Wednesday, November 23, 2011

Εκείνη

    Χρειάζομαι ένα ταξίδι. Κάτι, οτιδήποτε. Χρειάζομαι φύση και δάσος. Μου έπεσαν πολλά μαζί.

 Χρειάζομαι θάλασσα και άνεμο. Νικοτίνη και αλκοόλ στις φλέβες μου. Θολωμένη ματιά και ζαλισμένο βήμα. Θέλω να μυρίσω ξανά την απουσία των ανθρώπων γύρω μου.

  Θέλω να τρέξω. Και να μην τολμήσει κανείς να με ακολουθήσει. Να τρέξω μακριά σας ελεύθερη. Εκεί που πηγαίνω δεν υπάρχει γυρισμός. Έχω πάρει την απόφασή μου εδώ και πολύ καιρό.

   Θέλω να μπορώ με ένα βλέμμα μου να ξέρω τι κρύβετε μέσα σας. Να εξουσιάζω την διάθεσή σας. Να γελάω με την ανθρώπινη ουσία που σας κρατάει στο έδαφος. Να γίνω πάλι η μάγισσα του μυαλού μου.

   Τόσο πολύ αίμα. Δεν περιγράφεται πια. Καλύπτει τα πάντα τόσο γρήγορα. Τίποτα δεν μένει λευκό στο πέρασμά του. Τίποτα δεν μένει καθαρό. Ούτε η μουσική το διώχνει, ούτε εγώ ούτε τίποτα. Πνίγομαι στο ίδιο μου το αίμα.

    Ο πόνος ωριμάζει. Ριζώνει βαθιά μέσα μου. Από οξύς έγινε αμβλύς. Τώρα καταλαμβάνει κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο. Με ποτίζει αργά.

   Είναι τρελό, αλλά μου λείπουν τα μάτια της. Είναι απαράδεκτο, αλλά αποζητώ την σκιά της όταν σβήνουν τα φώτα. Κατά κάποιο τρόπο με έκανε να νιώθω ζωντανή. Ακόμα και αν με έπνιγαν, τουλάχιστον ένιωθα χέρια στον λαιμό μου. Ήταν παγωμένα και τραχιά, αλλά ήταν χέρια. Σημάδι ανθρώπου.

  Θέλω να έρθει και να μου ψιθυρίσει πάλι πως είμαι δική της. Κάποιες φορές δεν χρειαζόταν καν να το πει, απλά χαμογελούσε με σιγουριά και κουλουριαζόταν στο κρεβάτι δίπλα μου. Δεν την έδιωξα ποτέ από δίπλα μου. Άλλες φορές το σκισμένο της φόρεμα χάιδευε το πόδι μου, και λυγμοί ακούγονταν. Τότε την αγκάλιαζα, γιατί την χρειαζόμουν. Τότε χανόμουν.

  Και εκείνες τις άλλες τις τρελές νύχτες, τις ματωμένες, όταν γέλαγα επειδή δεν καταλάβαινα τι είναι αλήθεια και τι όνειρο, εκείνες τις νύχτες που ξεσπούσε σε αλυχτίσματα μέσα στα αυτιά μου, έκλαιγε ουρλιάζοντας μέσα μου, και με αγκάλιαζε τόσο σφιχτά που τα νύχια της χάραζαν την πλάτη μου.

  Δεν την βρίσκω. Δεν την βρίσκω πουθενά πια, όπου και να ψάξω. Είναι πλέον ένα άλλο είδος δοκιμασίας. Αυτή την φορά πρέπει να το περάσω μόνη μου.

Saturday, November 19, 2011

!!

    Τραγικό. Εκεί που έχεις πάρει κυριολεκτικά τα πάνω σου, είσαι καλά, ζεις σχετικά φυσιολογικά, βγαίνεις με φίλους και περνάς καλά, μετά από τρεις μήνες που έψαχνες τα κομμάτια σου στο πάτωμα έχεις κρύψει καλά τους κρυφούς σου πόθους και προχωράς, εκεί εκεί έρχονται ένα δυο μεγάλες εκρήξεις και τα καταστρέφουν όλα.

  Δυο μεγάλα μυστικά που έκρυβα μέσα μου για χρόνια. Δυο μεγάλα μυστικά που άλλαξα τον εαυτό μου στην προσπάθειά μου να τα κρύψω. Που με έκαναν αυτό που είμαι. Και μέσα σε ένα βράδι ήρθαν τα πάνω κάτω.

Θυμάσαι που έγραφα ότι πλέον βγαίνω έξω και περιμένω τα πάντα? Ε καλά να πάθω.

   Δεν ξέρω πόση ελευθερία έχω να μιλήσω ανοιχτά σε αυτό το κείμενο. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν είναι κείμενο. Είναι απλά η ακατανίκητη ανάγκη να βγάλω όσα έχω μέσα μου όταν τσατίζομαι. Και πρέπει κάπου να εκτονοθώ.

  Πάλι είχα έτοιμο κείμενο στο μυαλό μου. Και σκόπευα να το δουλέψω καλά, να είναι από τα μεγάλα και γεμάτα. Και γαμήθηκε.

Αφήστε με να πάρω μια ανάσα παρακαλώ.

Wednesday, November 16, 2011

Όνειρα



    
   Κλασσικά να θυμίσω πως τα κείμενα μου δεν έχουν κανένα νόημα χωρίς να ακούγονται να συγκεκριμένα τραγούδια που ανεβάζω από πίσω. Μου αρέσει να θεωρώ την όλη κατάσταση κάτι το θεατρικό. Χωρίς την μουσική είναι λειψό.


