Friday, January 10, 2014

Μάγια1



       Ο Βεν κρύωνε. Δεν θυμόταν γιατί είχε αποκοιμηθεί, δεν θυμόταν πολλά πράγματα τον τελευταίο καιρό. Άνοιξε διστακτικά τα μάτια του. Το δωμάτιό του λες και τον πλάκωνε, το σκάφος βρισκόταν σε κίνηση όπως πάντα αλλά εκείνος ένιωθε ένα ακίνητο βάρος να του βαραίνει το στήθος, χειρότερο από ευθύνη, χειρότερο από ενοχή, χειρότερο και από ανάγκη, λες και οι τελευταίοι συνεχόμενοι θάνατοι που είχαν στιγματίσει την ομάδα είχαν φωλιάσει στους τοίχους σαν παραμορφωμένα σιωπηλά παράθυρα. Δυο πρόσωπα πλημμύρισαν με μνήμες το κεφάλι του ξαφνικά, και τότε θυμήθηκε. Πέταξε τρομαγμένος τα σκεπάσματα και βγήκε από το δωμάτιο.
    Όλα έμοιαζαν κανονικά, όλοι κάναν τις δουλειές τους όπως πάντα. Μπορούσε να μυρίσει χορταρικά και κρέας να ταξιδεύουν στον αέρα από την κουζίνα, πράγμα που σήμαινε ότι η Κίντα μαγείρευε όπως κάθε μέρα το βραδινό. Τα μικρά κοιμόντουσαν νωχελικά στα ντιβάνια της αίθουσας, το στόμα της Λι ήταν ανοιχτό ενώ η Τζανού είχε κουλουριαστεί σαν μπάλα μαζί με τα μαξιλάρια λες και ήθελε να κρυφτεί. Κοντά στο τζάμι η Ρειν χάιδευε την κοιλιά της σκεφτική, που για κάποιον λόγο του φαινόταν τώρα μεγαλύτερη από ποτέ. Του έριξε ένα φευγαλέο, ίσως πικρό βλέμμα όταν είδε ότι την κοίταζε και μετά στράφηκε πάλι στον ουρανό. Κοντά της, μπροστά από τον τοίχο με την βιβλιοθήκη, ο Ναλτ διάβαζε στο πάτωμα ένα βιβλίο, με γυάλινα μάτια, ίσως χαμένος στις σκέψεις του. Κοίταξε προς το πιλοτήριο και είδε καπνό να βγαίνει από το ατσάλινο παραθυράκι στην πόρτα, και σκέφτηκε ότι η Λίσσε κάπνιζε την πίπα της ξαπλωμένη στην καρέκλα, ρίχνοντας κλεφτιές ματιές στον ουρανό ή στην οθόνη ελέγχου σε περίπτωση που η Κίντα επιχειρούσε ξαφνική επίσκεψη. Κοιτώντας πάλι τα άτομα στην αίθουσα, την μεγάλη, αναγκαστικά δυσλειτουργική οικογένειά του σκέφτηκε πως οι υπόλοιποι μάλλον κοιμόντουσαν. Τα μάτια του έψαξαν το ξανθό κοντό κεφάλι του Άλεξ, σημειώνοντας μέσα του όμως ότι το αγόρι θα είχε την ανάγκη να μείνει μόνο του περισσότερο από όλους. Και η θύμηση εκείνης της νύχτας τον κατέκλυσε ξανά.
  Έτρεξε στον διάδρομο, τον σκοτεινό βρώμικο διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο με τους καθρέφτες. Έτρεχε χωρίς να σκεφτόταν τις επιπτώσεις των πράξεών του, έτρεχε χωρίς να τον νοιάζουν οι προειδοποιήσεις των υπολοίπων, απλώς έτρεχε λες και η αλυσίδα κάποιας άγνωστης δύναμης του έκαιγε τον λαιμό και τον υποχρέωνε να την ψάξει, να την βρει, να την δει.
  Το μόνο φως της αίθουσας ήταν της σελήνης, που προσπαθούσε δειλά πότε πότε να μπει από τα πλατιά παράθυρα στο τέλος των τοίχων, και των σπαθιών και των όπλων που ήταν στοιβαγμένα στην θέση τους. Μια κόκκινη μικροκαμωμένη μορφή κουλουριασμένη στο πάτωμα πολλαπλασιαζόταν από τους καθρέφτες, και τα δεκάδες είδωλα αλλάζαν λίγο μια στο τόσο από τον σπασμό ενός λυγμού ή από κάποια αχτίδα φωτός που πέρναγε γρήγορα από τα χέρια της και ύστερα χανόταν.
  Δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει ή να φωνάξει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αγκαλιάσει αυτό το πλάσμα που μύριζε θάνατο, αν έπρεπε για άλλη μια φορά να δοκιμάσει απελπισμένος να γεμίσει το άδειο σώμα της για να τρελαθεί ξανά όταν διαπίστωνε ότι το κενό ύστερα μεγάλωνε, δεν ήξερε αν έπρεπε να την φιλήσει όπως κάποια σπάνια βράδια που μπορούσε να δει τον τρόμο και τον φόβο να αντικαθιστούνται από μια πιο ανθρώπινη και προσιτή μελαγχολία, δεν ήξερε τίποτα. Οπότε προχώρησε και στάθηκε άπραγος για κάποια δευτερόλεπτα μπροστά της κοιτώντας το πάτωμα.

