέμα της μαγείας.

   Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω πως με την λέξη ''μαγεία'' εννοώ κάτι το τρομερά γενικό. Όχι μάτια δράκου και φίλτρα, όχι τράπουλα της Κατίνας, όχι Σατανισμός. Η μαγεία ως έννοια. Ως ιδέα. Ως τρόπος ζωής και αναζήτησης.

   Όλα τα παιδιά καταφεύγουν σε μαγικούς κόσμους. Σε καλύτερους, ιδανικούς κόσμους, όπου το απίστευτο είναι δυνατό. Το ανεξήγητο, το παράλογο κυριαρχούν σε τέτοιους κόσμους. Οι άνθρωποι έχουν απίστευτες δυνάμεις. Αλλάζουν τα πεπρωμένα του κόσμου. Μάχονται με άξονα μεσαιωνικές, πιο ευγενείς αξίες. Ονειρεύονται και βλέπουν τα όνειρά τους υλοποιημένα μπροστά τους. Τα αγγίζουν. Χαμογελούν.

 Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ είναι με ποιά λογική σιγά-σιγά τα παιδιά αρχίζουν να πατάνε στην γη. Να δέχονται ότι η μαγεία δεν υπάρχει. Ότι τα παραμύθια είναι ψέμματα. Ότι αυτό που τα περιμένει στην ζωή τους είναι η πεζή πραγματικότητα. Το λογικό. Το φυσιολογικό. Το ''σωστό''. Χαμογελάνε, απορροφούν σαν σφουγγάρια την αχνιστή πλύση εγκεφάλου από τους ενήλικες γύρω τους και πηγαίνουν με όρεξη προς αυτή την κατεύθυνση.

   Πρόκειται για την μεγαλύτερη εξομολόγησή μου: δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν αποδέχτηκα ποτέ ότι όλος ο κόσμος που είχα χτίσει μέσα στο μυαλό μου ως παιδί, τα μοναχικά ταξίδια μου σε απεριόριστους κόσμους ήταν ψεύτικα. Ζούσα μέσα στην δική μου φούσκα. Όλα ήταν δυνατά εκεί. Μπορούσα να βρεθώ σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου απλά κλείνοντας τα μάτια. Μπορούσα να βγάλω φλόγες από τα χέρια μου. Μπορούσα να πετάξω ελεύθερη. Μπορούσα να είμαι εγώ. Και δεν είχα καμία διάθεση να το αλλάξω αυτό.

  Όσο πέρναγαν τα χρόνια όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο να επικοινωνήσω με τους γύρω μου. Έπρεπε να φορέσω μια μάσκα. Μια ρεαλιστική, άσχημη μάσκα που δεν ήμουν εγώ. Έπρεπε να γίνω φυσιολογική.

   Μα δεν γινόταν. Δεν μπορούσα να μην χαμογελάω τρυφερά κάθε φορά που ο άνεμος φυσούσε. Από μικρή πίστευα ότι μου στέλνει μηνύματα. Δεν ήταν δυνατόν να μην ανατριχιάζω κάθε βράδι από ένταση όταν έσβηναν τα φώτα σε όλο το σπίτι. Να μην ψάχνω μορφές στο σκοτάδι. Να μην πηγαίνω μοναχικές βόλτες σε εγκαταλελειμένα μέρη, με την ελπίδα ότι θα έβρισκα κάτι το υπερφυσικό εκεί. Κάτι το διαφορετικό, που θα έσπαγε την ρουτίνα. Ήταν αδύνατον να μην δακρύζω από χαρά κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά στην φύση. Μακριά από δρόμους και τοίχους. Σε εκείνο το λιβάδι με τα μούρα που ποτέ δεν ξέχασα. Πρώτη φορά στην ζωή μου έβλεπα κάτι το τόσο εξωπραγματικό, τόσο όμορφο, τεράστιο και φρέσκο. Σε εκείνο το σκοτεινό δάσος όπου τα δέντρα έκρυβαν το φως του ήλιου, και επικρατούσε ησυχία. Ο χτύπος της καρδιάς μου καθώς το διέσχιζα. Στο άλλο δάσος, όπου τα φύλλα όλων των δέντρων είχαν πορτοκαλί χρώμα και έδιναν μια περίεργη λάμψη σε όλο το μέρος. Έκανα στροφές γύρω από τον εαυτό μου και γέλαγα εκστασιασμένη καθώς όλα γύρω μου ήταν φθινοπωρινά, καφέ, πορτοκαλί και κίτρινα. Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινης ουσίας. Όπου και να κοίταζα με αγκάλιαζε ένα ζεστό φως. Απλά πνιγόμουν γλυκά σε ένα άπειρο φθινόπωρο Άπειρες μικρές μαγικές στιγμές.

  Είχε πλέον γίνει τρόπος ζωής. Πλέον, μπορώ να κοιτάξω πίσω και να δω τι ακριβώς ήμουν. Δυστυχισμένη, αλλά ελεύθερη. Δεν χρειαζόμουν κανέναν, γιατί πίστευα σε κάτι ανώτερο από τον Θεό. Σε κάτι μεγαλύτερο και πιο όμορφο.  Πίστευα με όλη μου την ψυχή.

  Φυσικά και ήξερα πως ο αέρας είναι απλά αέρας. Δεν γίνεται να επικοινωνεί κανείς με τα στοιχεία της φύσης. Και οι μορφές στο σκοτάδι ήταν ψευδαισθήσεις, παιχνίδια του νυσταγμένου μου μυαλού. Τα εγκαταλελειμένα μέρη ήταν απλά εγκαταλελειμένα. Ήξερα ότι όλα ήταν ψέμματα βαθιά μέσα μου. Το ήξερα. Απλά δεν ήθελα με τίποτα να εγκαταλείψω τις ελπίδες μου.

  Η πορεία μας σε αυτή την εποχή είναι δυστυχώς προδιαγεγραμμένη. Μεγαλώνεις, πας σχολείο, πας πανεπιστήμιο, πιάνεις δουλειά, παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά, γερνάς και πεθαίνεις. Ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. Ένα βαρετό, σιχαμένο μονοπάτι. Πειράζει τόσο πολύ που μου αρέσει να παρεκκλίνω από αυτή την πορεία? Που θέλω να αλλάξω τους όρους του παιχνιδιού? Που θέλω να ικανοποιήσω τους παιδικούς μου πόθους?

   Γιατί μαγικός είναι και ο έρωτας. Μαγικά είναι όλα αυτά τα πολύτιμα πανέμορφα μέρη σε αυτόν τον πλανήτη που πρέπει να τα δω όλα πριν πεθάνω. Μαγική είναι η θάλασσα. Μαγική είναι η γνώση.

Αυτό το καινούριο είδος μαγείας λοιπόν θα κυνηγήσω από εδώ και πέρα. Αλλά και πέρα από αυτό, την πίστη εκείνη δεν την χάνω.

Γιατί για μένα θάνατος είναι να χάσω το παιδί μέσα μου.

Sunday, November 13, 2011

Εκείνη η αίσθηση

     Πονάω πολύ. Πονάω πολύ και απόψε. Είμαι μόνη μου και πονάω.

   Όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα στην ζωή μου εάν είχα την δύναμη να ξεχάσω. Να διαγράψω ανθρώπους και καταστάσεις. Να καταφέρω να παραμείνω μέσα στην φούσκα μου, μέσα στο κλουβί που τρυφερά με συντηρεί τόσα χρόνια. Από την στιγμή όμως που άφησα άτομα να εισέλθουν, ξεκίνησε η καταστροφή μου.
  
  Δεν με νοιάζει πως ακούγεται αυτό που θα πω. Γιατί ναι, για το υπόλοιπο της ζωής μου θα σε ρωτάω αδιάκοπα, φωνάζοντας και κοιτώντας σε στα μάτια ''πώς μπόρεσες να ξεχάσεις''. Πώς γαμώ το κέρατό μου. Τόσο ασήμαντη υπήρξα? Θα το λέω γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα μέχρι να βρεις τα αρχίδια να μου απαντήσεις.

  Χρειάζομαι μια βόλτα στο δάσος. Όσο τρελό και αν ακούγεται, την έχω ανάγκη αυτή την στιγμή. Μια βόλτα στο δάσος ολομόναχη. Θα κάνει κρύο τέτοια εποχή. Οι κορμοί των δέντρων θα μοιάζουν με παγωμένη πέτρα στην υφή. Οι φρέσκιες μυρωδιές των φύλλων θα μπλέκονται με την κοφτή μυρωδιά του κρύου. Θα έκλεινα τα μάτια, θα ξάπλωνα στο έδαφος και θα ρούφαγα άπληστα όλη την ομορφιά γύρω μου. Θα ρούφαγα μέχρι να γεμίσω, να γεμίσω τόσο πολύ ώστε να τρέξουν τα απαραίτητα δάκρυα. Να απελευθερώσω ένα κομμάτι του είναι μου.

  Και μετά να γυρίσω σε εσάς. Τους κρύους ανθρώπους. Τα πικρά άθλια χαμόγελά σας. Μακάρι να είχα μια γόμμα. Ούτε όπλα ούτε μαχαίρια. Μια γόμμα θα έκανε την δουλειά γρήγορα. Δεν θα άφηνε αίματα, δεν θα έτρωγε χρόνο. Θα έσβηνα τις δισεκατομμύρια φάτσες σας με μια νωχελική μου κίνηση. Και μετά θα ήμουν μόνο εγώ και η φύση γύρω μου να κοροιδεύει τον τρελό χορό μου. Δεν θα υπήρχε η ανάγκη να λογοδοτήσω σε εσάς. Να δώσω αναφορά για τον αλλοπρόσαλλο τρόπο ζωής μου. Θα έκανα ότι ήθελα. Και θα γέλαγα με τα κατσουφιάσματά σας.

   Σε χρειάζομαι. Και ξέρεις πολύ καλά γιατί. Και εσύ με χρειαζόσουν κάποτε. Ούτε για τον έρωτα, ούτε για το πάθος, ούτε για την σχέση, ούτε για την φιλία. Πέρα από όλα αυτά. Υπήρχε αυτό το μαγικό κάτι που μας ένωσε. Ένα μεγάλο φωσφοριζέ ''you are not alone''. Έκαιγε και μας κράταγε ζωντανούς.  Κάθε φορά που μιλάγαμε. Την θυμάσαι αυτή την αίσθηση? Την αίσθηση του ότι υπάρχει τελικά λίγο φως? Ότι ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των σάπιων ανθρώπων, είχες βρει κάποιον να αγκαλιάσει την τρέλα σου. Να σύρει τρυφερά τα δάχτυλά του στις πληγές σου. Να ακούσει με προσοχή το παραλήρημά σου. Γιατί τα έχει περάσει και αυτός.
 
  Ποιός κανονικός άνθρωπος θα δεχόταν ποτέ την τερατώδη φύση μας? Πίστεψες έστω για μια στιγμή πως είμαστε φυσιολογικοί? Θέλεις να βγάλω το ''είμαστε''? Αυτό θέλεις? Θα το βγάλω λοιπόν. Αφού τώρα είμαι μόνη μου.

  Αυτή την επιβεβαίωση του ότι υπήρξα εκείνη η αίσθηση χρειάζομαι. Μόνο αυτό. Και την αρνείσαι συνεχώς. Εδώ και καιρό. Δεν με νοιάζουν τα υπόλοιπα που υπήρξαν. Είναι έτσι και αλλιώς όλα παροδικά, Θα έφευγαν κάποτε σίγουρα.

Αυτό το κάτι όμως δεν φεύγει. Και το ξέρεις.

Saturday, November 12, 2011

The broken rose with laughing eyes

    You're a mystery, always running wild, like a child without a home.