Την σχέση μου με τα όνειρα την ξέρει από παλιά πολύς κόσμος. Ως συνέχεια στο προηγούμενο μου κείμενο, το οποίο πιστεύω φάνηκε πως ήταν ένα μεγάλο μπαμ μετά από χρόνια, να αναφέρω απλά πως υπήρχε ένας τρόπος να βρω ψήγματα μαγείας γύρω μου. Αλλά ήθελα να του αφιερώσω ξεχωριστώ κείμενο.

  Θα ξεκινήσω λοιπόν αυτή την φορά το κείμενό μου με τάξη. Βαρετά, καθαρά και οργανωμένα. Αν και ξέρουμε όλοι πώς θα καταλήξει μετά από λίγες παραγράφους.  

Είχα σκοπό λοιπόν να πω με πόση λαχτάρα περίμενα μικρή να κοιμηθώ, για να μεταφερθώ σε μέρη όπου ουσιαστικά μπορούσα να γίνω ότι ήθελα. Να περιγράψω με πόση ευκολία και λεπτομέρεια θυμάμαι πάντα τα όνειρα μου. Να εξηγήσω πως κλειδώνω τις αισθήσεις που μου αφήνει κάθε όνειρο, τις μυρωδιές, αυτά που ένιωσαν τα χέρια μου, όλα βαθιά μεσα στο μυαλό μου. Να πω με πικρία πως όσο και να τις φυλάω, οι αισθήσεις αυτές δεν αναπαράγονται πάλι. Αφού ξυπνήσεις, κάθε φορά που φέρνεις στο μυαλό σου το όνειρο της προηγούμενης νύχτας, πλημμυρίζεσαι με τα δεδομένα και την αύρα του. Το ξαναζείς ουσιαστικά με χαμηλωμένη την ένταση. Αυτή όμως η δυνατότητα κρατά το πολύ μια-δυο μέρες. Μετά το όνειρο χάνεται, σκορπίζεται στον άνεμο μαζί με όλα τα υπόλοιπα χιλιάδες. Ξεχνιέται.

  Όλα αυτά λοιπόν είχα σκοπό να αναλύσω. Να γράψω επιτέλους ένα σωστά δομημένο κείμενο όπου θα περιγράφω ιεραρχικά κάτι.

  Τι βλακείες θεέ μου. Ένας φίλος μου είχε πει κάποτε πως γράφω σαν να βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης. Κάποια πράγματα υποθέτω δεν αλλάζουν. Θα συνεχίσω με τον δικό μου τρόπο, που συνοπτικά τον ονόμασα ''άναρχο αράδιασμα σκέψεων''.

  Δεν μπορώ λοιπόν να γράψω για τα όνειρα έτσι όπως το σχεδίαζα κάποιες μέρες τώρα. Γιατί τα όνειρά μου τον τελευταίο καιρό είναι τόσο βίαια, τόσο αληθινά, τόσο ωμά και αποκαλυπτικά που απλά έχω τρομάξει. Ακόμα και εγώ που πίστευα μέχρι τώρα πως ξέρω καλά τι κρύβω μέσα μου, άρχισα να έχω αμφιβολίες.

  Διψασμένα θα ονόμαζα αυτά τα όνειρα.  Διψασμένα για δύναμη, για πόθο. Για αγάπη. Η αντανάκλασή τους, η σαπισμένη ψυχή μου. Τι θα πει σάπιο άραγε? Κάτι το οποίο κάποτε βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη. Στις κορυφαίες του στιγμές. Και όσο περνάει ο καιρός, εξωτερικοί παράγοντες το έκαναν να χάσει την λάμψη του. Να γεράσει. Να κουραστεί. Να ζαρώσει.

  Έτσι νιώθω πλέον την ψυχή μου. Σάπια. Και τα όνειρά μου, είναι σαν να άλλαξαν τους ρόλους. Τώρα πια η κάθε μέρα που ξημερώνει είναι τόσο σουρεαλιστική όσο και ένα όνειρο. Τόση θολή και τόσο αχνή. Τόσο αναπάντεχη και γεμάτη ενοχλητικές εκπλήξεις. Βρόμικες. Και με την σειρά τους, τα όνειρά μου πήραν την θέση της πραγματικής μου ζωής. Αυτά που θα έπρεπε να γίνονται φυσιολογικά, η ροή της ζωής, γίνονται στα όνειρα μου. Στον ύπνο μου δεν βλέπω ούτε ότι πετάω, ούτε ότι μεταμορφώνομαι σε λύκο, ούτε τίποτε άλλο τρελό. Βλέπω φυσιολογικά πως θα έπρεπε να είναι η ζωή μου τώρα. Τα άτομα που έχω γύρω μου. Τις βαθιά κρυμμένες επιθυμίες μου όπως παρουσιάζονται στον πραγματικό κόσμο. Τον εαυτό μου να ζει μια ρουτίνα πνιγμένη σε πράγματα που δεν τολμώ να κάνω. Σε παράνομα ''θέλω''. Και αυτό είναι το πιο τρομαχτικό.

   Αυτά που ποθώ εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά στα όνειρά μου. Με κοιτάνε με μάτια που μαγνητίζουν. Αλλάζουν μορφές. Αλλά ποτέ ουσία. Εξακολουθώ να ποθώ τα ίδια πράγματα, τους ίδιους ανθρώπους. Και ξυπνάω με το σώμα μου να νιώθει άδειο. Πιο άδειο από ποτέ.