  Σήκωσε το πύρινο κεφάλι της μηχανικά, μόνο ίσως για να αποκαλύψει εκείνο που ο Βεν φοβόταν να δει. Άδεια μάτια, τα πράσινα μάτια της ήταν ρουφηγμένα και άδεια, κοιτάζαν χωρίς να βλέπουν. Τα χείλια της ήταν στραβά, λες και προσπαθούσε επί ώρες να αρθρώσει κάποια λέξη που τελικά δεν κατάφερε ποτέ, και τα μάγουλά της υγρά και γεμάτα ξεραμένα δάκρυα. Τα γόνατά της ήταν ματωμένα, ο Βεν κατάλαβε πως έχωνε με μανία τα νύχια της ίσως όλο το απόγευμα. Και ξαφνικά τον κυρίεψε το ακατανίκητο αντρικό ένστικτο της προστασίας, της φροντίδας των γονάτων που αγαπούσε, και έσκυψε απότομα να την αγγίξει.
  Εκείνη, που το χάρτινο βλέμμα της γύρναγε στην αίθουσα όσο εκείνος την παρατηρούσε, τραβήχτηκε απότομα σαν λαβωμένο ζώο. Και ύστερα έσκυψε μπροστά του, με το σώμα της να έχει πάρει μια κλίση που θύμιζε κλαδιά δέντρου και τα μάτια της γουρλωμένα, και είπε με φωνή σκουριασμένη που έμοιαζε να έβγαινε από σωλήνες χωμένους στην γη '' Είναι εδώ''.
  Δεν ήθελε να ακούσει για άλλη μια φορά αυτά που εκείνος θεωρούσε τρελές παραισθήσεις. Δεν ήθελε για χάρη του έρωτά του για εκείνη να διαλύσει για άλλη μια φορά την τόσο καλά δομημένη πραγματικότητά του που τον είχε κάνει άτρωτο μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία. Δεν την είχε πιστέψει την πρώτη φορά, δεν μπορούσε να την πιστέψει και τώρα, και δεν είχε το κουράγιο να θρέψει την δυστυχία της με χάδια και φιλιά. Ήθελε απλώς να βγάλει με κάποιο τρόπο τον θάνατο από την άκρη των ματιών της, την σκόνη από τον λαιμό της, την μορφή της μικρής που τόσο αγάπησε εκείνη καρφωμένη στον τοίχο ενός σπιτιού, ήξερε πως η εικόνα αυτή βασάνιζε την Μάγια περισσότερο ίσως από τον ίδιο τον θάνατο του παιδιού. Ήθελε να αντικαταστήσει τα ουρλιαχτά του πόνου της με την νύστα της νοσταλγίας, ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να καταφέρει μαζί της. Την αγαπούσε όμως. Και η αγάπη είναι ένα αλόγιστο χωρίς δεύτερη σκέψη τίναγμα του σώματος προς το αντικείμενο της εμμονής, και το σώμα του τινάχτηκε με μανία προς το κόκκινο εκείνο κορίτσι χωρίς να ξέρει το γιατί.
  Την άρπαξε από τα χέρια και την σήκωσε μπροστά του. Όταν τα μουδιασμένα πόδια της πήγαν να λυγίσουν,την έσφιξε δυνατά ώστε να μπορέσει να σταθεί μόνη της μπροστά του. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι άδειες τρύπες.
  Τα κατάφαγε, κατάφαγε το αγριεμένο δάσος των ματιών της με τα δικά του, ρούφηξε την λιγοστή κρυμμένη ομορφιά που της είχε μείνει, τράβηξε τις κόκκινες τούφες από τα μαλλιά της που μπλέκονταν και κρύβαν το λεπτό πρόσωπό της, προσπάθησε να ζωγραφίσει με το νου του το ξεχασμένο χαμόγελό της στα ρουφηγμένα της μάγουλα, προσπαθούσε απελπισμένα χαιδεύοντας την να θυμηθεί την λάμψη της που τον έκανε κάποτε να αναζητά τον λόγο για τον οποίο ήρθε στον κόσμο, και τον χορό του κορμιού της πάνω στο δικό του εκείνες τις νύχτες, πασπαλισμένο με παιδικά δάκρυα και χαμόγελα επιθυμίας. Κατάφαγε τα μάτια της ερωτευμένα χωρίς να καταφέρει να φωτίσει τις δυο σκοτεινές πράσινες σήραγγες και ύστερα προσπάθησε να κάνει κάτι λογικό, κάτι ορθό, κάτι αναγκαίο.
''Δεν έφταιγες εσύ!'' φώναξε απελπισμένα κοιτώντας την με κάλπικη αποφασιστικότητα. ''Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός σου, αυτός ο πόλεμος είναι όλων μας και σκοτώνει κάθε μέρα εκατομμύρια παιδιά σαν εκείνη, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, έτρεξες όσο πιο γρήγορα μπορούσες, σώθηκαν όλοι οι υπόλοιποι, πρέπει να χαίρεσαι που σώθηκαν όλοι οι άλλοι και ας προσπάθησες, δεν γινόταν να ήξερες ότι την κράταγε η Ντόμινο, όχι όχι δεν γινόταν, όχι.''
  Δεν ήξερε τι έλεγε. Τα λόγια του ακούγονταν ηλίθια και ανούσια, το ήξερε, τα επιχειρήματά του γινόντουσαν στάχτη από την έλλειψη βάρους τους κατευθείαν αφού έβγαιναν από το στόμα του. Η αυτοσυγκράτησή του, οι αρχές του, η δύναμή του, όλα είχαν καταρρεύσει στην προσπάθεια να κολλήσει αυτό το κορίτσι, να κολλήσει εκατομμύρια θραύσματα ενός σπασμένου ποτηριού, να νικήσει την τρέλα με την λογική, με ζεστό φαγητό και μια θέση στο κρεβάτι του για εκείνη, τα πίστευε αυτά και όσο πιο πολύ τα πίστευε τόσο πιο πολύ απελπιζόταν από το πόσο άδειαζαν ξανά όσο μίλαγε τα μάτια της. Αυτός δεν ήταν ο δικός του αγώνας για εκείνη, αυτός δεν ήταν ο αγώνας της ομάδας για εκείνη, ούτε η ίδια δεν πάλευε τον εαυτό της. Η Μάγια ήταν ένα κουφάρι στα χέρια του στο οποίο πάλευε να φυσήξει ζωή. Μήπως να πίστευε τις τρελές της λέξεις? Μήπως να κοίταζε για ατέλειωτες ώρες όπως εκείνη τον τοίχο, προσπαθώντας να δει αυτά που του περιέγραφε? Παρά την μαγεία που πότιζε τον κόσμο τους, που γεννιόταν από τις ρίζες των φυτών ακόμα,ήταν ποτέ δυνατόν ο θάνατος να ήταν πρόσωπο όπως περιέγραφε? Και να είχε επιλέξει από όλο τον κόσμο και το σκότος του, από την Ντόμινο, την Νερίσσα, τους δολοφόνους των γονιών του και τα μέλη του Συμβουλίου να στοιχειώσει εκείνη? Η δύναμη της στην μάχη και στην ηγεσία της αποστολής δικαιολογούσε άραγε τον ναρκισσισμό της, που την έκανε να βλέπει οράματα με λιβάδια με νεκρούς και τον θάνατο με ματωμένα ρούχα να προσπαθεί να κάνει έρωτα στην ψυχή της?