Η αλήθεια είναι μπροστά μας. Χορεύει σαν την φωτιά στα μάτια μας. Και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να την ανακαλύψουμε. Και αυτή η στιγμή είναι ανεκτίμητη και πολύτιμη. Είναι το ξεκίνημα κάτι καινούριου

Σε ευχαριστώ Άγγελε :)

Thursday, November 10, 2011

???

Ακολουθεί άναρχο αράδιασμα σκέψεων. Χωρίς θέμα, χωρίς δομή χωρίς τίποτα. Δεν είμαι στα καλά μου πάλι. Και θέλω να γράψω ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι. Το έχω ανάγκη.    

Πάλι γελάω με την μοίρα μου. Η ζωή μου θα έπρεπε να γίνει ταινία αλήθεια. Δεν εξηγείται αλλιώς.

   Φυσικά και δεν υπάρχει περίπτωση να χρησιμοποιήσω την λέξη έρωτας. In fact, λέω γενικά να την βγάλω από το λεξιλόγιό μου. Μου προκαλεί ταυτόχρονα αηδία και μια ακατανίκητη έλξη για τα μπισκότα που έχω στο ψυγείο. Και φαντάσου, ΔΕΝ τρώω μπισκότα.

   Έχω ένα ιστορικό στο να κυνηγάω καταδικασμένες, παραπληγικές ή απλώς άκυρες καταστάσεις. Έχει πολύ γέλιο, βλέπω φίλες μου μετά από καιρό και με ρωτάνε ''τι νέα?'', και ειλικρινά δεν τα λέω όλα. Ή θα νομίζουν πως το έριξα στα ναρκωτικά ή πως λέω ψέμματα.

   Μα ξέρεις κάτι? Βαρέθηκα να κοιτάω πίσω. Βαρέθηκα να βλέπω τα μάτια σου στα πρόσωπα περαστικών. Βαρέθηκα να βλέπω το περπάτημα του άλλου σε αγνώστους. Βαρέθηκα να χτυπά η καρδιά μου από τρόμο όταν νομίζω πως είδα τον τρίτο στον δρόμο.

  Άντρες. Ναι λοιπόν, από εδώ και πέρα θα μιλάω για άντρες και όχι για αγόρια. Μεγάλωσα έτσι δεν είναι?

  Και σκέφτομαι απόψε, πως τελικά εμείς φταίμε. Εγώ σας αφήνω να μπαίνετε μέσα και να μου γαμάτε την ψυχή συνεχώς. Μπορώ απλά να κλείσω τα μάτια. Να ξεχάσω.

  Τι αηδίες λέω πάλι απόψε. Δεν γίνεται να ξεχάσω. Εσύ μου έμαθες να δίνω όταν έπαιρνα χωρίς να ρωτάω. Εσύ νούμερο δύο με έκανες να τρέμω από επιθυμία από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Και μην ακούσω την εμετική φράση ''έρωτας με την πρώτη ματιά''. Φυσικά και δεν ήταν έρωτας. Ήταν πίστη. Πίστη πως μαζί σου όλα θα πάνε καλά. Για το νούμερο τρια δεν θέλω να μιλήσω. Έτσι και αλλιώς πέρασαν τα χρόνια.

  Ότι βλακείες και να λέω λοιπόν, ο μόνος λόγος που μπορώ να ξεχάσω για λίγο είσαι εσύ.

   Είναι τόσο βλακωδώς άκυρο, τόσο χαζό, τόσο..δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν γιατί η κάποτε ατρόμητη Δάφνη φοβάται τώρα. Τι φοβάμαι? Να παλέψω για κάτι αντί να το βρω έτοιμο? Να αντιμετωπίσω την απόρριψη? Μια ζωή μαζί της ζω.

   Θέλω κάτι σιωπηλό, γίνεται? Δεν θέλω μηνύματα. Δεν θέλω αλλαγή κατάστασης στο Ίντερνετ. Δεν θέλω περιορισμούς. Δεν θέλω δεσμεύσεις. Θέλω ησυχία. Και εσένα. Χωρίς τίποτε άλλο.

  Έτσι νομίζω τουλάχιστον.

  Και η αντιστροφή των ρόλων? Θα σου επιτρέψω άραγε να παίξεις μαζί μου? Γιατί ένα μεγάλο παιχνίδι είναι σωστά? Ειδικά για σένα. Και για μένα είναι τώρα. Το μετά φοβάμαι. Αυτά που θα έρθουν. Τώρα παίζω. Αύριο δεν ξέρω. Παίξε λοιπόν και εσύ μαζί μου.

  Μα-
  Γάμα το

Wednesday, November 9, 2011

Τελεία.

  Σε σιχαίνομαι. Να το 'πα. Εδώ με έφτασες. Στο να σε σιχαίνομαι. Εδώ με έφτασαν οι πράξεις σου. Στο να σε σιχαίνομαι.

  Έχω φάει πολλά μαχαίρια στην ζωή μου. Τα περισσότερα δεν τα ξέρει κανείς. Τα περισσότερα μπορεί να μην τα ζήσει κανείς και σε ολόκληρη την ζωή του. Το μαχαίρι όμως που έφαγα σήμερα δεν ξέρω πως να το περιγράψω.

  Δεν πονάει ακριβώς. Όλα τα άλλα πονούσαν, το καθένα με τον δικό του ιδαίτερο τρόπο. Μα όχι. Αυτό το μαχαίρι δεν πονάει. Ξυπνάει.

  Με ξύπνησε. Μου άνοιξε τα μάτια στο να αυτοπυροβοληθώ. Να δω επιτέλους τι πήγε λάθος εκεί. Τι δεν είχα σκεφτεί. Τι δεν είχα υπολογίσει τότε. Και το μαθαίνω τώρα.

  Τέτοια αδιαφορία με ξύπνησε. Το ότι μεγαλοπρεπώς τα πέταξες όλα. Μεγαλοπρεπώς τα στιγμάτισες. Μεγαλοπρεπώς τα ξέχασες. Σαν να ήμουν μια ασήμαντη παρένθεση στην ζωή σου. Τόσο μικρή, ώστε με το που κλείσει να γυρίσεις ακριβώς στο σημείο που ήσουν πριν ανοίξει. Ακριβώς.

  Και με ξύπνησε αυτός ο αριθμός με έναν φριχτό και παράδοξο τρόπο. Για πρώτη φορά είδα ότι υποφέρεις. Για πρώτη φορά είδα τον εγωισμό που με τύφλωνε τόσο καιρό. Για πρώτη φορά σιχάθηκα τον εαυτό μου. Τον σιχάθηκα γιατί το μόνο που κατάφερε με τις πράξεις του, είναι να γίνει μια μικρή ασήμαντη παρένθεση. Για εμένα είμασταν κεφάλαιο. Για εσένα πλέον ούτε τελεία.

  Πάλι εγωιστικό δεν είναι? Ω ναι, νοιάζομαι ακόμα για σένα. Πάντα θα νοιάζομαι. Αλλά πόνεσα όλον αυτόν τον καιρό που έλειπες. Βρέθηκα ξανά στην κόλαση, μακάρι να ήξερες. Και πέτρωσα. Και πλέον θέλω να φροντίζω μόνο τον εαυτό μου. Κακό είναι? Το χρειάζομαι πιστεύω.

  Άλλο ένα απογευματινό παραλήρημα χωρίς δομή, χωρίς λόγο. Όσο πάει και οι λέξεις μου τσακίζονται σε βράχια. Ερωτεύονται το χάος. Δεν το βλέπεις? Μακάρι να το έβλεπες.

  Πώς μπόρεσες? Ή μήπως εγώ δεν ήμουν αρκετή? Να και κάτι που δεν έιχα σκεφτεί. Που είχα μάθει να παίρνω ως δεδομένο. Μα αγάπησα. Εσένα. Έτσι νομίζω δηλαδή. Είμαι από τους ανθρώπους που δεν μπορούν να αφοσιωθούν στους άλλους. Έτσι είμαι φτιαγμένη. Έστω για λίγο όμως, έφερες τα πάνω κάτω. Αλλά τελικά, ότι και να έλεγες και να έδειχνες, μάλλον άλλη είχε πάρει την καρδιά συ.

Όσο και να πονάει
Όσο και να με σκοτώνει μέσα μου
Όσο και να σκίζει την υπερηφάνεια μου,

ίσως τελικά εκείνη να ήταν το κεφάλαιο. Και εγώ η τελεία.

Sunday, November 6, 2011

Όταν δεν γνώριζα ακόμα

     Δεν φεύγει. Δεν πάει πουθενά αυτή η αίσθηση. Αυτή η πικρή γεύση μέσα μου, η στυφή αίσθηση του μέταλλου, η ξινή ιδιαίτερη γεύση του αίματος. Το αλμυρό των δακρύων μου.

 Εξακολουθώ να είμαι 18 και να νιώθω γερασμένη. Κουρασμένη. Ότι έχω εκπληρώσει οποιοδήποτε καθήκον μου σε αυτή την ζωή. Και πως είναι καιρός να φύγω.

  Και η ερώτηση είναι γιατί? Πώς είναι δυνατόν? Έφαγα μερικά χαστούκια από την ζωή και τα παρατάω? Φίλους πες ακόμα έχω. Παρέες και διασκέδαση, τα πάντα. Χαμογελάω. Θεέ μου, τεντώνω τους μυς τους στόματός μου πιο συχνά από ποτέ. Τους τραβάω ψηλά και δείχνω τα δόντια μου.

  Μα το ποτό έχει αρχίσει και κατεβαίνει δύσκολα στον λαιμό μου. Και το τσιγάρο πια με καίει, κάνει τα χείλια μου να τσούζουν και τον λαιμό μου να παραπονιέται.

  Ζούσα λοιπόν σε μια φούσκα. Και δεν είχα πραγματικά ανθρώπους γύρω μου, μόνο τις ιδέες τους. Ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Η τέλεια σχέση, οι τέλειοι κολλητοί. Και ξεροκέφαλη όπως είμαι, όταν μέσα σε ένα καλοκαίρι όλα κατάρρευσαν, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μετά από πέντε εφιαλτικά εφηβικά χρόνια, είχα περάσει έναν χρόνο που πίστευα ότι είχα τα πάντα. Τρίτη λυκείου. Και μέσα σε ένα καλοκαίρι τα έχασα. Όλα. Χάθηκαν σαν τον καπνό.

  Εκείνος ο ζαχαρωμένος χρόνος λοιπόν ήταν ένα διάλειμμα από την τρέλα και την παράνοια? Γιατί τώρα που τελείωσε επέστρεψα σιγά σιγά εκεί που είχα μείνει. Στην παγωμένη εφηβεία μου. Αλλά υποτίθεται πως έχω ωριμάσει τώρα. Πως έχω πάρει μαθήματα για το πως να χαλιναγωγώ τον εαυτό μου, να συγκρατώ τον καταστροφικό θυμό μου, να μην ξεσπάω βίαια σε άτομα που δεν φταίνε.

  Όμως κάθε φορά που ψάχνω λύσεις για το χάλι που είμαι τώρα, καταφεύγω πάλι στις λύσεις που κατέφευγα τότε. Εκείνες τις περίεργες μέρες όπου έκανα μόνη μου βόλτες στο δάσος. Οσφραινόμουν την έλλειψη ανθρώπων. Χανόμουν στο απέραντο του ουρανού. Γιόρταζα το ότι ήμουν μόνη.

 Είμαι όμως έτοιμη μετά από τόσα χρόνια να ξαναβρεθώ με τον εαυτό μου? Να νιώσω επιτέλους ξανά την φύση μέσα μου με εκείνον τον τόσο σκοτεινό και ακατανόητο τρόπο που το έκανα τότε?

 Κάτι τέτοιο θα είχε το τίμημά του. Το ίδιο που είχε και τότε και που με οδήγησε στην τρέλα.