  Θα μπορούσα να έχω κάποια πράγματα αν το δω επιφανειακά. Το έχω μπροστά μου, σχεδόν έτοιμο. Χαμογελά γεμάτο κούφιες υποσχέσεις. Θα ήταν κάτι λίγο ερωτικά. Κάτι ωραίο και σίγουρο. Κάτι που θα ερχόταν και θα έφευγε ανώδυνα. Θα έξυνε την επιφάνεια και θα μου άφηνε ένα αχνό χαμόγελο. Ένα ουδέτερο, σίγουρο και βολεμένο χαμόγελο.

  Αλλά δεν θέλω κάτι τέτοιο. Θέλω αυτό που είναι τόσο αβέβαιο, τόσο επικίνδυνο, που τρομάζω ώρες-ώρες. Αυτό που βλέπω στα όνειρά μου να με καρφώνει με το βλέμμα. Και ξέρω πως δεν θα μπορούσε να μου δώσει ούτε ένα από τα χαρακτηριστικά της παραπάνω παραγράφου. Ούτε ένα. Όμως εξακολουθώ να το θέλω, όπως και να καταλήξει. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε την κατεύθυνση των συναισθημάτων μας. Αυτή η αβεβαιότητα είναι που κάνει την ζωή πικάντικη. Όσο και να το προσπαθούμε, η ζωή δεν είναι προγραμματισμένη. Όταν έχεις αισθήματα για κάποιον, κατά 95% εκείνος δεν θα έχει για εσένα. Θα σε δοκιμάσει. Θα βαρεθεί. Θα σε πετάξει. Γνωστή ιστορία ε? Το ίδιο βέβαια μπορεί να κάνεις και εσύ στην αντίστοιχη περίπτωση έτσι δεν είναι? Γρήγορα και ψυχρά. Και που καταλήγουμε? Σε μια πληγωμένη καρδιά και σε μια που αδιαφορεί. Άπειρες τέτοιες αχνιστές καρδιές στον κόσμο.

 Σαν μεξικάνικο ακούγεται.

  Δεν μπορούμε απλά να συλλέγουμε εμπειρίες? Αρώματα ανθρώπων, την αίσθηση των χεριών τους, το γέλιο τους, την μουσική που ακούνε? Να τα βάζουμε όλα μαζί σε ένα μπαούλο, να το κλειδώνουμε και ευτυχισμένοι να προχωράμε στην αναζήτηση της απόμενης προσεχώς αγαπημένης εμπειρίας? Και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα χώριζε κανείς ήρεμα, με λίγη ένταση στην αρχή και μετά πεινασμένος θα έψαχνε να ξαναγεμίσει με αισθήματα. Και οι παλιές ιστορίες θα δυνάμωναν με την πάροδο του χρόνου σαν το παλιό κρασί. Και θα τις κρατάγαμε σαν φυλαχτό. Αυτό δεν θα ήταν το ιδανικό? Και κανείς δεν θα πληγωνόταν. Εγώ δεν θα πληγωνόμουν. Δεν θα υπήρχαν πονεμένοι άνθρωποι. Δεν θα πονούσα μετά την μελλοντική απόρριψή σου. Και η ζωή θα συνεχιζόταν με ένα ηλίθιο ανέμελο χαμόγελο μονίμως ζωγραφισμένο στα χείλη όλων μας. Και ο κύκλος της αγάπης δεν θα έκλεινε ποτέ.

Μπορούν όμως να γίνουν ποτέ έτσι τα πράγματα?
...
..
.

Με δουλεύεις?? Φυσικά και όχι.

Monday, November 14, 2011

Μαγεία







Λοιπόν, αυτό το κείμενο δεν έχει νόημα να διαβαστεί εάν δεν ακούγεται το συγκεκριμένο τραγούδι από πίσω.

Αποφάσισα μετά από πολλά χρόνια σιωπής και μπερδέματος να πιάσω ένα θέμα εξαιρετικά λεπτό και πολύτιμο για εμένα. Το θέμα της μαγείας.

   Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω πως με την λέξη ''μαγεία'' εννοώ κάτι το τρομερά γενικό. Όχι μάτια δράκου και φίλτρα, όχι τράπουλα της Κατίνας, όχι Σατανισμός. Η μαγεία ως έννοια. Ως ιδέα. Ως τρόπος ζωής και αναζήτησης.

   Όλα τα παιδιά καταφεύγουν σε μαγικούς κόσμους. Σε καλύτερους, ιδανικούς κόσμους, όπου το απίστευτο είναι δυνατό. Το ανεξήγητο, το παράλογο κυριαρχούν σε τέτοιους κόσμους. Οι άνθρωποι έχουν απίστευτες δυνάμεις. Αλλάζουν τα πεπρωμένα του κόσμου. Μάχονται με άξονα μεσαιωνικές, πιο ευγενείς αξίες. Ονειρεύονται και βλέπουν τα όνειρά τους υλοποιημένα μπροστά τους. Τα αγγίζουν. Χαμογελούν.

 Αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ είναι με ποιά λογική σιγά-σιγά τα παιδιά αρχίζουν να πατάνε στην γη. Να δέχονται ότι η μαγεία δεν υπάρχει. Ότι τα παραμύθια είναι ψέμματα. Ότι αυτό που τα περιμένει στην ζωή τους είναι η πεζή πραγματικότητα. Το λογικό. Το φυσιολογικό. Το ''σωστό''. Χαμογελάνε, απορροφούν σαν σφουγγάρια την αχνιστή πλύση εγκεφάλου από τους ενήλικες γύρω τους και πηγαίνουν με όρεξη προς αυτή την κατεύθυνση.