   Γιατί αυτό ένιωθε, από εκείνη την εποχή όπου δεν υπήρχε άνθρωπος στην Δεύτερη Πλευρά που να μην ήξερε με τρόμο το όνομά της, όταν την είδε για πρώτη φορά ως προστατευόμενη της πιο ισχυρής γυναίκας σε εκείνη την γη, να περπατάει λάγνα με το λευκό της φόρεμα να κολλάει στο σώμα της και τα μάτια της να ουρλιάζουν κίνδυνο, ήξερε πως κατά βάθος αγάπησε όσο και μίσησε το τι έκανε τότε. Και τώρα προσπαθούσε να πείσει εκείνον και την Κίντα για ένα παραμύθι μέσα στο κεφάλι της, για έναν απόηχο της ενοχικής της δόξας εκείνων των ημερών που την έκανε να πιστεύει ότι μετά από όλους τους ανθρώπους που είχε στείλει στον θάνατο εκείνος πρόθυμος ως άνθρωπος επέλεγε να την βασανίσει? Ο Βεν τρελαινόταν όσο την κοιτούσε, τρελαινόταν διότι δεν μπορούσε να δει μέσα στο κεφάλι της, τρελαινόταν γιατί η γυναίκα που αγαπούσε είχε σκοτώσει, σκότωνε και θα ξανασκότωνε και φοβόταν την υγεία του μυαλού του όσο την ποθούσε.
    Και ο έρωτάς του έσβηνε στην θύμηση των κατακόκκινων ματιών της όταν μεταμορφωνόταν μέσα σε μια δίνη φωτιάς, όταν γινόταν η απόλυτη εκπροσώπηση της δύναμης, γιατί τότε δεν έμοιαζε με άνθρωπο και τότε την μισούσε, την απεχθανόταν και το μυαλό του την εκλάμβανε ως ένα από τα στοιχεία που πολεμούσαν τόσον καιρό και ενστικτωδώς ήθελε να στρέψει το όπλο του στο κεφάλι της, όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στο όνομα μιας χαμένης αποστολής. Ήταν μια από τα τέσσερα πνεύματα, τις αρχέγονες βάσεις του πλανήτη τους, που άλλαζαν κορμιά ανακυκλώνοντας ενέργεια και θάνατο, κουβάλαγε την δεύτερη πιο ισχυρή δύναμη ανάμεσά τους, και όμως όταν η δύναμη αυτή την έπνιγε και μετενσαρκωνόταν στην αρχαία αύρα της φωτιάς, τότε ήθελε να την σκοτώσει πιο πολύ από ποτέ, ναι ένιωθε την ανάγκη του να προστατέψει τον κόσμο από εκείνη, όπως την πρώτη φορά που είδε την δύναμη και των τεσσάρων τους στην Βάγκναρ.
  Τότε που η φωνή της γης που κάλεσε οργισμένη η Νερίσσα και ταρακούνησε το έδαφος ολόκληρο σπάζοντας τις πέτρινες γέφυρες της Βάγκναρ στα δυο, καταπίνοντας σπίτια και ζωές, τότε που ο άνεμος που διέλυσε τις στέγες των σπιτιών και άθελα του επικαλέστηκε ο Άλεξ και τα πανύψηλα αφρισμένα κύματα που έπνιξαν τους κατοίκους της πόλης, τα οποία μανιασμένα διέταζε η Ντόμινο, τότε, τότε η φωτιά της Μάγια ήταν η μόνη πηγή καταστροφής που εξέπεμπε τόση διεστραμμένη ομορφιά, καθώς η σκοτεινή πόλη που δεν είχε δει το φως για δυο αιώνες φωτιζόταν για πρώτη φορά από πολλούς πύρινους ήλιους. Και μισούσε τον εαυτό του που εκείνη την καταραμένη μέρα κοίταζε άπραγος τις φλόγες της να γλείφουν τα σπίτια καινα τρώνε τις σάρκες των ανθρώπων χωρίς να κάνει τίποτα, μισούσε τον εαυτό του που η έμφυτη δύναμη της, μια δύναμη που δεν επέλεξε ποτέ και της δώθηκε με κριτήριο τον πόλεμο, μισούσε τον εαυτό του που για ένα λεπτό και μόνο εκείνη την μέρα, μπόρεσε να καταλάβει και να δει μουδιασμένος εκείνο που την τράβηξε σε εκείνο τον χορό των φόνων.
   Πίσω από τα μάτια του Βεν, πίσω από το σώμα της, η Μάγια όντως δεν βρισκόταν εκεί. Σκοτάδι. Και εκείνη η σιωπή που κανένα ανθρώπινο ον δεν θέλει ποτέ να βιώσει. Έτρεχε ανάμεσα στις τεράστιες κολώνες που ξεφύτρωναν από το μαρμάρινο πάτωμα, έτρεχε έτρεχε προς την κατεύθυνση εκείνου του μαύρου που κατάπινε τα πάντα αλλά δεν υπήρχε τίποτα αριστερά, τίποτα δεξιά τίποτα πίσω και τίποτε μπροστά από εκείνην την ατέλειωτη σκοτεινή αίθουσα.
   Γιατί δεν είχε προλάβει? Γιατί δεν είχε νοιαστεί να αναζητήσει την μικρή πριν την επίθεση? Γιατί ο ταραγμένος νους της ήταν μόνο στα τάγματα όταν ειδοποιήθηκαν για τον στρατό που πλησίαζε την πόλη? Γιατί δεν έτρεξε πιο γρήγορα?
  Τα καρφιά με τα οποία η Ντόμινο είχε καρφώσει την Ιρένα, εκείνα τα καρφιά τα ένιωθε στο κεφάλι της, σαν να προσπαθούσε να εξιλεωθεί για το παιδί ζώντας το μαρτύριό του. Το αίμα του είχε ήδη πήξει όταν έφτασε, το κορμάκι της ήταν ήδη παγωμένο, δεν πρόλαβε να δει ούτε έναν τελευταίο σπασμό ζωής μέσα της. Και οι ενοχές τσιμπούσαν το σώμα της, έκοβαν κομμάτια σιγα σιγά με τα ράμφη τους, εκείνα τα πουλιά που την συντρόφευσαν τόσες ώρες στο παρελθόν ήταν πάλι εδώ.
   Κούνησε απότομα το κεφάλι της, όπως το κούναγε όταν εκπαιδευόταν ακόμα και η Ντόμινο ούρλιαζε τα παράπονά της μέσα στα αυτιά της. Την χτυπούσε με ξύλα στα πόδια και πέταγε ατσάλινα λόγια ουρλιάζοντας για την τεχνική της, για το αδύναμο κορμί της, για τους καβγάδες με τα άλλα παιδιά στα υπόγεια, για το κλάμα που δεν έπρεπε να είχε ρίξει στην προπαίδευση. Και ακόμα και να την θύμωναν κάποια από τα λόγια εκείνα, εκείνη την ασημένια φιλόδοξη εποχή, κούναγε με αυτοπεποίθηση το κεφάλι, την κοίταζε θαρραλέα στα μάτια και χαμογελούσε ειρωνικά. Μια φορά, απάντησε στο σχόλιο για την αντοχή στον πόνο με το να μπήξει απότομα το μαχαίρι της στην παλάμη της κοιτώντας με μάτια που έκαιγαν την Ντόμινο.  Εκείνη της είπε τότε γελώντας ότι η επίδειξη και η αλαζονεία της δεν μπορούν να καλύψουν το ότι παραμένει αδύναμη. Αλλά η Μάγια συνέχισε να χαμογελά, διότι είχε δει αυτό που ήθελε, μικρά κομματάκια έκπληξης και ίσως υπερηφάνιας στα μάτια της Ντόμινο.
  Γιατί τα θυμόταν τώρα όλα αυτά? Την περίοδο της σαπισμένης δόξας της, τα εγκλήματα που διέπραξε, την δίψα για κυριαρχία. Τι σχέση είχαν αυτά με τον θάνατο του παιδιού?
  Κι όμως οι μνήμες εκείνες την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Είδε ότι βρισκόταν στην υπόγεια αίθουσα του σκάφους, ότι είχε νυχτώσει και ότι ο Βεν καθόταν αμίλητος μπροστά της. Διαπίστωσε ότι καθόταν όρθια με κρεμασμένα τα χέρια και τα μάτια καρφωμένα σε ένα από τα άπειρα είδωλά της μέσα στους καθρεύτες. Δοκίμασε να κουνήσει τα άκρα της, και όταν διαπίστωσε ότι μπορούσε, κούνησε απότομα το κεφάλι της όπως τότε και κοίταξε με καθαρό βλέμμα τον Βεν.
''Την θέλω νεκρή. Την θέλουν νεκρή. Την θέλεις νεκρή''.
 Τα λόγια της τάραξαν τον Βεν, που πετάχτηκε ζωηρά από το πάτωμα και την κοίταξε ανήσυχα.