  Και θα πονέσω πάλι. Όποιος δέχεται τα δώρα της νύχτας πονάει. Πρέπει να προσφέρει αντάλλαγμα σε εκείνη. Αν πάρω πάλι εκείνο το μονοπάτι, θα μπορέσω ποτέ να ζήσω πραγματικά? Να γίνω φυσιολογική?

  Τότε όμως. Τότε, εκείνες τις περίεργες ημέρες, ήμουν ελεύθερη. Γιατί δεν γνώριζα ακόμα.

Saturday, November 5, 2011

222222

    Λοιπόν τώρα έχω δυο επιλογές. Να φλιπάρω τελείως να βγω στον δρόμο με ένα μπαζούκας και να αρχίσω να πυροβολώ κόσμο ουρλιάζοντας για τα δικά μου λάθη, να βάλω τα κλάματα και μετά να έρθω και να παρακαλέσω. Nice one.
    Η άλλη επιλογή είναι να φερθώ ώριμα και να προχωρήσω επιτέλους μπροστά. Να αρχίσω το ξεκαθάρισμα αυτής της σκατένιας και φριχτής περιόδου στην ζωή μου με μια καλή και σωστή πράξη. Να δώσω ένα τέλος και στις δυο καταστάσεις. Δεν θα κυνηγάω μια ζωή άτομα που ξέχασαν. Έτσι και αλλιώς, εδώ φαίνεται η πραγματική τους όψη, και το πόσο νοιάζονταν.

    Τον τελευταίο καιρό πάντως η λύση με το μπαζούκας ταιριάζει όλο και περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία μου. Η παλιά Δάφνη, που σκέφτεται, επεξεργάζεται (ντάξει όχι πάντα) και μετά προσπαθεί να πράξει λογικά δεν υπάρχει πια. Πλέον βγαίνω έξω με ένα χαμόγελο χωρίς λόγο και απλά περιμένω να συμβούν τα πάντα σε μια νύχτα. Και τον τελευταίο καιρό αυτό γίνεται.

   Ηθικό δίδαγμα λοιπόν από τους τελευταίους 2-3 μήνες?
Για κανέναν πούστη λόγο. Μην αφήνεις κανέναν μέσα. Κανέναν. Μιλάμε για απίστευτη αχαριστία. Απίστευτο μίσος. Απίστευτη ζήλεια. Αυτός ο κόσμος που γεννήθηκα εγώ και η γενιά μου δεν περιέχει τις λέξεις αγάπη και φιλία στο λεξικό του. Πλάκα πλάκα, οι λέξεις οι ίδιες πια μου ξενίζουν. Μου φέρνουν θολές χρωματιστές αναμνήσεις από παιδικά του Σταρ.
   Αυτή λοιπόν που θα σε πλησιάσει, σε θέλει για να βγαίνει έξω με καλή παρέα. Γιατί γουστάρει ένα παιδί από την παρέα σου. Γιατί ξέρει πως θα την γνωρίσεις σε κύκλους. Σε καμία περίπτωση για να πάρει πράγματα από εσένα, να ανταλλάξετε κομμάτια του εαυτού σας.
  Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό! Ναι, είναι λίγο τραγικό που πλέον δεν υπάρχει φιλία ως έννοια,αλλά στο κάτω κάτω, ο ίδιος ο καπιταλισμός μας οδήγησε στο να ψάχνουμε το συμφέρον στις ανθρώπινες μας σχέσεις, ε?
   Και μην πιάσω καλύτερα το θέμα της αγάπης. Εγώ είμαι πρώτη στην εφαρμογή του παραπάνω κανόνα δυστυχώς. Και είδες? Μια φορά στην ζωή μου κατάφερα να νιώσω αγάπη για κάποιον, και την πέταξε στο χώμα, την πάτησε και έφτυσε γελώντας πάνω της. Οκ λοιπόν. Δεκτό. Μην περιμένει όμως κανείς να νοιαστώ ποτέ ξανά για κανέναν. Να ανησυχήσω αυθεντικά. Να θέλω να δω αν είναι καλά. Οκ?

   Κοίτα λοιπόν πώς από ένα μπαζούκας φτάσαμε πάλι στο θέμα.

Friday, November 4, 2011

ΨΕΥΤΗΣ

   ΨΕΥΤΗΣ. Ένας μεγάλος ψεύτης.
Βασικά ΨΕΥΤΕΣ.
   Δυο μεγάλοι ψεύτες. Σας έπιασα λοιπόν.

     Από εσένα, βδελυρό υποκείμενο, γλοιώδη κόλακα των ισχυρών, πόρνη των γραφείων, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Επιτέλους το όνειρό σου θα γίνει πραγματικότητα. Αν καταφέρεις βέβαια να κλείσεις ότι κενά εκείνη άφησε. Κενά που δεν μπόρεσες και ούτε θα μπορέσεις ποτέ να γεμίσεις.

    Εσύ όμως, αφέντη της νύχτας? Σε ποιόν υπόνομο πέταξες τα βράδια μας και αρνείσαι να τα πάρεις πίσω? Κάτω από το φως ποιανού χειμερινού φεγγαριού? Και ποιά αστέρια γέλαγαν μαζί σου? Πες μου να πάω να τα βρω. Γιατί εγώ τα φύλαγα, όλα εκείνα τα βράδια. Και τα μάτια σου φύλαγα, και τα χέρια σου, και το γέλιο σου. Ποιός νοιάζεται που τελείωσε? Εγώ θα τα φύλαγα για πάντα. Και εσύ τα πέταξες.

   Πού είσαι, εσύ που δεν θα με άφηνες ποτέ? ΨΕΥΤΗΣ.

  Ένας μεγάλος ψεύτης.

   Πού είσαι, εσύ που με δέχτηκες με τόση αγάπη? Με αυτήν την αγάπη που δεν θα τελείωνε ποτέ όπως έλεγες? Πού είσαι ψεύτη?

  Πού είσαι?

Tuesday, November 1, 2011

Fire, walk with me

    Εξακολουθώ να νιώθω γερασμένη. Πως δεν με γεμίζει πλέον τίποτα. Πως θέλω να δείξω επιτέλους το αληθινό μου πρόσωπο και να διώξω τους πάντες από κοντά μου. Οπότε, γιατί δεν το κάνω? Γιατί είμαι κολλημένη σε πράγματα που δεν με γεμίζουν? Δεν κουράστηκα να πονάω? Δεν κουράστηκα να βλέπω πρόσωπα που δεν ξέρουν την αλήθεια?
    Όντως κουράστηκα να είμαι η μαριονέττα της ημέρας. Το αστραφτερό χαμόγελο του δρόμου. Το αστείο γαργαριστό γέλιο της πλατείας. Γιατί τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινά. Μακάρι να ξυπνούσα ένα πρωί και να βλέπατε όλη αυτή την σαπίλα που έχω μέσα μου. Να βλέπατε την αλήθεια. Γιατί δεν μπορώ άλλο να χαμογελάω. Δεν μπορώ άλλο. Δεν γεννήθηκα για εσάς. Γεννήθηκα για εμένα.

     Αλλά πόσο φοβάμαι. Πόσο φοβάμαι ότι θα μείνω μόνη μου. Αυτή την φορά τελείως μόνη μου. Αν ανοίξω το στόμα μου όλα έχουν τελειώσει. Αν πω τι πραγματικά σκέφτομαι. Και τότε θα έρθει πραγματικά το τέλος για εμένα.

    Γιατί ο δρόμος που έχω πάρει δεν έχει γυρισμό. Και κάθε μέρα πετρώνω όλο και περισσότερο μέσα μου. Παγώνω. Από ένα σημείο και μετά έχω πάψει να ακούω τις φωνές σας. Δεν δίνω σημασία στα ρούχα που φοράτε, στα αστεία που λέτε. Γιατί δεν με ενδιαφέρουν.

   Και περιμένω. Δεν ξέρω τι, περιμένω να βρω τον εαυτό μου και πάλι. Προτού ξεχάσω τι σημαίνει η ζεστασιά ενός άλλου ανθρώπου δίπλα σου. Προτού καταργήσω τις τελευταίες στιγμές που με κρατούν όρθια. Προτού αφαιρέσω αργά και τελετουργικά την μάσκα από το πρόσωπό μου.

Fire, walk with me

Tuesday, October 25, 2011

Game Over

   Το είδα γραμμένο ρε. Το είδα σου λέω. Ότι η ενέργεια που με κρατάει από το να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα τους τελευταίους δυο μήνες κάποια μέρα θα εξαντληθεί. Και θα δείτε μια Δάφνη που δεν θα σας αρέσει καθόλου. Μα καθόλου. Πώς είναι η Δάφνη που παίρνετε τηλέφωνο, πίνετε και χορεύετε μαζί τόσο καιρό? Ε καμία σχέση. Ώρα για αλλαγές. Αλλαγές για να μπορέσω να ζήσω. Για να μπορέσω να θέλω να ζω. Το κάνετε όμως όλο και πιο απόμακρο μέρα με την μέρα. Σειρά μου να σας δείξω αυτό που λίγοι έτυχε να πάρουν από εμένα.

  Τέλος το αλκοόλ. Από εδώ και πέρα θα πίνω την δυστυχία σας. Και θα μεθάω

Sunday, October 16, 2011

18

   Σε λίγη ώρα γίνομαι επισήμως ενήλικη. Δεν ξέρω γιατί του έχω δώσει τόση σημασία, άλλοι άνθρωποι ούτε καν το συζητάνε όταν έρχεται. Απλά το ότι πλέον μεγαλώνω με έχει βάλει σε σκέψεις.

   Γενικά στην ζωή μου μέχρι στιγμής μπορώ να πω ότι βιάστηκα πάρα πολύ. Βιάστηκα απελπισμένα να δοκιμάσω όσα περισσότερα μπορώ, ακόμα και αν ήμουν παιδί. Δεν με ένοιαζε. Ζούσα έντονα,γρήγορα και χωρίς συνέπειες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

  Από όταν ήμουν μικρή,όταν με ρωτούσαν πιο είναι το μεγαλύτερο όνειρο μου έδινα μια μάλλον περίεργη απάντηση ''Θέλω να ζήσω''. Όχι, δεν είχα προβλήματα επιβίωσης ποτέ για να επιθυμώ να ζήσω. Ήταν ένας απλοικός, υπεραπλουστευμένος τρόπος να περιγράψω τότε το χάος που επικρατούσε μέσα στο μυαλό μου. Την επιθυμία μου από παιδί να μαζέψω μέσα μου όλες τις γεύσεις, τα αρώματα, τις ομορφιές και τις αισθήσεις του κόσμου. Να ζήσω την ζωή μέχρι το κόκκαλο και να πεθάνω νωρίς. Το ήθελα απελπισμένα. Να δοκιμάσω απαγορευμένους καρπούς.

  Δεν ξέρω αν είναι άσχημο. Δεν ξέρω αν είναι λάθος. Γνωρίζω όμως πως η κοινωνία μας στιγματίζει αυτόν τον τρόπο σκέψης ως αυτοκαταστροφικό και ανώριμο. Παιδικό. Μα ποιός είπε ότι μεγάλωσα ποτέ?

  Άνθρωποι του κύκλου μου απορούν πως ώρες ώρες είμαι τόσο προστατευτική απέναντί τους και ύστερα πάω και κάνω δέκα φορές χειρότερα. Μια απελπισμένη ρομαντική ψυχή θα αποκαλούσε τον εαυτό της ''αυτοκαταστροφικό'', θα έλεγε πως μόνο αυτά της αξίζουν, και γενικότερα, θα μοιρολογούσε χωρίς λόγο. Εγώ δεν έχω εξήγηση για το τι με ωθεί προς το κακό. Το ''κακό'' όπως το ονόμασε ο άνθρωπος. Όπως το έκρινε λανθασμένα ο ίδιος. Το σκοτάδι με αγαπάει, δεν με διώχνει μακριά του. Δεν με νοιάζει που δεν μπορώ να δω μέσα του, ακούω,οσφραίνομαι και νιώθω τα πάντα γύρω μου. Και το επιδιώκω, σε κάθε πτυχή, σε κάθε φάσμα της ζωής μου. Γιατί μου αρέσει. Μου αρέσει να χάνομαι. Να χάνομαι σε κόσμους μαγικούς. Τόσο κακό είναι?

