Wednesday, December 19, 2012

Συνομιλία (?) ν.6

 Επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται, γυρίζει ασταμάτητα μέσα στο κεφάλι μου και με τρελαίνει

Τα κομμάτια τους πέφτουν στο πάτωμα. Είναι πίσω μου. Είναι πίσω μας.

-Νιώθεις καλύτερα τώρα?
-Όχι.

  Μην φύγεις. Σε παρακαλώ. Πνίξε με πάλι στα χέρια σου, δεν πονάω. Δεν νιώθω πόνο πλέον. Με κούρασε πολύ η βροχή. Με κούρασαν τα χαμόγελά τους. Με κούρασαν πάλι όλοι τους. Και πηγαίνω πάλι πίσω, όταν προσπαθείς να ξυπνήσεις αλλά δεν θες. Δεν μπορείς να ξυπνήσεις. Το μισό σου κορμί βρίσκεται μέσα στο κεφάλι σου και το άλλο μισό στην πραγματικότητα. Και κάνει κύκλους, αέναους κύκλους.

 Υπάρχουν τόσα πράγματα γύρω μου που δεν μπορώ να καταλάβω. Και αντί να νιώθω έστω το παραμικρό ίχνος εξυπνάδας που τα βλέπω νιώθω χαζή, ανίκανη να τα κατανοήσω. Και τσατίζομαι με τον εαυτό μου γιατί υπάρχουν πράγματα που όντως δεν θα καταλάβω και δεν θα εκλογικεύσω ποτέ, ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος.

  Ξέρω όμως πως εγώ σε κάλεσα. Ήθελα να το κάνω εδώ και καιρό.

Σε κοίταξα στα μάτια και σου φώναξα μια παιδική μου απορία ''Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε μόνοι? Γιατί πρέπει να γεννηθούμε και να πεθάνουμε στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου? Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω. Θέλω να μείνω μόνη. Μόνη.''

 Το βλέμμα σου πήρε την απόχρωση του οίκτου. Με λυπόσουν, γιατί έβρισκες ηλίθια την απορία μου. Θεωρούσες δεδομένο ότι εγώ συγκεκριμένα θα ήξερα την απάντηση. Με ρωτάς γιατί.
 'Κάποιος μου έμαθε κάποτε πως η μοναξιά συνεπάγεται την απόλυτη ελευθερία'' σου απάντησα.
'Σου το έμαθε. Σου το δίδαξε. Σε έκανε να το πιστέψεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ισχύει.'

'Πες μου!΄της φώναξα και κρεμάστηκα από τα χέρια της. ΄Δείξε μου, μάθε μου! Οδήγησέ με! Δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου'. Και γέλασες πικρά και ειρωνικά. 'Θυμήσου! Άνοιξε τα μάτια σου και δες επιτέλους!'. Και κοίταξα. Και για πρώτη φορά, είδα.

 Η λέξη συναισθήματα μου σπάει τα νεύρα. Μου φαίνεται πολύ κοινή και αστεία για κάτι τόσο καταλυτικό στις ζωές μας. Τα συναισθήματα του ανθρώπου είναι άσχημη παγίδα. Είναι μικρές βόμβες που απαιτούν εξωτερίκευση, φωνάζουν και παρακαλούν για έκρηξη. Υποτίθεται πως ότι νιώθει ο άνθρωπος συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του, τότε όμως γιατί έχει αυτή την ακατανίκητη επιθυμία να το βγάλει από μέσα του; Να τ δείξει σε έναν άλλον άνθρωπο; Πρέπει να το προβάλλει σε εκείνον με κάποιο τρόπο. Γιατί αλλιώς θα τρελαθεί.

 Πήγαινα πάνω κάτω στο κλουβί σαν αγριεμένο ζώο. Με κοίταζες ήσυχα καθισμένη στην γωνιά σου. Αυτή την φορά θα με άφηνες να τσουρουφλίσω το κεφάλι μου μόνη μου, το ήξερα. Δεν θα έβγαζες λέξη.

 Και σκεφτόμουν για όσα συμπέρανα. Ναι, έβγαζαν νόημα, έβγαζαν πολύ νόημα σε μένα. Πότε όμως η δική μου λογική ακούστηκε σωστή στους γύρω μου? Γιατί κάπου πρέπει να τα πω όλα αυτά. Γιατί, όπως είπα πιο πάνω, υπάρχει αυτή η ανάγκη να βγουν προς τα έξω.

 Και πότε είναι κάποιος πραγματικά ελεύθερος? Όταν είναι μόνος του; Η μοναξιά δεν είναι φυλακή; Δεν είναι κλουβί με χρυσά κάγκελα;

 Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω. To κεφάλι μου κοχλάζει και βουλιάζω πάλι. Βουλιάζω όπως τότε.

Ίσως όταν φτάσει κανείς στο σημείο να θέλει να δώσει ό,τι έχει μέσα του στον άλλον, ίσως τότε να είναι ελεύθερος. Γιατί δεν έχει μείνει τίποτε που να μαζεύεται και να τον τρώει. Τα έχει δώσει όλα. Ίσως την πραγματική ελευθερία την αγγίζει κανείς μόνο μέσω του άλλου.

 Και οι νύχτες? Και τα παιχνίδια με το μυαλό σου? Και το κλειδί που πέταξες? Το κλουβί κλείδωσε. Εσύ η ίδια το κλείδωσες.

 Πάλι παραληρώ δίχως νόημα. Ακόμα δεν μπορώ να γράψω. Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω ξανά. Δεν πειράζει.