  ''Για αυτό βρίσκεσαι εδώ. Κοίμισε ότι σε σκοτώνει και αφιερώσου στον στόχο που μας ενώνει, τόσους διαφορετικούς ανθρώπους κλειδωμένους εδώ μέσα, συνεργάσου, βγάλε την ενέργεια που σε καταστρέφει στο ταξίδι μας'' της είπε προσέχοντας αυτή την φορά μια μια τις λέξεις του, νιώθοντας όμως το κενό ανάμεσά τους να μεγαλώνει νοητά. Η Μάγια τον κοίταξε ξανά, και τώρα είχε το γνωστό σκληρό ύφος με το οποίο στόλιζε τον κόσμο του, λες και τα ψυχρά παγωμένα μάτια της φτιάχτηκαν για να του κραυγάζουν την ανάγκη για λογική και για ρεαλισμό.

  Εκείνη έκανε απότομα στροφή και βγήκε από την αίθουσα, κατευθυνόμενη προς τα πάνω. Ο Βεν την ακολούθησε μηχανικά νιώθοντας πιο άχρηστος από ποτέ, ανακτώντας όμως την ψυχραιμία του καθώς τα φώτα του διαδρόμου δυνάμωσαν και μπήκαν μαζί στην κεντρική αίθουσα. Σε αυτόν τον πόλεμο μόνο η σάρκα και ο εγκέφαλός του ήταν χρήσιμα.

Monday, November 4, 2013

4 Ν.

     Γελάει. Το γέλιο της σπάει καθρεύτες, φωτίζει την νύχτα και νυχτώνει την μέρα, γελάει υστερικά.

Το δηλητήριο πάλλεται σαν νεογέννητο, παλεύει να βγει έξω από το σώμα της, ποτέ δεν τα καταφέρνει.

Και κόκκινο, τόσο πολύ κόκκινο, ο κόσμος ολάκερος δεν έχει ξαναδεί πιο πολύ.

Ας τρέξουμε μαζί, ας πέσουμε στο πάτωμα, ας κυλιστούμε στο χώμα που φύτρωσε η απορία μας. Μένει τίποτε άλλο;

Αιώνιο κυνήγι κινδύνου, τραντάγματος ζωντάνιας, απότομου ξυπνήματος με κρύο νερό στο σώμα. Ποτέ ρολόι τακτικό, ποτέ ζωή που κυλά, πάντα μπρος και πίσω, και κάποιες φορές δειλά δειλά και ξενερωμένα αριστερά δεξιά. Λίγες φορές.

Πάντα κάτι παραπάνω. Πάντα κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Μπουσουλάει μέχρι το μπάνιο και ξέρει ήδη την απάντηση, όσο ξερνάει χρώματα και ελπίδα στην τουαλέτα. Κι άλλο, κι άλλο.

Είναι πρωί, μα το κορμί της την ωθεί στην νύχτα. ''Αποζητώ τον λήθαργο! Την λήθη! Την αιώνια ηδονή και ικανοποίηση! Τους αρχαίους θεούς της σκέψης! Την ελευθερία!'', ανακοινώνει με δραματικό ύφος στο καταπονημένο είδωλό της στον καθρέφτη. Τα σκασμένα χείλη της ραγίζουν επιδεικτικά, το δέρμα της ρυτιδιάζει, τα ξεθωριασμένα μάτια της φτύνουν περηφάνεια και το κεφάλι της πέφτει στο πλάι.  Την διασκεδάζει ο εαυτός της.

Στο σαλόνι είναι ένα παιδικό βιβλίο. Οι σελίδες του είναι λερωμένες, έχουν κηλίδες καφέ. Και το παιδί με το ματωμένο δέρμα, με το άσπρο, το λευκό παράπονο και τις μπούκλες-κύματα αφρισμένα, εκείνο το παιδί στέκεται πλάι στο βιβλίο και σε κοιτάει τρομαγμένο.

''Λευκό! Λευκό,''  φωνάζει, ''εγώ μόνο λευκό ήθελα! Συγγνώμη!''

Τα μάτια του έχουν την υγρή προσποίηση της ειρωνείας. Και αριστερά-δεξιά, που και που, μπλε πιτσιλιές αλήθειας.

Κοιτάζει το παιδί πασχίζοντας να βρει την λύση στα μάτια του, όπως παλέυει από την μέρα που γεννήθηκε να βρίσκει λύσεις στην ίριδα των άλλων, μέσω των άλλων.

Του γυρνάει την πλάτη. Δεν έχει θέση στο αποψινό παραλήρημα, όχι απόψε τα πάντα είναι δικά της, δεν φταίει κανένας παρά η ίδια για το άδεισμα του κεφαλιού της.

Και χρειάζεται τα σπασμένα μπουκάλια στο πάτωμα, χρειάζεται το μούδιασμα των νεύρων, γιατί έτσι πρέπει, έτσι ήταν, έτσι πρέπει να είναι και όλα είναι οκ όσο είναι.

Πετάγεται έξω από το σπίτι και προσπαθεί να κουνήσει τα μεθυσμένα άκρα της. Καταφέρνει να τρέξει. Ναι, για λίγο τρέχει. Λες και φυσάει ο αέρας κάθε ουσία που έχει ποτίσει το κορμί της σε κάθε τετράγωνο. Μέχρι να δει κόρες, ασπράδι και γαλάζιο, πράσινο και καστανό πόνο, μάτια που φυτρώνουν στα χέρια της, στον λαιμό της, στην πλάτη και στα μάγουλά της, τα νιώθει να βγαίνουν από το δέρμα της, να γεννιούνται χαρούμενα, ανεμπόδιστα. Δεν μπορεί να τα σταματήσει.

Αγγίζουν, μυρίζουν, γεύονται. Την κατακλύζουν. Βλέπουν τόσο πολύ, κάνουν την απώλεια μέρα και την παρουσία νύχτα. Κόβουν, κομματιάζουν, τσακίζουν. Σταμάτησε να τρέχει, δεν μπορεί άλλο, δεν έχει κουράγιο πνίγεται, τα χέρια της τα μαστίγωσε ο άνεμος και μάτωσαν.

Γαλανά, πράσινα, σκούρα μάτια, ανθρώπινη ουσία χωρίς άνθρωπο, μαύρο δίχως άσπρο, στήθος χωρίς στέρνο. Σέρνει τα πινέλα της πάνω τους, ένα-δυο, τρία-τέσσερα, μια γραμμή εκεί μια εδώ, μελάνι χορεύει στα φλέβαρά τους, πετάει χρώμα στην ακινησία τους, μα καταλήγει να σχεδιάζει τρυφερά το περίγραμμά τους. Δεν μπορεί να τα καλύψει. Τους δίνει την αγάπη της άρνησης, ηδονικό μπρος και ύστερα πίσω, και μετά τα αγκαλιάζει σαν τιμωρημένα παιδιά.

Μπρος και πίσω. Ποτέ στην μέση. Ποτέ δωμάτιο ανθρώπινο. Πάντα παγωμένη καμάρα ή ζεστό σαλόνι ποτισμένο με ψεύτικη γλύκα.

Άσπρο και μαύρο. Μπρος και πίσω. Μέχρι το τέλος.









 

Wednesday, October 2, 2013

9

  Δεν μπορώ να ανασάνω. Το περίμενα, το περίμενα ίσως με έναν ηδονικό φόβο, το περίμενα και ήρθε. Είσαι μπροστά μου πιο μεγαλόπρεπη από ποτέ, η μορφή σου είναι πεντακάθαρη, τα χέρια σου παγωμένα και λεπτά σαν κλαδιά όπως τα θυμάμαι, τα μαλλιά σου, οι ντροπαλές μαύρες μπούκλες σου γυαλίζουν στο φως της νύχτας, το φόρεμα σου σχεδόν μυρίζει τέλος. Και γελάς και είσαι παρανοικά όμορφη, γελάς δυνατά, θριαμβευτικά γιατί νίκησες, γιατί είσαι εδώ, γιατί επιστρέφουμε μαζί στο μηδέν, στις μέρες που μας καθόρισαν και βάψαν τους ουρανούς μας κόκκινους. Γελάς και η φωνή σου σπάει σε χίλια κομμάτια, κομμάτια γυαλί που μου τρυπάνε το κεφάλι. Δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν θέλω να το πιστέψω, δεν με παίρνει να το πιστέψω. Δεν είπες ποτέ αντίο γιατί ήξερες πως ήσουν πάντα εκεί.