  Μπορώ λοιπόν να έχω τον λανθασμένο τίτλο της σοβαρής και της λογικής. Που θα σου δώσει σωστές συμβουλές και θα σε βάλει στον ίσιο δρόμο. Μα ποιός αλήθεια ξέρει πόσο ανώριμη είναι η ψυχή μου? Πόσο ηλίθια, με παντελή έλλειψη λογικής. Πόσο τρελή. Πόσο παιδική. Κανείς. Κανείς δεν ξέρει ποιά είμαι. Και κανείς δεν θα μάθει. Έτσι είναι καλύτερα. Πολύ καλύτερα.

  Από εδώ και πέρα λοιπόν θα ζήσω δέκα φορές πιο έντονα από όσο έχω ζήσει μέχρι τώρα. Χωρίς να με νοιάζει τίποτα και κανένας. Γιατί αλήθεια δεν με νοιάζει. Έχω έναν στόχο στο κάτω κάτω.

  Έτσι και αλλιώς, δεν κάνω κάτι κακό έτσι δεν είναι? Δεν υπάρχει η έννοια κακό. Υπάρχουν αυτά που θέλουμε και αυτά που φοβόμαστε να διεκδικήσουμε.

Friday, October 14, 2011

Εσύ είσαι ο λόγος

   Μακάρι να μπορούσες να με κοιτάξεις στα μάτια και να δεις τα λάθη σου. 18 χρονών λάθη. 18 χρονών λήθη.

  Πονάω τόσο πολύ και σε χρειάζομαι. Ακόμα και αν δεν σε νοιάζει το μέσα μου, ακόμα και αν ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για αυτά που θέλω, δυστυχώς υπάρχουν στιγμές που χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από έναν απλό άνθρωπο κοντά σου. Και εσύ δεν είσαι εδώ.

  Μακάρι να κοίταζες στον καθρέφτη και να έβλεπες το χάος σου. Είναι χειρότερο από το δικό μου, αλήθεια.

  Γιατί εσύ είσαι ο λόγος που ήμουν μόνη μου. Εσύ είσαι ο λόγος που έγινα διαφορετική.  Εσύ είσαι ο λόγος που πήρα έναν δρόμο χωρίς γυρισμό. Εσύ είσαι ο λόγος που έκλαψα και πόνεσα. Που κάπνισα τόσο πολύ. Που υπήρξα τόσο άτακτη. Τόσο αντισυμβατική. Που τρύπησα μέρη του σώματός μου με τα ίδια μου τα χέρια. Που καλύφθηκα με καρφιά. Που δοκίμασα απαγορευμένους καρπούς.

Και σε κατηγορώ. Σε κατηγορώ σε κατηγορώ σε κατηγορώ.

Wednesday, October 12, 2011

?

    Γύρισα πριν από καμιά ώρα από την σχολή. Από τις 8 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδι κέντρο. Ήταν απίστευτη εμπειρία πραγματικά, πέρασα υπέροχα και γνώρισα πολύ κόσμο.

   Κι όμως τώρα γιατί πονάω τόσο πολύ μέσα μου? Διάβαζα τα τελευταία μηνύματα, να γιατί. Και αυτή την στιγμή νιώθω ο πιο μόνος άνθρωπος σε όλο τον κόσμο. Και μάλλον είμαι.

  Πόσα συγγνώμη μπορούν να αναιρέσουν κάτι που έπρεπε να γίνει? Κανένα. Ακριβώς γιατί έπρεπε. Αφού λοιπόν θεώρησα ότι μπορούσα να ζήσω την ζωή μου χωρίς την παρουσία σου,τότε γιατί μου λείπεις? Γιατί σε ψάχνω ακόμα?

  Για άλλη μια φορά στην θολούρα του μυαλού μου θα απαντήσω μόνη μου. Γιατί μόνο εσύ ξέρεις. Μόνο εσύ κατάλαβες και δέχτηκες αυτό που είμαι όπως κανένας άλλος. Το αγκάλιασες και το προστάτεψες με όλη σου την δύναμη. Αλλά ξαφνικά τελείωσε.

  Αλήθεια δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν σωστό ή όχι. Αυτό που ξέρω και μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως κουράστηκα. Γιατί ξέρω πως κανείς δεν μπορεί να δει όπως εσύ. Να δει μέσα μου, πέρα από την επιφάνεια. Τις ανάγκες μου, τις τρέλες μου, τα σκαμπανεβάσματά μου. Να τα αγαπήσει και να μου δώσει το περιθώριο να αγαπήσω και εγώ τα δικά του.

  Όχι λοιπόν. Αυτό ήταν αυτή η μια και η μοναδική φορά. Δεν πρόκειται να ξανάρθει.

  Ίσως δεν θέλω και να έρθει ποτέ ξανά. Γιατί εκείνο ήταν μοναδικό. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Monday, October 10, 2011

Άντε να βρίσκω τίτλο τώρα (Ντάξει, βραδινό παραλήρημα)

    Λοιπόν, είχα μια πολύ δύσκολη μέρα. Βασικά λάθος. Είχα μια πολύ δύσκολη και ψυχοφθόρα εβδομάδα. Άλλαξαν πολλά, και ακόμα φοβάμαι κάποια πολύ σοβαρά θέματα. Θα μπορούσα λοιπόν να αρχίσω να πετάω χριστοπαναγίες και άντε πηδήξου και ουστ καριόλη σε όλα τα άτομα γύρω μου. Δεν το έκανα όμως. Δεν φταίνε στο κάτω-κάτω οι άλλοι που η ζωή αποφάσισε να παίξει τραμπολίνο πάνω στην ψυχή μου. Και χοροπηδάει και με δύναμη γαμώτο της.

   Ώρες ώρες σκέφτομαι πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή εάν όλα λειτουργούσαν όπως οι ιστορίες στα βιβλία αγγλικών όταν είμασταν μικρά. Λάθος. Όχι όμορφη. Εύκολη.

  Βλέπεις, οι ήρωες ήταν πάντα όμορφοι. Για να δώσουν δήθεν την εντύπωση της πολιτισμικής ποικιλίας, οι σχεδιαστές των βιβλίων είχαν ΠΑΝΤΑ μια ξανθιά γκόμενα, με μια Κινέζα ή έγχρωμη κολλητή. Το ίδιο και τα αγόρια. Φόραγαν όλοι χρωματιστά μπλουζάκια και αθλητικά. Είχαν όλοι άσπρα αστραφτερά χαμόγελα. Ο ένας γούσταρε μπάσκετ και ο άλλος ζωγραφική. Χαμογέλαγαν ηλίθια ακόμα και όταν ήταν μέσα στην τάξη. Λες και πέρναγαν καλά. Οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από το τι έφαγαν το μεσημέρι (για τις μικρότερες τάξεις) μέχρι το σε ποια ταινία θα πάνε το βράδυ (θυμάστε την εκνευριστική παρουσία του σινεμά όταν μαθαίναμε τον future? Οι τύποι πρέπει να ήξεραν απέξω όλα τα προγράμματα, χειμερινά και θερινά!) και το ότι πρέπει να πάρουν ομπρέλα γιατί το δελτίο είπε ότι θα βρέξει. Τόσα χρόνια οι ίδιοι ηλίθιοι διάλογοι. Θα μου πείτε, δεν υπάρχει και άλλος πιο κουλτουριάρικος και αξιοπρεπής (για μένα) τρόπος να μάθεις αγγλικά. Έλα όμως που έχω νεύρα και αυτή η βλακεία με τα βιβλία αγγλικών στριφογυρίζει στο μυαλό μου εδώ και δυο μέρες!

  Που λες λοιπόν αυτό το άσκοπο παραλήρημα με τα βιβλία αγγλικών που με έχει πιάσει εδώ και τόσην ώρα μάλλον οφείλεται στην γενικότερη βεντέτα που έχω με το λεγόμενο ''αμερικάνικο όνειρο'' από παιδί. Απλά ήμουν πολύ περίεργη μικρή και παρόλο που σαν όλα τα παιδάκια έπαιζα με κούκλες και επιθυμούσα γύρω μου το ξανθό, το καθαρό και το φωτεινό (η αρία φυλή όπως προβάλλεται δυστυχώς από τις Barbie) ένιωθα πάντα μια σαπίλα από πίσω τους. Με αηδίαζαν. Μου φαίνονταν τόσο ψεύτικα. Τόσο ίδια όλα. Για αυτό και μου άρεσε να χαλάω και να μεταποιώ τα παιχνίδια μου. Να τους δίνω ταυτότητα. Να έχουν να πουν μια ιστορία.

   Τέτοιες μέρες λοιπόν που σκέφτομαι τι σκατά κάνω σε αυτόν τον κόσμο και που θα καταλήξω, τέτοιες μέρες λοιπόν θέλω να πιάσω μια ξανθιά με ροζ στον δρόμο και να της βγάλω τα άντερα. Να την ξεκοιλιάσω με τον σουγιά από την Κρήτη που έχουμε στην κουζίνα. Αργά αργά.Έτσι στην ψύχρα. Να την βάλω να φάει το σιχαμένο της ροζ. Το χαμόγελό της που με τσατίζει. Τα all-star που πάντα τα δούλευα γιατί τα φόραγαν όλοι. Το κινητό της με την Hello Kitty που είναι γεμάτο με ''ti kaneis xazi mou???'' ''Bariemai'' ''S'agapo mwro mouuu <3 <3'' Με τέτοιες άπειρες ψευτιές. Όλα ψέματα είναι παιδιά. Όλα. Ποιό ομαδικό πνεύμα και πίπες? Τι να το κάνεις το ομαδικό πνεύμα στον έξω κόσμο? Θα έπρεπε να μαθαίνουν τα παιδιά από μικρά να βγάζουν τους πάντες από την μέση για να πάρουν αυτό που θέλουν. Να παλεύουν για να λάμψουν πάνω από άλλους. Θα έπρεπε από μικρή ηλικία οι καρδούλες τους να γίνονται πέτρινες. Ποιός έρωτας και κλάματα? Τα παιδιά αυτά θα ήταν πάντα έτοιμα να αντιμετωπίσουν τον πόνο. Δεν θα τους άγγιζε.

  Αλλά όοοοοοοοχι, εμείς έπρεπε να μεγαλώσουμε με τις καυλάρες του Disney που παντρεύονταν ζάμπλουτους πρίγκιπες που τις αγαπούσαν ΟΠΩΣ και να ήταν, και ας ήταν η μια με λέπια, η άλλη πτώμα (οι δυο βασικά) η άλλη βρομιάρα μέσα στις στάχτες και η άλλη τσιγγάνα γύφτισα. Α, τώρα που είπα τσιγγάνα, ίσχυε και από την άλλη πλευρά! Η Εσμεράλδα καλό πουτανάκι ήταν, είχε τον ξανθό ιππότη αλλά κούναγε την ουρά της και στο τέρας τον Κουάσι. Χέσε με λοιπόν.

  Και η πλύση εγκεφάλου δεν σταματάει εδώ! Μετά ερχόταν το Notebook στην εφηβεία και μας δίναν ηλίθιες ελπίδες ότι ένας κούκλος μαλάκας θα μας περιμένει κλαίγοντας για 7 χρόνια ακόμα και αν τον είπαμε ξυπόλυτο και γύφτο και τον αφήσαμε, και ότι μετά παρατάμε γάμους γιαγιάδες σκυλιά παιδιά και τρέχουμε και πηδιόμαστε μαζί του ασταμάτητα για δυο μέρες σε κόκκινα σεντόνια. Α ναι και μετά η δύναμη της (εμμ, 50χρονης?) αγάπης μας νικάει και την νόσο του Αλτσχάιμερ. Oh please.

