Thursday, June 27, 2013

Otherland

   Βρέχει ελπίδα. Βρέχει κίνδυνος. Ανοίγω το στόμα για να γευτώ τις σταγόνες. Παίζω σαν παιδί στα καταραμένα νερά. Ακυρώθηκα, εξευτελίστηκα, έπιασα το άγνωστο, έπιασα το μηδέν, το ένιωσα στο κορμί μου. Και από το μηδέν ξαναχτίστηκα. Έσβησα τις φλόγες. Έλιωσα τον πάγο. Φύσηξα τις στάχτες από πάνω μου και για πρώτη φορά κοίταξα με λίγο θάρρος παραπάνω τον καθρέφτη. Μου μίλησα. Του μίλησα. Της μίλησα. Σας μίλησα. Το ραμμένο μου στόμα άνοιξε επιτέλους, από τον λαιμό μου ξεχύθηκαν ασταμάτητες λέξεις, μαζί με πόνο, μαζί με ελπίδα, μνήμη και ορμές από ξεχασμένες εποχές, μαζί με βρεφικά τραγούδια και εικόνες που έπρεπε να βάλω τα κομμάτια τους στην σειρά. Άγαρμπα και χοντροκομμένα, με δειλά αλλά αποφασισμένα βήματα αναδύθηκε το μέσα μου. Πνίγηκα λίγο στην προσπάθεια να το βάλω σε τάξη. Λίγο όμως.

  Αναπνέω έναν αέρα που θυμίζει λίγο χειμώνα. Αυτή η μυρωδιά του ξύλου που σφίγγει λίγο τους ανθρώπους αγχωμένα. Πετάω τις αλυσίδες, αλλά δεν είναι εκεί να με σταματήσει. Τα μάτια της,που φώναζαν νύχτα δεν φαίνονται πλέον πουθενά. Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να με κρατήσει όπως λάτρευε τόσα χρόνια, να με αγκαλιάσει πνίγοντάς με με προσποιητή στοργή, τα αέναα παιχνίδια της με το μυαλό μου και τα ουρλιαχτά του νου μου μοιάζουν ανάμνηση εφιάλτη από τον οποίο έχω ξυπνήσει και τον θυμάμαι γελώντας. Και μου γεννάται η απορία σε βαθμό τρόμου. Πού είναι?

 Ήταν τόσο εύκολο; Πόσο καιρό είχα στα χέρια μου το κλειδί και δεν μπορούσα να το δω;  Η έλλειψη αντίστασης με κάνει νευρική, με θυμώνει. Καραδοκεί κάτι μεγαλύτερο από εκείνη την χρυσή φυλακή όμως. Με κάνει χαρούμενη, με κάνει να κλαίω, με μπερδεύει, δεν μπορώ να το κατατάξω στην μέρα ή στην νύχτα, έχει δικούς του κόσμους και δικούς του κανόνες. Είναι ένας παγωμένος ήλιος στην νέα μου πραγματικότητα. Άνθη που τα πέταλά τους είναι μικρά μαχαίρια. Μια Χώρα των Θαυμάτων που δεν φλέγεται πια, διαφορετική από αυτήν που με τόση αγωνία κυνήγησα στην προηγούμενή μου ζωή.

 Και κυνηγάω εικόνες και μυρωδιές, την σκληρό σοφό δέρμα των δέντρων, τους μυστήριους ήχους της νύχτας που γεμίζουν το είναι μου και το παγωμένο νερό που κάνει τα χέρια μου να γελάνε, την άμμο να μου γαργαλάει και να μου καίει τα πόδια σε μια ένοχη σαδιστική απόλαυση. Κυνηγάω εκείνο το παιδί που μοιάζει όμως να φεύγει συνέχεια μακριά μου. Το πλήγωσα, το ταπείνωσα, δοκίμασα τα όριά του, το σκότωσα. Με τιμωρεί άραγε τώρα, ή απλώς δεν έχει πια δύναμη να δώσει πνοή στις απαγορευμένες σκέψεις μου? Δεν θα με αφήνει πια να καλύπτω τις ανώριμες κραυγές μου με το πέπλο του παιδιού που απλά θέλει να παίξει και να μάθει? Με αφήνει να πάρω μια γεύση του αληθινού κόσμου, με σπρώχνει βίαια έξω από το κλουβί, την σωπαίνει μια για πάντα για χάρη της επούλωσης των τραυμάτων. Εκείνη όμως με έκανε ότι είμαι. Πέρασα την μισή μου ζωή στην αγκαλιά της. Τρέφοντας το κορμί της χωρίς να το καταλαβαίνω, παγιδευμένη σε έναν αιώνιο κύκλο. Κλειδωμένη, αλλά με νου ελεύθερο να ταξιδέψει. Με όρισε, με δοκίμασε και τώρα εξαφανίστηκε σιωπηλά, σαν να μην υπήρξε ποτέ; Υπήρξε άραγε; Οι κύκλοι δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.