  Και καρτερικά σαν τους πιο ενδόμυχους φόβους μας, με έτρωγες από μέσα, αυτού του είδους η φθορά που δύσκολα γίνεται αντιληπτή, σαν να σηκώνεις ένα υπέροχο μεταξωτό σεντόνι και βλέπεις το νεκρό σώμα που κρυβόταν τόσο καιρό από κάτω του, και περίμενε, περίμενε.

  Και ένας χρόνος ηρεμίας, εβδομάδες ανάπλασης γίνονται στάχτη μπροστά στα έντρομα μάτια μου, και εσύ χορεύεις ευτυχισμένη στον χορό του καπνού γιατί νίκησες, νίκησες. Ποτέ δεν ήταν παιχνίδι μαζί σου, πάντα ήταν αιώνιο κυνηγητό, και τώρα ξαφνικά η ήττα μου μπορεί να διαβαστεί ακόμα και στα πλέον γυαλιστερά και καθαρά κάγκελα του κλουβιού μου.

 Γιατί το κλουβί λάμπει όπως τότε, τα δώρα του είναι όπως τότε, η πόρτα ορθάνοιχτη και εγώ μπαίνω μηχανικά με το ίδιο άτονο βήμα όπως τότε. Πολύτιμα υφάσματα, μαξιλάρια κεντημένα από την νύχτα με χάντρες γυάλινες, σαν δάκρυα της σελήνης, όλα όπως τα θυμάμαι. Περίεργα ξενικά παιχνίδια, οδηγοί στο άγνωστο, χρωματιστοί καπνοί που συζητάνε ζωηρά στον αέρα, κούκλες φτιαγμένες από χρυσό με παγωμένα μάτια, ένα μαρμάρινο σκάκι στα δεξιά μου με τον βασιλιά και την βασίλισσα αγκαλιασμένους και ένα σκαλιστό ποτήρι με βαθυκόκκινο υγρό αριστερά μου. Σαν να μην άγγιξε ο χρόνος το σπίτι μου, και ας νόμιζα το αντίθετο. Με βάζεις απαλά στο κρεβάτι, βουλιάζω στα δώρα σου, τραβάς κόκκινες γραμμές οριζόντια στα χείλη μου και ρίχνεις μια θάλασσα από σκοτάδι στα βλέφαρά μου. Μου χτενίζεις τρυφερά τα μαλλιά όσο μου διηγείσαι τις χιλιοειπωμένες ιστορίες σου για την γέννηση και τον θάνατο του κόσμου. Είμαι η κούκλα σου, το πιο αγαπημένο παιχνίδι ενός καταραμένου παιδιού που δεν γνώρισε ποτέ ζωή.
   Έτσι λοιπόν,ως δημιουργός σου,σου φυσάω υποψία σάρκας και ψυχής στο στόμα σου, σε καθιστώ υπαρκτή άθελά μου,σου δίνω δικαίωμα να χτίσεις φωλιά στο μυαλό μου και να με περιθάλψεις πλουσιοπάροχα, πνίγοντας μου τον λαιμό απελπισμένα με μαργαριτάρια και ασήμι, σαν μάνα που παλεύει να λυτρωθεί στα μάτια του παιδιού της. Και δεν μπορώ να φωνάξω, παρά μόνο,σε αντίθεση με παλιότερα, να κοιτώ μακριά, πέρα από την παιδική μορφή σου, πέρα από το κλουβί, να κοιτώ τον κόσμο που τελικά δεν άγγιξα ποτέ.














Friday, September 6, 2013

Φοίνικας

   Το πτηνό που συμβολίζει την αναγέννηση. Ξαναέρχεται σε αυτόν τον κόσμο μέσα από τις στάχτες της φωτιάς που το έκαψε. Δεν καταλαβαίνω.

   Πώς να αναγεννηθείς όταν δεν ήσουν ποτέ ζωντανός? Όταν απλώς διαβαίνεις τους χώρους και τους χρόνους αυτού του κόσμου ως σκιά, προσπαθώντας να τον μάθεις, προσπαθώντας να καταλάβεις, προσπαθώντας να ξεφύγεις.

  Όχι, κανένας δεν μπορεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Όταν σβήνεις, αυτό που μένει δεν επιτρέπει αναγέννηση. Όταν έχεις σβήσει πάλι πάνω από μια φορά, και μόνο η σκέψη της καινούριας αρχής σε εγκαταλείπει με το που σε επισκέπτεται. Και με κάθε μικρό ή μεγάλο σου θάνατο, γίνεται κομμάτια η οποιαδήποτε δύναμη είχες κάποτε. Απλώς μαθαίνεις να ζεις με τον πόνο. Τον αγκαλιάζεις, τον κάνεις φίλο σου, του δίνεις όνομα και υπόσταση, μια θέση στο κρεβάτι σου και άλλη μια στον χειρισμό του μυαλού σου. Και ναι, τον υποδέχεσαι δίχως καμία αντίσταση, γιατί έχει μια γλυκόπικρη γεύση, μια αγκαλιά πιο ζεστή από εκείνη την ψεύτικη της ευτυχίας, μάτια πανέμορφα, που πετάνε φλόγες, μαύρες μπούκλες που γλιστράνε παιχνιδιάρικα σαν νερό στα χέρια σου, επιτιδευμένα χείλη που ψιθυρίζουν λόγια της νύχτας,

 Χωρίς καμιά αντίσταση. Παλεύεις με το ζόρι για να πεις ότι πάλεψες. Και αφήνεσαι στο αργό του νανούρισμα όλη σου την μικρή ζωή, του δίνεις όλο και περισσότερο χώρο στο είναι σου, κάνεις όλο και πιο εύκολο να ανοίξει με το παραμικρό η πόρτα που θα σε οδηγήσει στο ουρλιαχτό, στην απόγνωση, στο κενό. Και έτσι μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε οι άνθρωποι με φίλο μας τον πόνο, γιατί είναι ο πιο πιστός φίλος που είχαμε ποτέ. Γιατί μας θρέφει, είναι πάντοτε πιστά στο ίδιο μέρος όταν τον αναζητούμε και βρίσκεται κρυμμένος σε κάθε μικρή λεπτομέρεια που ξεχνάμε να προσέξουμε όταν κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε.

  Και παραμένουν ασφαλή τα μυστήρια αυτού του κόσμου όσο παραδίδεσαι στον πιστό αυτόν σου φίλο με μια παιδική αφέλεια, με μια υποψία ανακούφισης. Και είμαι πάλι εδώ, μετά από τόσα χρόνια, μετά από τόσα ίδια κείμενα. Έρχεσαι μελαγχολικά, αυτή την φορά είσαι εδώ με μια αποστολή, έρχεσαι σιωπηλά και διακριτικά για να με λυτρώσεις από τον πόνο αυτού του κόσμου. Γιατί πιάνω το χέρι σου και είμαι στο μόνο μέρος που γνωρίζω και γνώρισα ποτέ ως σπίτι μου, στο μόνο μέρος που μπορούσα να με δω να μεγαλώνω μπροστά στα μάτια μου. Δεν υπάρχει πια βάρος, δεν υπάρχει πια εφιάλτης ούτε πνιγμός μέσα στα γενναιόδωρα λευκά χέρια σου, λευκά μέχρι το τέλος αυτής της ζωής. Ούτε ουρλιαχτό, ούτε ψυχή κομματιασμένη, ούτε απελπισμένη έκκληση βοήθειας. Όχι, αυτή την φορά υπάρχει ένα ζεστό γνώριμο κενό, οικείο από την μια αλλά τόσο διαφορετικό αυτή την φορά. Είσαι όμορφη, είσαι το πιο όμορφο παιδί του κόσμου, ένα δώρο με ματωμένο τίμημα.