  Ντάξει, υπάρχει και το Eternal Sunshine Of A Spotless Mind ως πιο εναλλακτικό, που είναι και από τις αγαπημένες μου ταινίες, αλλά ακόμα και εκεί σπάστηκα με το τέλος. Αφού στο τέλος θα βλέπεις την φάτσα του και θα ξερνάς, αξίζει αλήθεια να προσπαθήσεις ενώ ξέρεις ΑΚΡΙΒΩΣ πως θα καταλήξει? Αλλά anyway, δεν πρόκειται να κράξω αυτή την ταινία. Έχει κρατήσει ένα κομμάτι μου. Και ένα δικό σου.

  Θα θελα ένα τσιγάρο τώρα που έρχονται πάλι σαν χιονοστιβάδα οι αναμνήσεις. Λίγο καπνό να με ζαλίσει και να σταματήσει αυτό το βραδινό παραλήρημα. Να μουδιάσω λίγο και να μην μου λείπουν άτομα που δεν πρέπει να μου λείπουν.

  Δεν ξέρω πια τι περιμένω από την ζωή μου. Και γίνομαι 18 σε μια εβδομάδα.

  Γαμώ την πουτάνα μου. 

Saturday, October 8, 2011

Απόγευμα

    Είχα μια συζήτηση πρόσφατα με τον κολλητό μου. Δεν έχω πραγματικά ιδέα πως άρχισε, εάν το ρώτησα εγώ ή τι διάολο είπαμε. Έχω χάλια μνήμη.

    Τέλος πάντων, πρέπει να τον ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη του ώρα της ημέρας. Θα φάω ξύλο, αλλά δεν θυμάμαι τι απάντησε (νομίζω ξημερώματα). Ήμουν επικεντρωμένη σε αυτό που θα απαντούσα εγώ.

    Η αγαπημένη μου ώρα της ημέρας είναι αναμφίβολα το απόγευμα. 5.30-7.30, αυτό το δίωρο. Όχι γιατί κάνεις κάτι σημαντικό εκείνη την ώρα, όχι γιατί η ζωή ''ξυπνάει'' ή ''κοιμάται''. Αντίθετα, επειδή είναι λες και ο χρόνος σταματάει αυτό το δίωρο. Κάνει ένα pause μέσα στην ημέρα. Ακούς λιγότερα αυτοκίνητα. Ακούς λιγότερες ψυχές να κινούνται μέσα στον χώρο.

   Είναι οι ώρες αυτές που ο κόσμος ξυπνά σιγά σιγά από τον μεσημεριανό ύπνο ή την ξεκούρασή του. Όλα όμως είναι τόσο ήσυχα, τόσο στάσιμα, που συνήθως απλά αγκαλιάζουμε το μαξιλάρι και γυρνάμε χαμογελώντας από την άλλη. Τουλάχιστον εγώ αυτό κάνω. Θα μου πείτε, εγώ κοιμάμαι και όρθια σε ντουλάπα με αράχνες να περπατάνε στην πλάτη μου και σκούπες αγκαλιά, αλλά anyway.

   Ψάχνοντας εδώ και καιρό κάτι που να με συνδέει με τα παιδικά μου χρόνια, είχα απελπιστεί. Τα παιχνίδια μου που με τόση λαχτάρα έπιανα στα χέρια μου ελπίζοντας πως θα ένιωθα το ίδιο ρίγος που ένιωθα και πριν δέκα χρόνια, είναι άψυχα. Στο κάτω κάτω, τώρα παίζω με αληθινούς ανθρώπους και όχι πλαστικούς.

   Έψαχνα λοιπόν, έψαχνα απελπισμένη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για εμένα από τις αναμνήσεις μου, και να, εδώ ήταν όλες στο δωμάτιο, τα σκονισμένα (και τελικά άσχημα) κουκλάκια μου στο ράφι με τα αιώνια ραμμένα χαμόγελά τους, τα πολύχρωμα παιδικά μου βιβλία με τα οποία έχτιζα πολυκατοικίες για τα Playmobil μου, τα τουβλάκια μου που είχαν ζωγραφισμένα πάνω γράμματα και πάντα σνόμπαρα, ποτέ δεν ασχολήθηκα με τον σκοπό τους, τα χρησιμοποιούσα για κολόνες στα σπίτια μου. Και το πάτωμα, που ήταν πάντα η θάλασσα ενός μαγικού κόσμου. Το κρεβάτι μου, τα ράφια μου και το γραφείο μου ήταν η μόνη στεριά.

   Ορίστε λοιπόν, τα θυμάμαι όλα. Με λεπτομέρειες γαμώτο. Κι όμως, το μόνο που νιώθω όταν τα σκέφτομαι είναι μια απέραντη πίκρα. Γιατί όσο, θεέ μου όσο και να κοιτάω το κρεβάτι μου πλέον θα δω απλά και μόνο ένα κρεβάτι. Κανέναν μαγικό κόσμο. Θα παρατηρήσω ότι είναι άστρωτο, θα σκεφτώ ότι βαριέμαι να το στρώσω και μάλλον θα πάω να φτιάξω κανέναν καφέ και να δω τηλεόραση. Έτσι απλά.

   Με πονάει όμως. Με πονάει που πιάνω τις (κατακρεουργημένες) κούκλες μου με τα κουρεμένα μαλλιά, με τις καρφίτσες που έχωνα στα αυτιά τους για piercing, τα smoky μάτια και τα μαύρα χείλια (κι όμως) και νιώθω ότι πιάνω απλά πλαστικό. Απλό παγωμένο πλαστικό.

  Θυμάμαι πόση αγαλλίαση ένιωθα για μερικές συγκεκριμένες μου κούκλες. Η κάθε μια είχε την δική της ταυτότητα (και ας ήταν σχεδόν όλες ξανθιές), άλλες ήταν βαρετές, κοινές και άλλες με ενθουσίαζαν κάθε φορά που τις κοίταγα. Εκείνην όμως την θυμάμαι. Είχε σχεδόν άσπρα μαλλιά, τόσο ξανθά με μπούκλες, αλλά σε αντίθεση με τις άλλες το δέρμα της δεν είχε το καλιφορνέζικο μαύρισμα. Ήταν κατάλευκο. Και έμοιαζε τόσο αγνή, τόσο εύθραυστη και μαγική, που δεν τόλμαγα να της βάψω την μούρη. Την κοίταζα απλά συνέχεια εκστασιασμένη. Ντάξει τελικά την κούρεψα και αυτή, αλλά anyway. Πάλι όμορφη ήταν.

  Το απόγευμα λοιπόν έκανα τα πιο όμορφα παιχνίδια. Σπάνια με αληθινά παιχνίδια, συνήθως όλα βρίσκονταν μέσα στο μυαλό μου. Και μου άρεσε έτσι, και ας ήμουν μόνη.

  Θυμάμαι που εκείνες τις ώρες κάποιες φορές με ξύπναγε η αλλαγή της φωτεινότητας στο δωμάτιο. Ξαφνικά σκοτείνιαζε αλλά μετά ωπ! Ξανά φως με τύφλωνε. Και παραξενευόμουν, και τσατιζόμουν όταν ένιωθα πάλι φως στο δωμάτιο, αλλά ποτέ δεν άνοιγα τα μάτια. Με ντροπή ομολογώ πως μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως αυτά ήταν τα σύννεφα που άλλες φορές έκρυβαν τον ήλιο και άλλες όχι.

  Τα απογεύματα μου είναι πάντα βουτηγμένα στην μελαγχολία. Στο να θυμάμαι πράγματα που όσο και να προσπαθώ δεν μπορούν να με αγγίξουν πια. Και μου αρέσει όταν κάνει κρύο και είναι έτοιμο να βρέξει, γιατί τότε είναι λες και όλες μου οι αισθήσεις οξύνονται. Λειτουργούσα πάντα μέσω της βροχής. Και όχι δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι και αλλιώς δεν ακούγεται λογικό.

   Ξαπλώνω λοιπόν στο κρεβάτι μου και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα. Και σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνέχεια. Ταξιδεύω πάλι. Όχι σε μαγικούς κόσμους πια. Έτσι και αλλιώς όσο μεγαλώνουμε παύουμε να ελπίζουμε. Και το μόνο που μπορεί να σταματήσει την σκέψη μου είναι ο ήχος της βροχής. Εκεί σβήνουν όλα μέσα μου. Και απλά ακούω.

  Κι όμως, σήμερα είναι η πρώτη φορά στην ζωή μου που θα ήθελα να μοιραστώ την μαγεία αυτής της ώρας με κάποιον άλλο.

 
  

Friday, October 7, 2011

Free love

    



      Λοιπόν πριν λίγο ξεράθηκα στο γέλιο. Έκλαιγα και χτυπιόμουν. Αλήθεια γέλαγα με τα μούτρα μου. Γιατί τα κατάφερες.

Τελικά με έκανες να πονέσω.

    Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο πάγος που είχα τόσα χρόνια μέσα μου έλιωσε για μια στιγμή. Ότι κατάφερες και τόσο γρήγορα τον διαπέρασες για λίγο.Πάντα για λίγο. Εσύ, αλήθεια, δεν ήσουν παρά μια μικροσκοπική κηλίδα στον θρίαμβό μου? Είχα γυρίσει ήδη γρήγορα τις σελίδες μου. Δεν σε χρειαζόμουν. Όσο είχα ακόμα δύναμη, έπαιξα ένα παιχνίδι χωρίς να ορίσω κανόνες. Εγώ μοίραζα τα χαρτιά.

   Κι όμως. Πόνεσα.

   Με ξαναπιάσαν γέλια. Σαν να γελάει μαζί μου κάποιος εκεί πάνω, να με δείχνει με το δάχτυλο και να λέει βουρκωμένος ''Καλά να πάθεις''.

Καλά να πάθω λοιπόν. Γιατί το επόμενο μεγάλο δώρο ή την επόμενη μεγάλη κατάρα που θα σου  χαρίσει η ζωή δεν τα περιμένουμε. Είναι εδώ για να ανατρέψουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα. Έτσι γίνεται πικάντικη η ζωή, με καταστάσεις παύλα μπαχαρικά που σκανδαλίζουν και φέρνουν τα πάνω-κάτω. Και το κατάφεραν, Το κατάφερες γαμώτο.

  Νίκησες. Όκ. Εσύ, νίκησες. Γιατί πόνεσα τελικά. Και ας μην το κατάλαβε κανείς.

Πάμε παρακάτω λοιπόν. Υποθέτω.

Γαμώτο.

Thursday, October 6, 2011

Πολύ με κούρασε πάλι η νύχτα.

    Πολύ με κούρασε πάλι η νύχτα. Δεν μου μιλάει πια. Υποτίθεται πως το σκοτάδι της υπάρχει για να κρύβει όσα δεν πρέπει να δει η μέρα. Ποτέ άλλοτε όμως δεν φαίνονταν τόσα πολλά σε μια νύχτα.

    Τα φώτα είναι παντού. Με πονάνε, με τυφλώνουν. Δεν μπορώ πια να κρύψω τίποτα στο σκοτάδι. Τα σημάδια πονάνε με την δύναμη του περασμένου. Και περιμένουμε την βροχή να μας λυτρώσει απαλά, νύχτα.

   Έχουν αρχίσει να σε νιώθουν άνθρωποι που δεν το αξίζουν. Και εγώ κοιτάζω ψηλά και γελάω  με πίκρα.