  Χρειάζομαι άνεμο. Όσο μεγαλώνω μου λείπει όλο και περισσότερο. Τώρα πια περνάει από δίπλα μου, μια υποψία ξεχασμένου ονείρου, μια καταπιεσμένη μνήμη, μου θυμίζει την πλέον κενή παρουσία του κάνοντας βόλτες στο σκισμένο δέρμα μου, χωρίς να ψιθυρίζει τίποτε πια. Σαν ανάμνηση νεκρού εραστή έρχεται, άλλοτε βίαια και άλλοτε ύπουλα, μου θυμίζει αυτό που ήταν, είναι και δεν θα είναι ποτέ ξανά και φεύγει.

  Μια νέα τάξη των πραγμάτων. Ένας ήλιος που ζεσταίνει αλλά είναι παγωμένος. Η παιδική φωνή σου, το ματωμένο σου φόρεμα, τα παραπονεμένα σαν ροδοπέταλα χείλη σου, οι ατελείωτες μπούκλες σου που είχαν λίγη από την ομορφιά της φθοράς, όλα μοιάζουν τόσο μακρινά, και όμως, καμία φωτιά δεν φεύγει δίχως ανάμνηση, καμία κόλαση δεν εγκαταλείπει δίχως σημάδια, κανένα βράδυ δίχως αντίο. Το δικό σου αντίο δεν ακούστηκε ποτέ, και σαν έναν άρρωστο έρωτα, παρά το ότι μου διέλυσες το μυαλό, περίμενα ένα αντίο. Μια συμφιλίωση. Μια ισορροπία. Όχι πια μαύρο και άσπρο. Όχι πια φωτιά και νερό. Λίγο άνεμο, και ίσως λίγη γη ενίοτε.

 Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι μετουσιώθηκες σε αυτό την ανώτερη και καταραμένη αίσθηση που φέρνει τους ανθρώπους κοντά, τους ενώνει σαν αφρισμένη διψασμένη θάλασσα, τους αρρωσταίνει και ύστερα τους διαλύει σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα. Όταν ήμουν μικρότερη πίστευα πως ο έρωτας μολύνει τους ανθρώπους και τους προσδίδει παραπάνω τρέλα από όση μπορούν να αντέξουν κάποιοι ταξιδιώτες του νου. Όσο όμως ο ήλιος αυτός με φωτίζει και σπάει σε λιλιπούτεια κομματάκια οποιονδήποτε φόβο ή έγνοιά μου, τόσο μεγαλώνει ο φόβος μου πως αν τον πλησιάσω, αν έρθει η ώρα να τον αγγίξω, να φτάσω τα όριά του στον κορεσμό του παιχνιδιού, θα συναντήσω πάγο. Ανάγκη. Πόνο. Απουσία.

 Είναι ένας λαβύρινθος αυτή η αίσθηση, ένας σκοτεινός θαυμαστός λαβύρινθος όπου τα ρολόγια σταματούν, το πάνω είναι κάτω, μπορείς να μεγαλώσεις, να μικρύνεις, να μεταμορφωθείς σε ότι ποθούσες ποτέ υπό το βλέμμα του άλλου, τίποτε δεν έχει λογική και τάξη. Ο εαυτός σου αποκτά νέες δυνάμεις, και στην δίνη αυτού του αρχέγονου χορού βάφεις οτιδήποτε λευκό κόκκινο. To μαύρο και το άσπρο, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, ερωτευμένοι εχθροί καταδικασμένοι να παίζουν την αιώνια μάχη μέρας και νύχτας και να καταλήγουν πάντοτε τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, σε αυτό το εύθραυστο παιχνίδι σκάκι όλα έχουν νόημα χωρίς να βγάζουν νόημα.

  Άλλες φορές πάλι είναι σπίτι, μια δική σου ασφάλεια που μόνο εσύ και εκείνος καταλαβαίνετε. Σπίτι που χτίζεται σιγά σιγά με αδιαπέραστα θεμέλια, σε μια προσπάθεια να απωθήσει λύκους, ξωτικά και δαίμονες που θέλουν να το παραβιάσουν, και κλείνει μέσα του όλη την ηρεμία και την αγάπη που θα μπορούσε να αντέξει αυτός και όλοι οι άλλοι κόσμοι. Και άλλες φορές είναι το πιο όμορφο μέρος, που δεν έχει μορφή, χρώμα ή γεύση, δεν βγάζει ήχο και δεν πιάνεται με τα χέρια, είναι απλά εκείνος, και ο νους σου επικεντρώνεται τόσο πολύ στην ύπαρξή του που αδυνατεί να σκιαγραφήσει τις συνθήκες, το μέρος και την μορφή της τρέλας αυτής.  Και κάποια μέρα, υποψιάζεται και φοβάται η δειλή, ανόητη, ειδεχθής ψυχή μου, θα επιφέρει τον θάνατο. Καμία κόλαση, κανένα κλουβί με χρυσά κάγκελα, καμία Εκείνη με ματωμένο φόρεμα. Απότομος, αθόρυβος και ξαφνικός θάνατος.