 Γύρισα πίσω στο κλουβί μου, όπως δεν το είχα γνωρίσει ποτέ. Τα χρυσά του κάγκελα έχουν φθαρεί και σπάσει από τα όσα συνέβησαν μέσα του, το χρώμα του, άλλοτε δυνατό και πονηρό, τώρα έχει την ασφαλή ηρεμία κάτι καλά θαμμένου και ξεχασμένου. Άλλοτα έρχεσαι και άλλοτα φεύγεις σε αυτό το ταξίδι μου στα παλιά, έχεις πολύ καιρό να μου μιλήσεις εξάλλου. Και κοιτάω το σπίτι μου από όταν ήμουν παιδί και μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, τόσο απίστευτα, που γελάω και κάθομαι εκούσια στην πηγή της πληγής. Δεν κυνηγάω να διώξω τις αναμνήσεις, δεν μπορώ εξάλλου και δεν πρέπει να το κάνω. Τις κάνω ουδέτερο απόηχο εποχών που λειτούργησαν ως μάθημα. Και σαν άνθρωπος γεννημένος σε αυτόν τον κόσμο, υποδέχομαι με σπασμένο χαμόγελο και χέρια μαριονέττας τον πόνο, στην καινούρια μορφή του. Γιατί μόνο εκείνος μας θυμίζει ότι τελικά είμαστε γυάλινοι, σκοτεινοί, ανέκφραστοι, αλλά άνθρωποι.



Thursday, June 27, 2013

Otherland

   Βρέχει ελπίδα. Βρέχει κίνδυνος. Ανοίγω το στόμα για να γευτώ τις σταγόνες. Παίζω σαν παιδί στα καταραμένα νερά. Ακυρώθηκα, εξευτελίστηκα, έπιασα το άγνωστο, έπιασα το μηδέν, το ένιωσα στο κορμί μου. Και από το μηδέν ξαναχτίστηκα. Έσβησα τις φλόγες. Έλιωσα τον πάγο. Φύσηξα τις στάχτες από πάνω μου και για πρώτη φορά κοίταξα με λίγο θάρρος παραπάνω τον καθρέφτη. Μου μίλησα. Του μίλησα. Της μίλησα. Σας μίλησα. Το ραμμένο μου στόμα άνοιξε επιτέλους, από τον λαιμό μου ξεχύθηκαν ασταμάτητες λέξεις, μαζί με πόνο, μαζί με ελπίδα, μνήμη και ορμές από ξεχασμένες εποχές, μαζί με βρεφικά τραγούδια και εικόνες που έπρεπε να βάλω τα κομμάτια τους στην σειρά. Άγαρμπα και χοντροκομμένα, με δειλά αλλά αποφασισμένα βήματα αναδύθηκε το μέσα μου. Πνίγηκα λίγο στην προσπάθεια να το βάλω σε τάξη. Λίγο όμως.

  Αναπνέω έναν αέρα που θυμίζει λίγο χειμώνα. Αυτή η μυρωδιά του ξύλου που σφίγγει λίγο τους ανθρώπους αγχωμένα. Πετάω τις αλυσίδες, αλλά δεν είναι εκεί να με σταματήσει. Τα μάτια της,που φώναζαν νύχτα δεν φαίνονται πλέον πουθενά. Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να με κρατήσει όπως λάτρευε τόσα χρόνια, να με αγκαλιάσει πνίγοντάς με με προσποιητή στοργή, τα αέναα παιχνίδια της με το μυαλό μου και τα ουρλιαχτά του νου μου μοιάζουν ανάμνηση εφιάλτη από τον οποίο έχω ξυπνήσει και τον θυμάμαι γελώντας. Και μου γεννάται η απορία σε βαθμό τρόμου. Πού είναι?

 Ήταν τόσο εύκολο; Πόσο καιρό είχα στα χέρια μου το κλειδί και δεν μπορούσα να το δω;  Η έλλειψη αντίστασης με κάνει νευρική, με θυμώνει. Καραδοκεί κάτι μεγαλύτερο από εκείνη την χρυσή φυλακή όμως. Με κάνει χαρούμενη, με κάνει να κλαίω, με μπερδεύει, δεν μπορώ να το κατατάξω στην μέρα ή στην νύχτα, έχει δικούς του κόσμους και δικούς του κανόνες. Είναι ένας παγωμένος ήλιος στην νέα μου πραγματικότητα. Άνθη που τα πέταλά τους είναι μικρά μαχαίρια. Μια Χώρα των Θαυμάτων που δεν φλέγεται πια, διαφορετική από αυτήν που με τόση αγωνία κυνήγησα στην προηγούμενή μου ζωή.

 Και κυνηγάω εικόνες και μυρωδιές, την σκληρό σοφό δέρμα των δέντρων, τους μυστήριους ήχους της νύχτας που γεμίζουν το είναι μου και το παγωμένο νερό που κάνει τα χέρια μου να γελάνε, την άμμο να μου γαργαλάει και να μου καίει τα πόδια σε μια ένοχη σαδιστική απόλαυση. Κυνηγάω εκείνο το παιδί που μοιάζει όμως να φεύγει συνέχεια μακριά μου. Το πλήγωσα, το ταπείνωσα, δοκίμασα τα όριά του, το σκότωσα. Με τιμωρεί άραγε τώρα, ή απλώς δεν έχει πια δύναμη να δώσει πνοή στις απαγορευμένες σκέψεις μου? Δεν θα με αφήνει πια να καλύπτω τις ανώριμες κραυγές μου με το πέπλο του παιδιού που απλά θέλει να παίξει και να μάθει? Με αφήνει να πάρω μια γεύση του αληθινού κόσμου, με σπρώχνει βίαια έξω από το κλουβί, την σωπαίνει μια για πάντα για χάρη της επούλωσης των τραυμάτων. Εκείνη όμως με έκανε ότι είμαι. Πέρασα την μισή μου ζωή στην αγκαλιά της. Τρέφοντας το κορμί της χωρίς να το καταλαβαίνω, παγιδευμένη σε έναν αιώνιο κύκλο. Κλειδωμένη, αλλά με νου ελεύθερο να ταξιδέψει. Με όρισε, με δοκίμασε και τώρα εξαφανίστηκε σιωπηλά, σαν να μην υπήρξε ποτέ; Υπήρξε άραγε; Οι κύκλοι δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.

  Χρειάζομαι άνεμο. Όσο μεγαλώνω μου λείπει όλο και περισσότερο. Τώρα πια περνάει από δίπλα μου, μια υποψία ξεχασμένου ονείρου, μια καταπιεσμένη μνήμη, μου θυμίζει την πλέον κενή παρουσία του κάνοντας βόλτες στο σκισμένο δέρμα μου, χωρίς να ψιθυρίζει τίποτε πια. Σαν ανάμνηση νεκρού εραστή έρχεται, άλλοτε βίαια και άλλοτε ύπουλα, μου θυμίζει αυτό που ήταν, είναι και δεν θα είναι ποτέ ξανά και φεύγει.

  Μια νέα τάξη των πραγμάτων. Ένας ήλιος που ζεσταίνει αλλά είναι παγωμένος. Η παιδική φωνή σου, το ματωμένο σου φόρεμα, τα παραπονεμένα σαν ροδοπέταλα χείλη σου, οι ατελείωτες μπούκλες σου που είχαν λίγη από την ομορφιά της φθοράς, όλα μοιάζουν τόσο μακρινά, και όμως, καμία φωτιά δεν φεύγει δίχως ανάμνηση, καμία κόλαση δεν εγκαταλείπει δίχως σημάδια, κανένα βράδυ δίχως αντίο. Το δικό σου αντίο δεν ακούστηκε ποτέ, και σαν έναν άρρωστο έρωτα, παρά το ότι μου διέλυσες το μυαλό, περίμενα ένα αντίο. Μια συμφιλίωση. Μια ισορροπία. Όχι πια μαύρο και άσπρο. Όχι πια φωτιά και νερό. Λίγο άνεμο, και ίσως λίγη γη ενίοτε.

 Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι μετουσιώθηκες σε αυτό την ανώτερη και καταραμένη αίσθηση που φέρνει τους ανθρώπους κοντά, τους ενώνει σαν αφρισμένη διψασμένη θάλασσα, τους αρρωσταίνει και ύστερα τους διαλύει σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα. Όταν ήμουν μικρότερη πίστευα πως ο έρωτας μολύνει τους ανθρώπους και τους προσδίδει παραπάνω τρέλα από όση μπορούν να αντέξουν κάποιοι ταξιδιώτες του νου. Όσο όμως ο ήλιος αυτός με φωτίζει και σπάει σε λιλιπούτεια κομματάκια οποιονδήποτε φόβο ή έγνοιά μου, τόσο μεγαλώνει ο φόβος μου πως αν τον πλησιάσω, αν έρθει η ώρα να τον αγγίξω, να φτάσω τα όριά του στον κορεσμό του παιχνιδιού, θα συναντήσω πάγο. Ανάγκη. Πόνο. Απουσία.

 Είναι ένας λαβύρινθος αυτή η αίσθηση, ένας σκοτεινός θαυμαστός λαβύρινθος όπου τα ρολόγια σταματούν, το πάνω είναι κάτω, μπορείς να μεγαλώσεις, να μικρύνεις, να μεταμορφωθείς σε ότι ποθούσες ποτέ υπό το βλέμμα του άλλου, τίποτε δεν έχει λογική και τάξη. Ο εαυτός σου αποκτά νέες δυνάμεις, και στην δίνη αυτού του αρχέγονου χορού βάφεις οτιδήποτε λευκό κόκκινο. To μαύρο και το άσπρο, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, ερωτευμένοι εχθροί καταδικασμένοι να παίζουν την αιώνια μάχη μέρας και νύχτας και να καταλήγουν πάντοτε τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, σε αυτό το εύθραυστο παιχνίδι σκάκι όλα έχουν νόημα χωρίς να βγάζουν νόημα.

  Άλλες φορές πάλι είναι σπίτι, μια δική σου ασφάλεια που μόνο εσύ και εκείνος καταλαβαίνετε. Σπίτι που χτίζεται σιγά σιγά με αδιαπέραστα θεμέλια, σε μια προσπάθεια να απωθήσει λύκους, ξωτικά και δαίμονες που θέλουν να το παραβιάσουν, και κλείνει μέσα του όλη την ηρεμία και την αγάπη που θα μπορούσε να αντέξει αυτός και όλοι οι άλλοι κόσμοι. Και άλλες φορές είναι το πιο όμορφο μέρος, που δεν έχει μορφή, χρώμα ή γεύση, δεν βγάζει ήχο και δεν πιάνεται με τα χέρια, είναι απλά εκείνος, και ο νους σου επικεντρώνεται τόσο πολύ στην ύπαρξή του που αδυνατεί να σκιαγραφήσει τις συνθήκες, το μέρος και την μορφή της τρέλας αυτής.  Και κάποια μέρα, υποψιάζεται και φοβάται η δειλή, ανόητη, ειδεχθής ψυχή μου, θα επιφέρει τον θάνατο. Καμία κόλαση, κανένα κλουβί με χρυσά κάγκελα, καμία Εκείνη με ματωμένο φόρεμα. Απότομος, αθόρυβος και ξαφνικός θάνατος.








Wednesday, February 27, 2013

27

Οι τοίχοι λιώνουν γύρω μου. Το δωμάτιο γεμίζει καπνό και με πνίγει. Από καταφύγιο μετατράπηκε σε υγρή σπηλιά.

Πολύς άνεμος. Χρειάζομαι φωτιά, την ζέστη και τον κίνδυνό της, χρειάζομαι τις σπίθες που κάποτε με κρατούσαν ζωντανή.

Ξαφνικά?

Μακάρι να μπορούσα να δώσω κι άλλα, κι άλλα. Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω όχι εσένα, τον κόσμο ολόκληρο, όλο τον πόνο του κόσμου. Αλλά  δεν έχω δύναμη. Ποτέ δεν είχα. Η μόνη δύναμη που ρέει στις φλέβες μου παίρνει υπόσταση σε κόσμους που κανείς δεν μπορεί να δει.

  Ψάχνοντας να βρω την Δάφνη την έχασα. Ψάχνοντας να βρω φωτιά έχασα τον λίγο άνεμο που μου είχε μείνει. Τα έχασα όλα.

  Υπάρχει λόγος που καραδοκεί αυτός ο πόνος. Τίποτα δεν συμβαίνει δίχως λόγο. Κρύβεται πίσω από κάθε μας επιλογή και κάθε μας φόβο, περιμένει να μας πνίξει.

Πάλι δεν ξέρω γιατί γράφω.

Με κούρασε αυτός ο χειμώνας. Με πάγωσε, με έλιωσε.

Ο εαυτός μας, τα κομμάτια μας. Συνήθως όταν προσπαθούμε να τα μαζέψουμε είναι πολύ αργά. Τα έχουμε ήδη χαρίσει σε κάποιον άλλο. Και θα τα έχει για πάντα.

Και ποιό το νόημα, να δώσεις τον εαυτό σου για να γεμίσεις προσωρινή ευχαρίστηση? Γνωρίζουμε το τέλος, το περιμένουμε καθημερινά. Τελικά σημασία έχει το ταξίδι ή ο προορισμός?

 Υπάρχει δηλαδή ισορροπία? Το εγώ σου μπορεί ποτέ να ισορροπήσει με τις ανάγκες του άλλου? Κολυμπάμε τόσο βαθιά στον εγωισμό μας, που μου φαίνεται παράλογο να μπορέσει ποτέ κανείς να βάλει τις ανάγκες του άλλου πάνω από τις δικές του. Σαν να έχει βγει από όλα αυτά τα παραμύθια που θαυμάζω. Όταν κάποιος επρόκειτο να πεθάνει, ο λόγος που πονάμε είναι επειδή δεν θα υπάρχει πια στην ζωή μας, όχι επειδή νιώθουμε τον φόβο του για το τέλος. Τότε τι είναι ο έρωτας? Τι είναι η φιλία? Η οικειότητα πως οδηγεί στον αλτρουισμό? Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

 Μου έλειψε το τραχύ σου δέρμα στα χέρια μου, οι μπούκλες σου να μου γαργαλάνε τον λαιμό. Με έχεις αφήσει ελεύθερη εδώ και τόσο καιρό, κι όμως επιμένω να γυρνάω πάντα πίσω σε σένα, γιατί μόνο η δική σου αγκαλιά με κάνει να νιώθω ασφάλεια πλέον. Όσο έχανα την πίστη μου στα πάντα ήξερα πως είσαι η μόνη ουσία που δεν μπορεί να φύγει ποτέ από κοντά μου. Και αυτή την στιγμή δεν πιστεύω σε τίποτα πραγματικό πια. Στο κεφάλι μου μπορώ να αρμενίζω όπου θέλω και να πιστεύω στον έρωτα, στην αγάπη, στην φιλία, σε ότι έχω σκοτώσει και απορρίψει στην πραγματικότητα δηλαδή, γίνεται όμως όλο και πιο δύσκολο όσο περνάνε τα χρόνια να βιώνω ζωντανές και απτές εικόνες. Η δύναμη τους χάνεται όσο μεγαλώνω. Και στην καθημερινότητά μου απλά πορεύομαι μέχρι να μου μάθει κάποιος να πιστεύω ξανά. Να ξεφυλλίσει πρόθυμα εκείνα τα βιβλία που μου ανοίξαν το μυαλό, να ρωτήσει για την καινούρια μου περιπέτεια, να δει χωρίς να κοιτάξει.