    Κάποτε ήταν πολύτιμη η νύχτα. Με αγκάλιαζε απαλά. Έδιωχνε την χλιαρότητα της μέρας. Η νύχτα, ένας μαγικός κόσμος όπου όλα μπορούν να συμβούν. Γιατί ο άνθρωπος τόσο ξεδιάντροπα να την φωτίζει? Δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα. Δεν πρέπει να τα ξέρουμε όλα. Η αλήθεια πονάει.

    Το φως που μπαίνει από το παράθυρο και διαχέεται παιχνιδιάρικα παντού σαν να με κοροιδεύει. Γελάει μαζί μου. Φωτίζει όσα προσπαθώ να κρύψω. Παλιά περίμενα την νύχτα για να ζήσω. Τώρα περιμένω απλά να σβήσουν τα φώτα.

   Βλέπεις, στο σκοτάδι μπορείς να γίνεις αυτό που θες. Το φως γελάει ακόμα μαζί μου καθώς απλώνεται στο γραφείο. Με φτύνει στα μούτρα.

   Μου λείπει η αλήθεια που μου πρόσφερες. Μακάρι να μίλαγα πάλι μαζί σου για νύχτες και σκοτάδια. Να αγκάλιαζα εκείνο το μπλε μαξιλάρι όπως με αγκάλιασε και εκείνο. Με αγάπη. Λυπάμαι όμως. Νέκρωσα μέσα μου. Έπρεπε.

  Ίσως αυτό φταίει, σκέφτομαι καθώς τραβάω την κουρτίνα διώχνοντας απότομα το φως. Ζεσταίνομαι. Τα χέρια μου καίνει κάθε φορά που σκέφτομαι κάτι. Δεν φταίει η νύχτα. Η νύχτα ήταν πάντα τόσο φωτεινή όσο και σκοτεινή όταν δημιουργήθηκε. Δεν φταίνε τα φώτα. Εγώ μούδιασα μέσα μου.

  Μου λείπει η φύση. Να κάνω μόνη μου βόλτες. Όπως σε εκείνο το λιβάδι με τις μουριές όταν ήμουν 10. Πόσο κορίτσι της πόλης ένιωσα, όταν ξαφνικά τα τεράστια δέντρα αραίωσαν και απλώθηκε μπροστά μου εκείνο το λιβάδι. Δεν το πίστευα. Ήταν ένα θέαμα που είχα βιώσει μόνο εικονογραφημένο σε παιδικά βιβλία. Και δάκρυσα τότε. Ακόμα κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν συνέβη στα αλήθεια ή αν ήταν όνειρο. Υπήρχε τόσο φως. Τόσος χώρος να τρέξεις. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, και είχε τόση ησυχία. Θα μπορούσα να ζήσω όλη μου την ζωή εκεί, σε αρμονία με την φύση. Να τρέχω με κλειστά μάτια ξέροντας πως αν σκοντάψω θα είναι πάνω σε αρωματισμένα φύλλα, απαλά λουλούδια και μαλακά χόρτα, όχι σε γκρι τοίχους και ατσάλι. Μακριά από όλα. Μακριά από τα σάπια σας χαμόγελα. Υπάρχει τίποτα πιο αληθινό και πανέμορφο από την μητέρα γη?

   Πολύ με κούρασες πάλι νύχτα. Κουράστηκα να σου αφιερώνω λέξεις στην σειρά. Κουράστηκα να σου αφιερώνω την ψυχή μου.  Κάποιες μέρες σαν και αυτή μου λείπεις. Θα επιστρέψεις όμως σε λίγο, το ελπίζω. Θα χαθώ πάλι στην ζεστασιά σου.

   Με ρωτάνε τόσο συχνά γιατί φοράω μαύρα. Και βγάζουν βιαστικά αβάσιμα συμπεράσματα για μένα. Άλλες φορές κρεμάω καρφιά στο σώμα μου. Αμύνομαι στα σκατά που κρύβετε μέσα σας και επιχειρείτε να μου πασάρετε. Άλλες φορές όμως, κρεμάω μαργαριτάρια στα αυτιά, τυλίγομαι με δαντέλες και πιάνω τα μαλλιά ψηλά. Και τότε αμύνομαι με άλλους τρόπους. Χαμογελώντας κρυφά και με χάρη.

  Με ρωτάνε λοιπόν γιατί. Κάποιες φορές χαμογελάω και δεν απαντάω. Κάποιες άλλες φορές όταν έχω πιει, σηκώνω ζαλισμένη το βλέμμα και λέω κάτι ηλίθιο του στιλ ''γιατί έτσι γουστάρω΄'. Όταν δεν είμαι καλά σκέφτομαι ότι χτύπησε φλέβα πάλι όποιος με ρώτησε και χαμηλώνω το κεφάλι σκοτεινιάζοντας.

  Γιατί φοράς μαύρα Δάφνη?

  Γιατί μου αρέσει να συμβολίζω το άγνωστο.

Monday, October 3, 2011

Το τελευταίο της γράμμα

   Βεν, καλέ μου Βεν,  
 
Κοίταξέ με.
 
  Κοιτάς αλλά δεν βλέπεις. Τα όνειρα ενός παιδιού που συνεχίζουν να τρέχουν μέσα στον χρόνο. Μακάρι να καταλαβαίνατε όλοι σας. Ήθελα να δω τον κόσμο Βεν. Να τον κρατήσω στα χέρια μου. Να τρέξω ανάμεσα στα μυστήρια του. Μα δεν μπορούσατε να δείτε. Την ομορφιά της πορφύρας. Στα χέρια μου. Πόσες φορές την γεύτηκα και θυμήθηκα. Κάθε φορά θυμόμουν. Αναμνήσεις που δεν ήταν δικές μου όμως.
  
   Και η τέχνη της μάχης. Η ομορφιά ενός δυνατού χτυπήματος. Το σπαθί στα χέρια μου. Τα δυο πιστά μου όπλα, σύντροφοι τόσα χρόνια. Πόσα κορμιά έχουν τσακίσει αλήθεια. Αγαπούσα αυτό που έκανα. Γνώριζα τις συνέπειες Βεν ναι. Η Ντόμινο μου είχε πει κάποτε κάτι. Την μέρα που με παρέδωσαν σε εκείνη. Όταν σαν ηλίθια νόμιζα πως όλα ήταν απλώς αποτέλεσμα της απίστευτης τύχης μου. Πως τίποτα δεν συνδεόταν. Προτού περάσει όλος αυτός ο καιρός Βεν. Προτού ζήσω και μάθω αυτή την φρίκη που μας οδήγησε όλους εδώ, σε αυτή την τελική μάχη. Με είχε κοιτάξει βαθιά στα μάτια, η μοναδική φορά που η Ντόμινο με κοίταξε στα μάτια. Μετά από την πληθώρα προσβολών για το πόσο αδύναμη ήμουν, μου είπε '' Είσαι γεννημένη για να παίρνεις την ζωή ανθρώπων, Λου. Για αυτό και το όνομα σου από εδώ και πέρα θα είναι Μάγια. Μάγια θα πει θάνατος.'' Και ύστερα γέλασε, σαν να είπε κάτι φοβερά αστείο. Σαν να με προκαλούσε να της αποδείξω το αντίθετο.

   Το δέχτηκα αυτό το όνομα. Το δέχτηκα γιατί με δέχτηκε και εκείνο. Με αγκάλιαζε κάθε φορά που σκότωνα. Κάθε φορά που ξέπλενα το αίμα σε κάποιο ποτάμι ή λακούβα. Κάθε φορά που γύρναγα στον κοιτώνα και τα μάτια των συγκάτοικων μου με έγδυναν ψάχνοντας την αποτυχία.

   Η σκέψη ότι είμαι ανίκητη, ότι είμαι ελεύθερη Βεν. Οτιδήποτε επιχειρούσε να με πληγώσει θα γευόταν την πικρή γεύση των σπαθιών μου. Τα μπλε εκείνα μάτια που πίστεψαν σε μένα. Πίστεψαν σε μένα Βεν. Για πρώτη φορά στην ζωή μου ήμουν πιο δυνατή ακόμα και από εκείνη. Και είχα μια ταυτότητα Βεν. Επιτέλους, ήμουν κάποια.

   Αλλά σκότωσα. Σκότωσα καθάρματα ναι, μιάσματα της κοινωνίας, άντρες και γυναίκες χωμένους στην λάσπη μέχρι τους ώμους.  Άξιζαν τον θάνατο. Και εγώ όμως χωμένη στην λάσπη δεν ήμουν Βεν?

   Ο φόνος σε αλλάζει με έναν τρόπο που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καταργεί τα σύνορα του μυαλού σου, μουδιάζει το είναι σου. Ξεπέρασες το υπέρτατο εμπόδιο. Τότε λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να κάνεις. Ξυπνάς και ξέρεις ότι μπορείς να κάνει πραγματικά ότι θες. Δεν θα σε πιάσει κανείς. Υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από τα να αφαιρείς μια ανθρώπινη ζωή? Τελείωσε. Ο πρώτος μου φόνος με έκανε Μάγια.

   Ίσως περίμενες να σου μιλήσω για την αγάπη μας. Την τόσο καταδικασμένη αγάπη μας, που την χώριζαν χιλιόμετρα ζωής. Την ζήλεια σου για τον θρήνο μου για το παρελθόν. Μα η ζωή που μου έδωσες Βεν, μόνο τα χέρια μου στο σώμα σου μπορούν να την περιγράψουν. Μια αγκαλιά σαν εκείνες που χανόμουν, τις δικές σου, κάθε φορά που κάποιος γύρω μου χανόταν. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω λέξεις για σένα Βεν. Έχεις γραφτεί με τα χέρια σου μέσα μου.

   Το γράμμα αυτό το γράφω δυο μήνες πριν την προκαθορισμένη μάχη. Δεν είναι τρελό Βεν? Όλη η ομάδα το ήξερε, ήξερε τι έγραφε η προφητεία, ήξερε πως η κάθε κίνησή μας ήταν ήδη γραμμένη σε ένα χαμένο βιβλίο. Αλλά τώρα, που βλέπω ξαφνικά ενήλικες στα μάτια όλων?

   Ο μικρός Άλεξ, τόσο αδύναμος, τόσο φοβισμένος όταν τον πρωτοσυνάντησα κάτω από εκείνο το δέντρο στο Μωβ Δάσος, και τώρα, ένας πανίσχυρος άντρας. Έτοιμος να προστατέψει όσα αγαπάει, την Λίλιθ, το σπίτι μας, εμάς όλους. Η Τζανού, ακόμα παιδί στην όψη, πως έσφιγγε όμως τα δάκρυα της κάθε φορά που κάποιος πέθαινε. Ο Νταν και η αγάπη του ενός για τον άλλο. Η Κίντα, που είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτό από το οποίο έφυγε τρέχοντας πριν δυο χρόνια. Που αγκαλιάζει το μωρό σαν να είναι η μητέρα του. Η αγαπημένη μου Κίντα. Η Λι, που κρατάει τα όπλα της με την ματιά της εκδίκησης. Χαμογελώντας όμως πάντα. Ο Χαρ και τα δίδυμα, η μικρή οικογένεια που αποτελούν οι τρεις τους. Η Λίλιθ και ο αγώνας της να δεχτεί την φύση της. Η Λίνσι και τα μελαγχολικά της παραμιλητά.Η Κατρίνα να αγκαλιάζει τον γιο της. Και για πρώτη φορά να μαλακώνει το βλέμμα της. Και εσύ Βεν, και ο τρόπος που μίλησες στον λαό την μέρα της επανάστασης. Η ευγενική σου γενιά δεν σε εμπόδισε. Υπέφερες και εσύ σαν τα φτωχόπαιδα που σε κοίταζαν με λατρεία φορώντας κουρελιασμένα ρούχα. Πόσο μεγαλώσαμε όλοι μας αυτά τα δυο χρόνια Βεν.