   Πρόκειται για την μεγαλύτερη εξομολόγησή μου: δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν αποδέχτηκα ποτέ ότι όλος ο κόσμος που είχα χτίσει μέσα στο μυαλό μου ως παιδί, τα μοναχικά ταξίδια μου σε απεριόριστους κόσμους ήταν ψεύτικα. Ζούσα μέσα στην δική μου φούσκα. Όλα ήταν δυνατά εκεί. Μπορούσα να βρεθώ σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου απλά κλείνοντας τα μάτια. Μπορούσα να βγάλω φλόγες από τα χέρια μου. Μπορούσα να πετάξω ελεύθερη. Μπορούσα να είμαι εγώ. Και δεν είχα καμία διάθεση να το αλλάξω αυτό.

  Όσο πέρναγαν τα χρόνια όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο να επικοινωνήσω με τους γύρω μου. Έπρεπε να φορέσω μια μάσκα. Μια ρεαλιστική, άσχημη μάσκα που δεν ήμουν εγώ. Έπρεπε να γίνω φυσιολογική.

   Μα δεν γινόταν. Δεν μπορούσα να μην χαμογελάω τρυφερά κάθε φορά που ο άνεμος φυσούσε. Από μικρή πίστευα ότι μου στέλνει μηνύματα. Δεν ήταν δυνατόν να μην ανατριχιάζω κάθε βράδι από ένταση όταν έσβηναν τα φώτα σε όλο το σπίτι. Να μην ψάχνω μορφές στο σκοτάδι. Να μην πηγαίνω μοναχικές βόλτες σε εγκαταλελειμένα μέρη, με την ελπίδα ότι θα έβρισκα κάτι το υπερφυσικό εκεί. Κάτι το διαφορετικό, που θα έσπαγε την ρουτίνα. Ήταν αδύνατον να μην δακρύζω από χαρά κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά στην φύση. Μακριά από δρόμους και τοίχους. Σε εκείνο το λιβάδι με τα μούρα που ποτέ δεν ξέχασα. Πρώτη φορά στην ζωή μου έβλεπα κάτι το τόσο εξωπραγματικό, τόσο όμορφο, τεράστιο και φρέσκο. Σε εκείνο το σκοτεινό δάσος όπου τα δέντρα έκρυβαν το φως του ήλιου, και επικρατούσε ησυχία. Ο χτύπος της καρδιάς μου καθώς το διέσχιζα. Στο άλλο δάσος, όπου τα φύλλα όλων των δέντρων είχαν πορτοκαλί χρώμα και έδιναν μια περίεργη λάμψη σε όλο το μέρος. Έκανα στροφές γύρω από τον εαυτό μου και γέλαγα εκστασιασμένη καθώς όλα γύρω μου ήταν φθινοπωρινά, καφέ, πορτοκαλί και κίτρινα. Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινης ουσίας. Όπου και να κοίταζα με αγκάλιαζε ένα ζεστό φως. Απλά πνιγόμουν γλυκά σε ένα άπειρο φθινόπωρο Άπειρες μικρές μαγικές στιγμές.

  Είχε πλέον γίνει τρόπος ζωής. Πλέον, μπορώ να κοιτάξω πίσω και να δω τι ακριβώς ήμουν. Δυστυχισμένη, αλλά ελεύθερη. Δεν χρειαζόμουν κανέναν, γιατί πίστευα σε κάτι ανώτερο από τον Θεό. Σε κάτι μεγαλύτερο και πιο όμορφο.  Πίστευα με όλη μου την ψυχή.

  Φυσικά και ήξερα πως ο αέρας είναι απλά αέρας. Δεν γίνεται να επικοινωνεί κανείς με τα στοιχεία της φύσης. Και οι μορφές στο σκοτάδι ήταν ψευδαισθήσεις, παιχνίδια του νυσταγμένου μου μυαλού. Τα εγκαταλελειμένα μέρη ήταν απλά εγκαταλελειμένα. Ήξερα ότι όλα ήταν ψέμματα βαθιά μέσα μου. Το ήξερα. Απλά δεν ήθελα με τίποτα να εγκαταλείψω τις ελπίδες μου.

  Η πορεία μας σε αυτή την εποχή είναι δυστυχώς προδιαγεγραμμένη. Μεγαλώνεις, πας σχολείο, πας πανεπιστήμιο, πιάνεις δουλειά, παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά, γερνάς και πεθαίνεις. Ένα συγκεκριμένο μονοπάτι. Ένα βαρετό, σιχαμένο μονοπάτι. Πειράζει τόσο πολύ που μου αρέσει να παρεκκλίνω από αυτή την πορεία? Που θέλω να αλλάξω τους όρους του παιχνιδιού? Που θέλω να ικανοποιήσω τους παιδικούς μου πόθους?

   Γιατί μαγικός είναι και ο έρωτας. Μαγικά είναι όλα αυτά τα πολύτιμα πανέμορφα μέρη σε αυτόν τον πλανήτη που πρέπει να τα δω όλα πριν πεθάνω. Μαγική είναι η θάλασσα. Μαγική είναι η γνώση.

Αυτό το καινούριο είδος μαγείας λοιπόν θα κυνηγήσω από εδώ και πέρα. Αλλά και πέρα από αυτό, την πίστη εκείνη δεν την χάνω.

Γιατί για μένα θάνατος είναι να χάσω το παιδί μέσα μου.

Sunday, November 13, 2011

Εκείνη η αίσθηση

     Πονάω πολύ. Πονάω πολύ και απόψε. Είμαι μόνη μου και πονάω.

   Όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα στην ζωή μου εάν είχα την δύναμη να ξεχάσω. Να διαγράψω ανθρώπους και καταστάσεις. Να καταφέρω να παραμείνω μέσα στην φούσκα μου, μέσα στο κλουβί που τρυφερά με συντηρεί τόσα χρόνια. Από την στιγμή όμως που άφησα άτομα να εισέλθουν, ξεκίνησε η καταστροφή μου.
  
  Δεν με νοιάζει πως ακούγεται αυτό που θα πω. Γιατί ναι, για το υπόλοιπο της ζωής μου θα σε ρωτάω αδιάκοπα, φωνάζοντας και κοιτώντας σε στα μάτια ''πώς μπόρεσες να ξεχάσεις''. Πώς γαμώ το κέρατό μου. Τόσο ασήμαντη υπήρξα? Θα το λέω γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα μέχρι να βρεις τα αρχίδια να μου απαντήσεις.

  Χρειάζομαι μια βόλτα στο δάσος. Όσο τρελό και αν ακούγεται, την έχω ανάγκη αυτή την στιγμή. Μια βόλτα στο δάσος ολομόναχη. Θα κάνει κρύο τέτοια εποχή. Οι κορμοί των δέντρων θα μοιάζουν με παγωμένη πέτρα στην υφή. Οι φρέσκιες μυρωδιές των φύλλων θα μπλέκονται με την κοφτή μυρωδιά του κρύου. Θα έκλεινα τα μάτια, θα ξάπλωνα στο έδαφος και θα ρούφαγα άπληστα όλη την ομορφιά γύρω μου. Θα ρούφαγα μέχρι να γεμίσω, να γεμίσω τόσο πολύ ώστε να τρέξουν τα απαραίτητα δάκρυα. Να απελευθερώσω ένα κομμάτι του είναι μου.

  Και μετά να γυρίσω σε εσάς. Τους κρύους ανθρώπους. Τα πικρά άθλια χαμόγελά σας. Μακάρι να είχα μια γόμμα. Ούτε όπλα ούτε μαχαίρια. Μια γόμμα θα έκανε την δουλειά γρήγορα. Δεν θα άφηνε αίματα, δεν θα έτρωγε χρόνο. Θα έσβηνα τις δισεκατομμύρια φάτσες σας με μια νωχελική μου κίνηση. Και μετά θα ήμουν μόνο εγώ και η φύση γύρω μου να κοροιδεύει τον τρελό χορό μου. Δεν θα υπήρχε η ανάγκη να λογοδοτήσω σε εσάς. Να δώσω αναφορά για τον αλλοπρόσαλλο τρόπο ζωής μου. Θα έκανα ότι ήθελα. Και θα γέλαγα με τα κατσουφιάσματά σας.

   Σε χρειάζομαι. Και ξέρεις πολύ καλά γιατί. Και εσύ με χρειαζόσουν κάποτε. Ούτε για τον έρωτα, ούτε για το πάθος, ούτε για την σχέση, ούτε για την φιλία. Πέρα από όλα αυτά. Υπήρχε αυτό το μαγικό κάτι που μας ένωσε. Ένα μεγάλο φωσφοριζέ ''you are not alone''. Έκαιγε και μας κράταγε ζωντανούς.  Κάθε φορά που μιλάγαμε. Την θυμάσαι αυτή την αίσθηση? Την αίσθηση του ότι υπάρχει τελικά λίγο φως? Ότι ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των σάπιων ανθρώπων, είχες βρει κάποιον να αγκαλιάσει την τρέλα σου. Να σύρει τρυφερά τα δάχτυλά του στις πληγές σου. Να ακούσει με προσοχή το παραλήρημά σου. Γιατί τα έχει περάσει και αυτός.
 
  Ποιός κανονικός άνθρωπος θα δεχόταν ποτέ την τερατώδη φύση μας? Πίστεψες έστω για μια στιγμή πως είμαστε φυσιολογικοί? Θέλεις να βγάλω το ''είμαστε''? Αυτό θέλεις? Θα το βγάλω λοιπόν. Αφού τώρα είμαι μόνη μου.

  Αυτή την επιβεβαίωση του ότι υπήρξα εκείνη η αίσθηση χρειάζομαι. Μόνο αυτό. Και την αρνείσαι συνεχώς. Εδώ και καιρό. Δεν με νοιάζουν τα υπόλοιπα που υπήρξαν. Είναι έτσι και αλλιώς όλα παροδικά, Θα έφευγαν κάποτε σίγουρα.

Αυτό το κάτι όμως δεν φεύγει. Και το ξέρεις.

Saturday, November 12, 2011

The broken rose with laughing eyes

    You're a mystery, always running wild, like a child without a home.

Η αλήθεια είναι μπροστά μας. Χορεύει σαν την φωτιά στα μάτια μας. Και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να την ανακαλύψουμε. Και αυτή η στιγμή είναι ανεκτίμητη και πολύτιμη. Είναι το ξεκίνημα κάτι καινούριου

Σε ευχαριστώ Άγγελε :)

Thursday, November 10, 2011

???

Ακολουθεί άναρχο αράδιασμα σκέψεων. Χωρίς θέμα, χωρίς δομή χωρίς τίποτα. Δεν είμαι στα καλά μου πάλι. Και θέλω να γράψω ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι. Το έχω ανάγκη.    

Πάλι γελάω με την μοίρα μου. Η ζωή μου θα έπρεπε να γίνει ταινία αλήθεια. Δεν εξηγείται αλλιώς.