Ίσως δεν πρέπει ποτέ να παίρνουμε θάρρος. Ίσως πρέπει ότι καλό συμβαίνει να το αντιμετωπίζουμε επιφυλακτικά και καχύποπτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι όταν θα έρθει η σίγουρη καταστροφή του.  Έτσι ο κόσμος θα ήταν πιο ήρεμος, πιο λογικός. Δεν θα παρασυρόταν από ιστορίες φτιαγμένες από άνεμο και φωτιά όπως εγώ. Θα τις πέταγε στα σκουπίδια και θα γλίτωνε το χάος.

Ίσως πρέπει όντως να ακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη πορεία μας στην ζωή. Ίσως υπάρχει κάποιος λόγος που ο άνθρωπος αναπαράγει αυτά τα βήματα από τις απαρχές του κόσμου. Ίσως πρέπει να τα πετάξουμε όλα στα σκουπίδια και να βάλουμε το κεφάλι μας και τις ελπίδες του στην θέση τους. Να ζήσουμε όπως μας πρόσταξαν οι γονείς μας. Να χλευάσουμε τις έννοιες του ρίσκου και των ταξιδιών. Να γίνουμε φυσιολογικοί, και όπως ένας θερμοστάτης, να καταπνίγουμε οποιαδήποτε ψυχική ένταση όταν ξεπερνάει το θεμιτό όριο.

Μόλις παρομοίασα τον ψυχικό μου κόσμο με θερμοστάτη. Χρειάζομαι ύπνο.

Wednesday, December 19, 2012

Συνομιλία (?) ν.6

 Επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται, γυρίζει ασταμάτητα μέσα στο κεφάλι μου και με τρελαίνει

Τα κομμάτια τους πέφτουν στο πάτωμα. Είναι πίσω μου. Είναι πίσω μας.

-Νιώθεις καλύτερα τώρα?
-Όχι.

  Μην φύγεις. Σε παρακαλώ. Πνίξε με πάλι στα χέρια σου, δεν πονάω. Δεν νιώθω πόνο πλέον. Με κούρασε πολύ η βροχή. Με κούρασαν τα χαμόγελά τους. Με κούρασαν πάλι όλοι τους. Και πηγαίνω πάλι πίσω, όταν προσπαθείς να ξυπνήσεις αλλά δεν θες. Δεν μπορείς να ξυπνήσεις. Το μισό σου κορμί βρίσκεται μέσα στο κεφάλι σου και το άλλο μισό στην πραγματικότητα. Και κάνει κύκλους, αέναους κύκλους.

 Υπάρχουν τόσα πράγματα γύρω μου που δεν μπορώ να καταλάβω. Και αντί να νιώθω έστω το παραμικρό ίχνος εξυπνάδας που τα βλέπω νιώθω χαζή, ανίκανη να τα κατανοήσω. Και τσατίζομαι με τον εαυτό μου γιατί υπάρχουν πράγματα που όντως δεν θα καταλάβω και δεν θα εκλογικεύσω ποτέ, ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος.

  Ξέρω όμως πως εγώ σε κάλεσα. Ήθελα να το κάνω εδώ και καιρό.

Σε κοίταξα στα μάτια και σου φώναξα μια παιδική μου απορία ''Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε μόνοι? Γιατί πρέπει να γεννηθούμε και να πεθάνουμε στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου? Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω. Θέλω να μείνω μόνη. Μόνη.''

 Το βλέμμα σου πήρε την απόχρωση του οίκτου. Με λυπόσουν, γιατί έβρισκες ηλίθια την απορία μου. Θεωρούσες δεδομένο ότι εγώ συγκεκριμένα θα ήξερα την απάντηση. Με ρωτάς γιατί.
 'Κάποιος μου έμαθε κάποτε πως η μοναξιά συνεπάγεται την απόλυτη ελευθερία'' σου απάντησα.
'Σου το έμαθε. Σου το δίδαξε. Σε έκανε να το πιστέψεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ισχύει.'

'Πες μου!΄της φώναξα και κρεμάστηκα από τα χέρια της. ΄Δείξε μου, μάθε μου! Οδήγησέ με! Δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου'. Και γέλασες πικρά και ειρωνικά. 'Θυμήσου! Άνοιξε τα μάτια σου και δες επιτέλους!'. Και κοίταξα. Και για πρώτη φορά, είδα.

 Η λέξη συναισθήματα μου σπάει τα νεύρα. Μου φαίνεται πολύ κοινή και αστεία για κάτι τόσο καταλυτικό στις ζωές μας. Τα συναισθήματα του ανθρώπου είναι άσχημη παγίδα. Είναι μικρές βόμβες που απαιτούν εξωτερίκευση, φωνάζουν και παρακαλούν για έκρηξη. Υποτίθεται πως ότι νιώθει ο άνθρωπος συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του, τότε όμως γιατί έχει αυτή την ακατανίκητη επιθυμία να το βγάλει από μέσα του; Να τ δείξει σε έναν άλλον άνθρωπο; Πρέπει να το προβάλλει σε εκείνον με κάποιο τρόπο. Γιατί αλλιώς θα τρελαθεί.

 Πήγαινα πάνω κάτω στο κλουβί σαν αγριεμένο ζώο. Με κοίταζες ήσυχα καθισμένη στην γωνιά σου. Αυτή την φορά θα με άφηνες να τσουρουφλίσω το κεφάλι μου μόνη μου, το ήξερα. Δεν θα έβγαζες λέξη.

 Και σκεφτόμουν για όσα συμπέρανα. Ναι, έβγαζαν νόημα, έβγαζαν πολύ νόημα σε μένα. Πότε όμως η δική μου λογική ακούστηκε σωστή στους γύρω μου? Γιατί κάπου πρέπει να τα πω όλα αυτά. Γιατί, όπως είπα πιο πάνω, υπάρχει αυτή η ανάγκη να βγουν προς τα έξω.

 Και πότε είναι κάποιος πραγματικά ελεύθερος? Όταν είναι μόνος του; Η μοναξιά δεν είναι φυλακή; Δεν είναι κλουβί με χρυσά κάγκελα;

 Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω. To κεφάλι μου κοχλάζει και βουλιάζω πάλι. Βουλιάζω όπως τότε.

Ίσως όταν φτάσει κανείς στο σημείο να θέλει να δώσει ό,τι έχει μέσα του στον άλλον, ίσως τότε να είναι ελεύθερος. Γιατί δεν έχει μείνει τίποτε που να μαζεύεται και να τον τρώει. Τα έχει δώσει όλα. Ίσως την πραγματική ελευθερία την αγγίζει κανείς μόνο μέσω του άλλου.

 Και οι νύχτες? Και τα παιχνίδια με το μυαλό σου? Και το κλειδί που πέταξες? Το κλουβί κλείδωσε. Εσύ η ίδια το κλείδωσες.

 Πάλι παραληρώ δίχως νόημα. Ακόμα δεν μπορώ να γράψω. Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω ξανά. Δεν πειράζει.