   Σήμερα λοιπόν βρήκα το χαμένο κομμάτι της προφητείας Βεν. Ναι, εκείνο το κομμάτι χαρτί που κυνηγήσαμε τόσο πολύ. Εκείνο το κομμάτι χαρτί στην αναζήτηση του οποίου χάσαμε την Γκέρντα σου. Θυμάσαι τα μαλλιά της Βεν? Τα αγαπούσες τα χρυσά μαλλιά της, το ήξερα και δεν πόναγα. Όλοι αγαπούσαμε τα μαλλιά της.

   Το πιστεύεις ότι ήξερα τι θα έβλεπα γραμμένο στο χαρτί? Το ένιωθα καθώς κάθε μέρα η δύναμη μου μεγάλωνε. Έχανα τον άνθρωπο μέσα μου και υπερίσχυε σιγά σιγά η μάγισσα. Και πόναγα, πόναγα φριχτά και σκεφτόμουν πόσα έζησα σε αυτό το ταξίδι των δυο χρόνων μαζί σας. Πως όση μαγεία και να με ποτίσει, μου δείξατε πως πάνω από όλα είμαι άνθρωπος. Και έκλαψα για την μοίρα που μου έδειχνε εκείνο το κομμάτι χαρτί. Πόνεσα γιατί ήθελα τόσο πολύ να ζήσω. Γιατί βαθιά μέσα μου, αυτά τα δυο χρόνια Βεν, πίστευα πως μετά την μεγάλη μάχη θα ήμουν επιτέλους ελεύθερη. Θα ανέπνεα καθαρό αέρα.

    Το χαρτί έγραφε  '' Και όταν ο θάνατος τρυπήσει τα κορμιά τους με την δύναμη της γης, της παντοδύναμης Γαίας, τότε μόνο οι τέσσερις εκλεκτοί θα μπορέσουν να ελευθερώσουν, τα σώματα ή τις ψυχές τους. Και έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία, και αυτός είναι ο λόγος ο δικός μου, όπως τον άκουσα από την Λιχάλ την φωτισμένη''

    Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα θα είμαι ήδη νεκρή Βεν.

    Μάγια. 

Thursday, September 29, 2011

Διάλογος μαζί σου.



- Καλημέρα
- Καλημέρα
- Πως νιώθεις?
- Όπως δεν με άφησες ποτέ να νιώσω εσύ.
- Σήμερα θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σε αφήσω λίγο έξω από το κλουβί.
- Δεν χρειάζεται. Θα φύγω μόνη μου.
- Πρόσεχε.. Θα μπλέξεις άσχημα.
- Νιώθω ελεύθερη
- Δεν γεννήθηκες για να είσαι ελεύθερη.
- Τώρα όμως είμαι. Έστω για λίγο υπήρξα. Και μου άρεσε πολύ.
- Ήταν σωστό?
- Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στον κόσμο μου. Υπάρχουν αυτά που θέλω και αυτά που με αναγκάζεις να κάνω.
- Είσαι μόνη σου.
- Έχω μάθει να ζω μόνη μου.
- Και το κλουβί?
- Έχω ήδη φύγει μια φορά από το κλουβί.
- Γιατί το έκανες?
- Έτσι για να στην σπάσω.
- Εσένα σπας Δάφνη. Σε χίλια κομμάτια. 

Monday, September 26, 2011

Αγαπημένε μου




   Αγαπημένε μου,

Ναι αυτό είναι ένα γράμμα. Λέξεις στην σειρά για χάρη σου. Κι όμως, δεν υπάρχεις ακόμα. Ή δεν έχεις γεννηθεί ακόμα.

   Ξέρεις, άλλες φορές παίρνεις την μορφή του. Και τα χέρια μου καίνε. Λες και κρατάω μια απίστευτη δύναμη στα χέρια μου. Τρέμουν όμως ταυτόχρονα όταν σε κοιτάζω φοβισμένα. Πως γίνεται να είμαι τόσο αδύναμη κοντά σου?

   Άλλες φορές παίρνεις την άλλη μορφή. Την καταραμένη. Έχει περάσει τόσος καιρός, που ούτε τα μάτια σου δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Το άρωμά σου που με συντρόφευσε εκείνο το βράδι μέχρι το πρωί. Το σχήμα του προσώπου σου. Δεν μπορώ να θυμηθώ αγαπημένε μου. Ίσως δεν θέλω. Θυμάμαι τον πόνο όμως. Θυμάμαι εκείνη την μέρα. Την μέρα που γνώρισα την Κόλαση.

   Η Κόλαση είναι στις ψυχές των ανθρώπων. Στον τρόπο που μισούν, στον τρόπο που ερωτεύονται. Δεν είναι τόπος, είναι μια κατάσταση. Η αιώνια τιμωρία. Όσο αλλάζεις μορφές αγαπημένε, τόσο πιο πολύ βυθίζομαι σε αυτή την συμφωνία. Και όσο πιο γρήγορα, τόσο πιο πολύ σκοτεινιάζω μέσα μου. Με τραβάει εκείνη.

   Την θυμάσαι έτσι δεν είναι? Την υπόσχεσή μας. Τότε που με κοίταξες στα μάτια αποφασιστικά. Λάθος. Πάμε πάλι. Όταν θα με κοιτάξεις στα μάτια αποφασιστικά. Όταν θα είμαι έτοιμη να σπάσω τα δεσμά μου, και να σου δείξω, ωω πόσα θέλω να σου δείξω αγαπημένε! Θα σε έπαιρνα από το χέρι και θα σε βύθιζα στον καθρέφτη του μυαλού μου, σε εκείνο το λιβάδι με τα λουλούδια που τόσο ονειρεύτηκα. Κόκκινα μπλε και κίτρινα λουλούδια. Με μεγάλα πέταλα που φώναζαν καλοκαίρι. Και σαν παιδί θα γέλαγα και θα έτρεχα μακριά σου και μετά πάλι κοντά σου. Θα σου έδειχνα το σπίτι μου. Το κλουβί με τα χρυσά κάγκελα. Θα μπορούσα να στο δείξω την μέρα, ω ναι την μέρα εκείνη κοιμάται. Θα σε έβαζα να μυρίσεις τους πολύχρωμους καπνούς που ανέδυαν τα περίεργα παιχνίδια της. Τα μεθυστικά αρώματα που κρατούσε σε τεράστια σκαλιστά μπουκάλια. Θα σε έβαζα να αγγίξεις τα υφάσματα εκείνα, κεντημένα με νύχτα και αστέρια.
   Αλλά πως θα μπορούσες να καταλάβεις? Θα ήταν μέρα. Πώς θα μπορούσες να δεις αυτά τα υφάσματα να τυλίγονται γύρω μου τόσο σφιχτά που το δέρμα μου να κοκκινίζει? Τα ίδια πανέμορφα υφάσματα να τα σφίγγει εκείνη με τόση δύναμη γύρω από τον λαιμό μου, ω τι παράδοξο, να πεθαίνεις από κάτι τόσο όμορφο, να πεθαίνεις αγκαλιά με κάτι τόσο πολύτιμο. Πώς θα μπορούσες ποτέ να νιώσεις εκείνους τους καπνούς να θολώνουν το μυαλό σου? Να σε κάνουν να θες να ουρλιάξεις βοήθεια. Δεν θα μπορούσες να τα νιώσεις αυτά. Γιατί απλά θα σου δείχνω αγαπημένε. Δεν μπορείς να τα αγγίξεις.
    Και πώς θα μπορούσες ποτέ να διανοηθείς την φριχτή μορφή της? Να δεχτείς ότι υπάρχει, και είναι εδώ κάθε μέρα, μαζί μου? Εκείνο το ζευγάρι κόκκινα μάτια. Πώς θα μπορούσες ποτέ να μου πεις ότι είχα δίκιο, από την στιγμή που δεν θα δεις ποτέ την νύχτα να πέφτει σε αυτό το κλουβί? Δεν θα μπορέσεις να δεις ποτέ την κόκκινη νύχτα να πέφτει, την ατμόσφαιρα γύρω σου να γίνεται αποπνικτική, την ησυχία να απλώνεται, και το μόνο που να ακούγεται να είναι το νερό που κυλάει και η λαχανιαστή ανάσα σου. Και εκείνη να μου προσφέρει πορφυρά φαγητά και να τραγουδάει σιγανά στο αυτί μου.
   Αγαπημένε, έαν υπάρχεις ξανά, εάν ξαναγεννηθείς, σε παρακαλώ, διώξτην.

Μα τι λέω. Δεν υπάρχει για σένα έτσι δεν είναι?

Wednesday, September 21, 2011

Trust no man, fear no bitch (ή πιο ήρεμα, περί φιλίας. Και ανέμων και υδάτων)

    Δεν θέλω να θυμάμαι την εφηβεία μου. Κατέστρεψα οτιδήποτε θετικό είχα ως άνθρωπος, απέβαλλα το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας που μου είχε μείνει, κολύμπησα μέσα την ίδια μου την δειλία. Φοβήθηκα πάρα πολύ.
    Αλλά σιγά σιγά, με την βοήθεια ενός ξεχωριστού ανθρώπου, πιάστηκα από το κάγκελο του κρεβατιού μου. Στήριξα όλη μου την δύναμη στα χέρια μου και αργά αργά κατάφερα και έκανα κάποια βήματα. Τα πόδια μου ήταν νεκρά, τα κατάφερα όμως.

Σε λίγο καιρό θα μπορώ να τρέξω :)
     Μου λείπεις πολύ αλήθεια. Μου λείπει το αιώνιο χαμόγελό σου, και οι κουρτίνες στο δωμάτιο σου που μύριζαν εσύ. Μου λείπει το να γουρλώνεις απίστευτα τα μάτια σου όταν ετοιμαζόσουν να πεις κάτι αστείο. Η μανία που είχες με τις γαλάζιες σκιές και τα μολύβια.Μου λείπει η αλήθεια που μου πρόσφερες απλόχερα από όταν ήμασταν παιδιά. Τα παιχνίδια με τις κούκλες. Η Ζήνα και η Γαβριέλλα. Εκείνη η μέρα που μας βάλαν τιμωρία στην αίθουσα με το κουκλοθέατρο και περάσαμε τέλεια. Το θρανίο μας που το χώριζες για να μην το ζωγραφίζω.  Οι αιώνιοι καυγάδες μας που τελείωναν πάντα με το κλείσιμο του τηλεφώνου. Τα μηνύματα τα ξημερώματα κάθε φορά που η ζωή μας μεγάλωνε με τις στιγμές της. Οι κλοτσιές σου όταν κοιμόμασταν μαζί. Και εκείνο το ένα και μοναδικό ροχαλητό που έριξες στο εξοχικό σου και με έκανε να ξεραθώ στο γέλιο μόνη μου μέσα στην νύχτα. Μου λείπει το να μεγαλώνω μαζί σου.
     Όσο μεγαλώνω τόσο χάνω την πίστη μου σε καθημερινές αξίες. Έχω χάσει την πίστη μου ήδη στην μεγαλύτερη δύναμη, την αγάπη. Έχω χάσει την πίστη μου στην φιλία. Καθόμουν και σκεφτόμουν, γνωρίζεις καθημερινά άτομα τα οποία συμπαθείς και περνάτε ωραία. Ποιό είναι όμως εκείνο το κάτι που θα σε κάνει να νοιαστείς πραγματικά για εκείνα? Ποιό είναι εκείνο το ερέθισμα το οποίο θα σε κάνει να νιώσεις τον πόνο τους και να τα παρατήσεις όλα για να τους παρηγορήσεις? Αυτό που θα ενώσει τις ζωές σας για πάντα? Όλα ένα γαμημένο συμφέρον είναι. Κατέληξα λοιπόν ύστερα από πολλά χρόνια σκέψης, πως δυο είδη φιλίας μπορούν να είναι αληθινά και ανιδιοτελή.
     Το πρώτο είναι οι παιδικές φιλίες, ή γενικά οι φιλίες που αρχίζουν πριν τα 13-14. Η αγνότητα που κρύβουμε μέσα μας μας οδηγεί πραγματικά στην αγκαλιά των άλλων. Πόσο αθώα κλαίγαμε για έναν φίλο μας στα 10 μας? Για αυτό αυτές οι φιλίες, ακόμα και αν δεν κρατάνε λόγω συμφέροντος,ξεχωρίζουν ως η μόνη περίπτωση στην οποία νοιάζεσαι πραγματικά για να είναι χαρούμενος ο άλλος. Στην οποία κλαις όταν κλαίει και εκείνος. Αυτές οι φιλίες είναι ένα είδος αγνού πλατωνικού έρωτα. Πάντα πίστευα πως ο έρωτας και η φιλία κρύβουν μέσα τους το ένα λίγο από το άλλο.
      Το δεύτερο είδος είναι κατά την γνώμη μου οι φιλίες στις οποίες υπήρξε έρωτας ή δυνατή έλξη. Όταν μια σχέση με έναν άνθρωπο ξεκινά με έναν ερωτικό ενθουσιασμό να υπερκαλύπτει την μορφή του, μπορεί όταν αυτό κοπάσει (είτε μιλάμε για μονόπλευρο ή αμοιβαίο) να προκύψει πραγματικά μια πραγματική φιλία. Να θέλεις αλήθεια ο άλλος να είναι καλά.Αυτό ισχύει κυρίως για την φιλία μεταξύ αντρών και γυναικών. Από την στιγμή που ξεπερνάμε τα ζωικά ένστικτα της αναπαραγωγής και της έλξης μπορούμε να φτάσουμε το ανώτερο, πνευματικό επίπεδο της φιλίας.
      Όλα τα υπόλοιπα είναι περιστασιακές παρέες. Στοπ.