   Φυσικά και δεν υπάρχει περίπτωση να χρησιμοποιήσω την λέξη έρωτας. In fact, λέω γενικά να την βγάλω από το λεξιλόγιό μου. Μου προκαλεί ταυτόχρονα αηδία και μια ακατανίκητη έλξη για τα μπισκότα που έχω στο ψυγείο. Και φαντάσου, ΔΕΝ τρώω μπισκότα.

   Έχω ένα ιστορικό στο να κυνηγάω καταδικασμένες, παραπληγικές ή απλώς άκυρες καταστάσεις. Έχει πολύ γέλιο, βλέπω φίλες μου μετά από καιρό και με ρωτάνε ''τι νέα?'', και ειλικρινά δεν τα λέω όλα. Ή θα νομίζουν πως το έριξα στα ναρκωτικά ή πως λέω ψέμματα.

   Μα ξέρεις κάτι? Βαρέθηκα να κοιτάω πίσω. Βαρέθηκα να βλέπω τα μάτια σου στα πρόσωπα περαστικών. Βαρέθηκα να βλέπω το περπάτημα του άλλου σε αγνώστους. Βαρέθηκα να χτυπά η καρδιά μου από τρόμο όταν νομίζω πως είδα τον τρίτο στον δρόμο.

  Άντρες. Ναι λοιπόν, από εδώ και πέρα θα μιλάω για άντρες και όχι για αγόρια. Μεγάλωσα έτσι δεν είναι?

  Και σκέφτομαι απόψε, πως τελικά εμείς φταίμε. Εγώ σας αφήνω να μπαίνετε μέσα και να μου γαμάτε την ψυχή συνεχώς. Μπορώ απλά να κλείσω τα μάτια. Να ξεχάσω.

  Τι αηδίες λέω πάλι απόψε. Δεν γίνεται να ξεχάσω. Εσύ μου έμαθες να δίνω όταν έπαιρνα χωρίς να ρωτάω. Εσύ νούμερο δύο με έκανες να τρέμω από επιθυμία από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Και μην ακούσω την εμετική φράση ''έρωτας με την πρώτη ματιά''. Φυσικά και δεν ήταν έρωτας. Ήταν πίστη. Πίστη πως μαζί σου όλα θα πάνε καλά. Για το νούμερο τρια δεν θέλω να μιλήσω. Έτσι και αλλιώς πέρασαν τα χρόνια.

  Ότι βλακείες και να λέω λοιπόν, ο μόνος λόγος που μπορώ να ξεχάσω για λίγο είσαι εσύ.

   Είναι τόσο βλακωδώς άκυρο, τόσο χαζό, τόσο..δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν γιατί η κάποτε ατρόμητη Δάφνη φοβάται τώρα. Τι φοβάμαι? Να παλέψω για κάτι αντί να το βρω έτοιμο? Να αντιμετωπίσω την απόρριψη? Μια ζωή μαζί της ζω.

   Θέλω κάτι σιωπηλό, γίνεται? Δεν θέλω μηνύματα. Δεν θέλω αλλαγή κατάστασης στο Ίντερνετ. Δεν θέλω περιορισμούς. Δεν θέλω δεσμεύσεις. Θέλω ησυχία. Και εσένα. Χωρίς τίποτε άλλο.

  Έτσι νομίζω τουλάχιστον.

  Και η αντιστροφή των ρόλων? Θα σου επιτρέψω άραγε να παίξεις μαζί μου? Γιατί ένα μεγάλο παιχνίδι είναι σωστά? Ειδικά για σένα. Και για μένα είναι τώρα. Το μετά φοβάμαι. Αυτά που θα έρθουν. Τώρα παίζω. Αύριο δεν ξέρω. Παίξε λοιπόν και εσύ μαζί μου.

  Μα-
  Γάμα το

Wednesday, November 9, 2011

Τελεία.

  Σε σιχαίνομαι. Να το 'πα. Εδώ με έφτασες. Στο να σε σιχαίνομαι. Εδώ με έφτασαν οι πράξεις σου. Στο να σε σιχαίνομαι.

  Έχω φάει πολλά μαχαίρια στην ζωή μου. Τα περισσότερα δεν τα ξέρει κανείς. Τα περισσότερα μπορεί να μην τα ζήσει κανείς και σε ολόκληρη την ζωή του. Το μαχαίρι όμως που έφαγα σήμερα δεν ξέρω πως να το περιγράψω.

  Δεν πονάει ακριβώς. Όλα τα άλλα πονούσαν, το καθένα με τον δικό του ιδαίτερο τρόπο. Μα όχι. Αυτό το μαχαίρι δεν πονάει. Ξυπνάει.

  Με ξύπνησε. Μου άνοιξε τα μάτια στο να αυτοπυροβοληθώ. Να δω επιτέλους τι πήγε λάθος εκεί. Τι δεν είχα σκεφτεί. Τι δεν είχα υπολογίσει τότε. Και το μαθαίνω τώρα.

  Τέτοια αδιαφορία με ξύπνησε. Το ότι μεγαλοπρεπώς τα πέταξες όλα. Μεγαλοπρεπώς τα στιγμάτισες. Μεγαλοπρεπώς τα ξέχασες. Σαν να ήμουν μια ασήμαντη παρένθεση στην ζωή σου. Τόσο μικρή, ώστε με το που κλείσει να γυρίσεις ακριβώς στο σημείο που ήσουν πριν ανοίξει. Ακριβώς.