Sunday, September 18, 2011

Random thoughts

    Και σκέφτεσαι εάν πραγματικά η ζωή είναι ένα ατελείωτο ρίσκο. Και αναρωτιέσαι εάν πρέπει να ορμήσεις με τα μούτρα στην κάθε πρόκληση, μόνο και μόνο για να ζήσεις. Χωρίς να υπολογίσεις μετά όμως τις συνέπειες.

    Και αν έρχονται καλύτερες μέρες? Και αν σιγά-σιγά το σκοτάδι κουράζεται να σε κυνηγάει? Και αν πρέπει να αναλωθείς σε άτομα που σε αγαπάνε και είναι διατεθειμένα να μαλακιστούν για να χαμογελάσεις?

   Γιατί σε κάποιο σημείο σταματάει να υπάρχει το πρέπει. Και αρχίζει το θέλω.

   Στο κάτω κάτω, μια φορά γίνεσαι 18. Πόσες ανέμελες δεκαετίες μαλάκινσης σου μένουν ακόμα? Ας αφήσουμε λοιπόν τα βαθυστόχαστα υπαρξιακά ερωτήματα για όταν η νύχτα δεν θα μπορεί πια να μας αγγίξει. Για όταν εκείνη θα φύγει από κοντά μου μια για πάντα.

   Και θέλω πολύ αυτό το φθινόπωρο να με αγαπήσει όπως σκοπεύω να το αγαπήσω και εγώ.

Thursday, September 15, 2011

Αυτό το κάψιμο στο δέρμα

    Καπνίζω πολύ τελευταία. Σαν να επιδιώκω το δέρμα μου να καίει. Σαν το μόνο που απομένει ελεύθερο είναι ο καπνός που βγαίνει από το στόμα μου.

   Αναρωτιόμουν πόσο εύκολο είναι να ξεπέσεις. Να δεις τον εαυτό σου να κυλιέται στο πάτωμα και να φτύνει την αξιοπρέπειά του στα μούτρα του κόσμου. Η λέξη ''συνέπεια'' σου ακούγεται πλέον σαν την λέξη ''μουσική''. Και τα δυο είναι εδώ για να περάσουν από τα αυτιά σου και να σου θυμίσουν. Και να εξαφανιστούν όμως μετά. Είναι ωραίο να λες που και που ''δε γαμιέται''. Και να προχωράς ακάθεκτος σε μέρη άγνωστα. Αυτό είναι το πιο γοητευτικό στην όλη ιστορία έτσι δεν είναι? Το άγνωστο.

  Σαν να μην έγινε ποτέ αλήθεια? Άσε κάτω το τσιγάρο και αφουγκράσου. Ποιός έφταιξε? Και τι νόημα έχει αλήθεια να το ψάξεις τώρα? Είναι η πρώτη φορά που κλείνεις στις παλάμες σου την Δάφνη. Εκμεταλλεύσου το.

  Ο αναπτήρας μου είναι πορτοκαλί. Πόσο σιχαίνομαι αυτό το χρώμα. Πόσο παράταιρο μοιάζει με τον κόσμο μου. Ο κόσμος μου που ήταν πάντοτε άσπρος ή μαύρος. Ή και τα δυο. Τα δυο άκρα που συγκρατούν τον κόσμο. Η αιώνια ισορροπία. Η ατέρμονη ανισορροπία. Και ενίοτε, μια δόση από κόκκινο. Λίγο κόκκινο. Λίγο όμως.

  Η πρώτη τζούρα είναι πάντα πικρή. Σκοτεινιάζω ελαφρά και ανατριχιάζω καθώς οδηγώ τον καπνό στον λαιμό μου. Και ρουφάω όπως το μωρό το γάλα του. Μόνο που δεν ξέρω γιατί.

  Είναι παράλογο να νιώθεις ότι η ζωή σου έχει τελειώσει στα 17. Είναι επίπονο να βλέπεις μια ολόκληρη γενιά να βυθίζεται σε μια μιζέρια και σε μια κατάθλιψη, που στην πραγματικότητα οφείλεται στο ότι απλά we're young and we're bored. Είναι απαίσιο να ξέρεις ότι ο δικός σου πόνος είναι αυθεντικός, αλλά να μην μπορείς να μιλήσεις για αυτόν. Πουθενά και σε κανέναν. Γιατί το ότι το κράτησες τόσα χρόνια μέσα σου σε έκανε αυτό που είσαι. Και κανείς δεν δέχτηκε τα δώρα της νύχτας όπως εσύ. Πώς να καταλάβουν? Σιωπή! Τίναξε την στάχτη.

  Νιώθω γερασμένη. Ότι καινούριο και να έρθει, θα το υποδεχτώ με τα χέρια κρεμασμένα στον αέρα και την ψυχή ορθάνοιχτη. Πρέπει να το υποδεχτώ. Το κεφάλι μου θα γείρει στο πλάι. Ο εγκέφαλος μου θα δώσει εντολή στους μυς στο στόμα μου να τραβηχτούν. Σαν κουρτίνα θεάτρου, θα χαραχτεί ένα χαμόγελο. Θα σηκώσω απαλά το κεφάλι. Θα γελάσω δυνατά χωρίς να θέλω. Θα δώσω χωρίς να πάρω.

  Όταν χαμογελάω ποτέ δεν με κοιτάνε στα μάτια. Λες και ξέρουν τι πρέπει να αποφύγουν. Λάθος. Άλλη μια. Όταν χαμογελάω δεν κοιτάω κανέναν στα μάτια. Ξέρω πως τα δικά μου ειναι τόσο παγερά που με προδίδουν. Ξέρω πως σιχάθηκα το καθαρό. Απαρνήθηκα το φως όταν ήμουν παιδί ακόμα. Φαινόταν η μόνη λύση. Το ανεχόμουν όμως δίπλα μου. Τώρα πια δεν το αντέχω. Δεν αντέχω το αστραφτερό ροζ. Δεν αντέχω τον ήλιο. Δεν αντέχω εκείνο το βλέμμα σου.

  Και είναι οι μέρες εκείνες. Που θέλω να φύγω μακριά. Το τσιγάρο τελειώνει τώρα. Δεν πειράζει θα ανάψω άλλο. Έχω όλο τον χρόνο του κόσμου. Και αρκετό φως ακόμα για να αντέξω.

Wednesday, August 31, 2011

Καλωσήρθες πίσω

  Γιατί το παρελθόν μου κρατιέται ακόμα τόσο γερά πάνω μου?

Υποτίθεται πως έφυγες όπως ήρθες. Έφυγες για τους λόγους που ήρθες. Έσβησε εκείνη η λάμψη στα μάτια σου, ο ακόρεστος πόθος του κυνηγού. Πίσω από την κούπα του καφέ ήσουν εκεί όμως. Και εκείνο το βράδι. Αριστερά από το σεντόνι μου. Εκείνο το τελευταίο βράδι με κοίταξες επικριτικά. Το βλέμμα σου ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Δεν μπορούσε όμως πλέον να με αγγίξει. Η μορφή σου μου ήταν οικεία, τα χέρια σου πλέον δεν με πάγωναν, ο καιρός τα είχε ζεστάνει.

   Τότε πως γίνεται να μου λείπεις? Εσύ, το κορίτσι που έκλαιγε θάνατο, υπήρχες μόνο στις σκιές. Στις γωνίες που κανείς δεν ψάχνει. Στο δέρμα μου. Και με κράταγες σφιχτά, τα δάχτυλά σου ενίοτε μπήγονταν με μανία στην καρδιά μου και την έπιαναν μέσα στο σώμα μου, έτσι για να ξέρεις πως κρατάς την ύπαρξή μου στα χέρια σου.
 
   Ονειρεύτηκα τόσο πολύ. Θεέ μου, πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο. Και αυτό με σκότωσε. Με έριξε στον πάτο, με ξέσκισε και με έκανε τέρας. Ονειρεύτηκα τον άνεμο, ο αέρας δεν χρειάζεται κανένα επίθετο, δημιουργήθηκε για να σε γεμίζει όταν όλα τα άλλα έχουν ησυχάσει. Ήταν εκεί και φύσαγε δυνατά, μικρές λέξεις μου μετέφεραν οι φυλλωσιές των δέντρων και χαμογέλαγα γαλήνια. Την μουσική που γέμιζε κλάμα το είναι μου. Ονειρεύτηκα εκείνη την απέραντη κοιλάδα με τα λουλούδια. Το όνειρό της ήταν να τρέξει ανάμεσα σε λουλούδια κάποτε. Χωρίς να περιμένει να σταματήσει ποτέ. Να τρέχει ατελείωτα μέσα από κάτι όμορφο. Όλες οι αισθήσεις της να ήταν σε εγρήγορση. Θα έβλεπε, θα μύριζε, θα ένιωθε τα λουλούδια. Θα άκουγε τον άνεμο που θα μαστίγωνε το πρόσωπό της. Και θα έτρεχε για πάντα, μακριά από γκρίζα γυάλινα κτίρια και ανθρώπους με άδεια ψυχή.

   Τίποτα, το κάθε ουρλιαχτό, το κάθε κλάμα, το κάθε σημάδι, η κάθε ανάμνηση είναι ακόμα εδώ μέσα μου, σπαρταράει, είναι ζωντανή. Με τυλίγει με χέρια που καίνε. Και νιώθω ξανά εκεί, κουλουριασμένη, μόνη. Δυνατή. Η δύναμη έτρεχε στα χέρια μου και είχε χρώμα πορφυρό. Η γεύση της σε ξύπναγε, οξύ που γελάει.

   Σιγά σιγά παίρνω πάλι τον δρόμο εκείνο. Και οδηγούμαι πάλι στην τρέλα. Στο τίποτα. Σε εκείνες τις νύχτες. Σε αυτό το ταξίδι μου πάλι στην κόλαση όμως, σκοπεύω να πάρω και άλλους μαζί μου.

Αυτό που μου έλειψε από αυτές τις νύχτες ήταν το ότι ήταν πάντα δικές μου.