  Και με ξύπνησε αυτός ο αριθμός με έναν φριχτό και παράδοξο τρόπο. Για πρώτη φορά είδα ότι υποφέρεις. Για πρώτη φορά είδα τον εγωισμό που με τύφλωνε τόσο καιρό. Για πρώτη φορά σιχάθηκα τον εαυτό μου. Τον σιχάθηκα γιατί το μόνο που κατάφερε με τις πράξεις του, είναι να γίνει μια μικρή ασήμαντη παρένθεση. Για εμένα είμασταν κεφάλαιο. Για εσένα πλέον ούτε τελεία.

  Πάλι εγωιστικό δεν είναι? Ω ναι, νοιάζομαι ακόμα για σένα. Πάντα θα νοιάζομαι. Αλλά πόνεσα όλον αυτόν τον καιρό που έλειπες. Βρέθηκα ξανά στην κόλαση, μακάρι να ήξερες. Και πέτρωσα. Και πλέον θέλω να φροντίζω μόνο τον εαυτό μου. Κακό είναι? Το χρειάζομαι πιστεύω.

  Άλλο ένα απογευματινό παραλήρημα χωρίς δομή, χωρίς λόγο. Όσο πάει και οι λέξεις μου τσακίζονται σε βράχια. Ερωτεύονται το χάος. Δεν το βλέπεις? Μακάρι να το έβλεπες.

  Πώς μπόρεσες? Ή μήπως εγώ δεν ήμουν αρκετή? Να και κάτι που δεν έιχα σκεφτεί. Που είχα μάθει να παίρνω ως δεδομένο. Μα αγάπησα. Εσένα. Έτσι νομίζω δηλαδή. Είμαι από τους ανθρώπους που δεν μπορούν να αφοσιωθούν στους άλλους. Έτσι είμαι φτιαγμένη. Έστω για λίγο όμως, έφερες τα πάνω κάτω. Αλλά τελικά, ότι και να έλεγες και να έδειχνες, μάλλον άλλη είχε πάρει την καρδιά συ.

Όσο και να πονάει
Όσο και να με σκοτώνει μέσα μου
Όσο και να σκίζει την υπερηφάνεια μου,

ίσως τελικά εκείνη να ήταν το κεφάλαιο. Και εγώ η τελεία.

Sunday, November 6, 2011

Όταν δεν γνώριζα ακόμα

     Δεν φεύγει. Δεν πάει πουθενά αυτή η αίσθηση. Αυτή η πικρή γεύση μέσα μου, η στυφή αίσθηση του μέταλλου, η ξινή ιδιαίτερη γεύση του αίματος. Το αλμυρό των δακρύων μου.

 Εξακολουθώ να είμαι 18 και να νιώθω γερασμένη. Κουρασμένη. Ότι έχω εκπληρώσει οποιοδήποτε καθήκον μου σε αυτή την ζωή. Και πως είναι καιρός να φύγω.

  Και η ερώτηση είναι γιατί? Πώς είναι δυνατόν? Έφαγα μερικά χαστούκια από την ζωή και τα παρατάω? Φίλους πες ακόμα έχω. Παρέες και διασκέδαση, τα πάντα. Χαμογελάω. Θεέ μου, τεντώνω τους μυς τους στόματός μου πιο συχνά από ποτέ. Τους τραβάω ψηλά και δείχνω τα δόντια μου.

  Μα το ποτό έχει αρχίσει και κατεβαίνει δύσκολα στον λαιμό μου. Και το τσιγάρο πια με καίει, κάνει τα χείλια μου να τσούζουν και τον λαιμό μου να παραπονιέται.

  Ζούσα λοιπόν σε μια φούσκα. Και δεν είχα πραγματικά ανθρώπους γύρω μου, μόνο τις ιδέες τους. Ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Η τέλεια σχέση, οι τέλειοι κολλητοί. Και ξεροκέφαλη όπως είμαι, όταν μέσα σε ένα καλοκαίρι όλα κατάρρευσαν, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μετά από πέντε εφιαλτικά εφηβικά χρόνια, είχα περάσει έναν χρόνο που πίστευα ότι είχα τα πάντα. Τρίτη λυκείου. Και μέσα σε ένα καλοκαίρι τα έχασα. Όλα. Χάθηκαν σαν τον καπνό.

  Εκείνος ο ζαχαρωμένος χρόνος λοιπόν ήταν ένα διάλειμμα από την τρέλα και την παράνοια? Γιατί τώρα που τελείωσε επέστρεψα σιγά σιγά εκεί που είχα μείνει. Στην παγωμένη εφηβεία μου. Αλλά υποτίθεται πως έχω ωριμάσει τώρα. Πως έχω πάρει μαθήματα για το πως να χαλιναγωγώ τον εαυτό μου, να συγκρατώ τον καταστροφικό θυμό μου, να μην ξεσπάω βίαια σε άτομα που δεν φταίνε.

  Όμως κάθε φορά που ψάχνω λύσεις για το χάλι που είμαι τώρα, καταφεύγω πάλι στις λύσεις που κατέφευγα τότε. Εκείνες τις περίεργες μέρες όπου έκανα μόνη μου βόλτες στο δάσος. Οσφραινόμουν την έλλειψη ανθρώπων. Χανόμουν στο απέραντο του ουρανού. Γιόρταζα το ότι ήμουν μόνη.

 Είμαι όμως έτοιμη μετά από τόσα χρόνια να ξαναβρεθώ με τον εαυτό μου? Να νιώσω επιτέλους ξανά την φύση μέσα μου με εκείνον τον τόσο σκοτεινό και ακατανόητο τρόπο που το έκανα τότε?

 Κάτι τέτοιο θα είχε το τίμημά του. Το ίδιο που είχε και τότε και που με οδήγησε στην τρέλα.

  Και θα πονέσω πάλι. Όποιος δέχεται τα δώρα της νύχτας πονάει. Πρέπει να προσφέρει αντάλλαγμα σε εκείνη. Αν πάρω πάλι εκείνο το μονοπάτι, θα μπορέσω ποτέ να ζήσω πραγματικά? Να γίνω φυσιολογική?

  Τότε όμως. Τότε, εκείνες τις περίεργες ημέρες, ήμουν ελεύθερη. Γιατί δεν γνώριζα ακόμα.

Saturday, November 5, 2011

222222

    Λοιπόν τώρα έχω δυο επιλογές. Να φλιπάρω τελείως να βγω στον δρόμο με ένα μπαζούκας και να αρχίσω να πυροβολώ κόσμο ουρλιάζοντας για τα δικά μου λάθη, να βάλω τα κλάματα και μετά να έρθω και να παρακαλέσω. Nice one.
    Η άλλη επιλογή είναι να φερθώ ώριμα και να προχωρήσω επιτέλους μπροστά. Να αρχίσω το ξεκαθάρισμα αυτής της σκατένιας και φριχτής περιόδου στην ζωή μου με μια καλή και σωστή πράξη. Να δώσω ένα τέλος και στις δυο καταστάσεις. Δεν θα κυνηγάω μια ζωή άτομα που ξέχασαν. Έτσι και αλλιώς, εδώ φαίνεται η πραγματική τους όψη, και το πόσο νοιάζονταν.

    Τον τελευταίο καιρό πάντως η λύση με το μπαζούκας ταιριάζει όλο και περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία μου. Η παλιά Δάφνη, που σκέφτεται, επεξεργάζεται (ντάξει όχι πάντα) και μετά προσπαθεί να πράξει λογικά δεν υπάρχει πια. Πλέον βγαίνω έξω με ένα χαμόγελο χωρίς λόγο και απλά περιμένω να συμβούν τα πάντα σε μια νύχτα. Και τον τελευταίο καιρό αυτό γίνεται.

   Ηθικό δίδαγμα λοιπόν από τους τελευταίους 2-3 μήνες?
Για κανέναν πούστη λόγο. Μην αφήνεις κανέναν μέσα. Κανέναν. Μιλάμε για απίστευτη αχαριστία. Απίστευτο μίσος. Απίστευτη ζήλεια. Αυτός ο κόσμος που γεννήθηκα εγώ και η γενιά μου δεν περιέχει τις λέξεις αγάπη και φιλία στο λεξικό του. Πλάκα πλάκα, οι λέξεις οι ίδιες πια μου ξενίζουν. Μου φέρνουν θολές χρωματιστές αναμνήσεις από παιδικά του Σταρ.
   Αυτή λοιπόν που θα σε πλησιάσει, σε θέλει για να βγαίνει έξω με καλή παρέα. Γιατί γουστάρει ένα παιδί από την παρέα σου. Γιατί ξέρει πως θα την γνωρίσεις σε κύκλους. Σε καμία περίπτωση για να πάρει πράγματα από εσένα, να ανταλλάξετε κομμάτια του εαυτού σας.
  Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό! Ναι, είναι λίγο τραγικό που πλέον δεν υπάρχει φιλία ως έννοια,αλλά στο κάτω κάτω, ο ίδιος ο καπιταλισμός μας οδήγησε στο να ψάχνουμε το συμφέρον στις ανθρώπινες μας σχέσεις, ε?
   Και μην πιάσω καλύτερα το θέμα της αγάπης. Εγώ είμαι πρώτη στην εφαρμογή του παραπάνω κανόνα δυστυχώς. Και είδες? Μια φορά στην ζωή μου κατάφερα να νιώσω αγάπη για κάποιον, και την πέταξε στο χώμα, την πάτησε και έφτυσε γελώντας πάνω της. Οκ λοιπόν. Δεκτό. Μην περιμένει όμως κανείς να νοιαστώ ποτέ ξανά για κανέναν. Να ανησυχήσω αυθεντικά. Να θέλω να δω αν είναι καλά. Οκ?

   Κοίτα λοιπόν πώς από ένα μπαζούκας φτάσαμε πάλι στο θέμα.

Friday, November 4, 2011

ΨΕΥΤΗΣ

   ΨΕΥΤΗΣ. Ένας μεγάλος ψεύτης.
Βασικά ΨΕΥΤΕΣ.
   Δυο μεγάλοι ψεύτες. Σας έπιασα λοιπόν.

     Από εσένα, βδελυρό υποκείμενο, γλοιώδη κόλακα των ισχυρών, πόρνη των γραφείων, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Επιτέλους το όνειρό σου θα γίνει πραγματικότητα. Αν καταφέρεις βέβαια να κλείσεις ότι κενά εκείνη άφησε. Κενά που δεν μπόρεσες και ούτε θα μπορέσεις ποτέ να γεμίσεις.

    Εσύ όμως, αφέντη της νύχτας? Σε ποιόν υπόνομο πέταξες τα βράδια μας και αρνείσαι να τα πάρεις πίσω? Κάτω από το φως ποιανού χειμερινού φεγγαριού? Και ποιά αστέρια γέλαγαν μαζί σου? Πες μου να πάω να τα βρω. Γιατί εγώ τα φύλαγα, όλα εκείνα τα βράδια. Και τα μάτια σου φύλαγα, και τα χέρια σου, και το γέλιο σου. Ποιός νοιάζεται που τελείωσε? Εγώ θα τα φύλαγα για πάντα. Και εσύ τα πέταξες.

   Πού είσαι, εσύ που δεν θα με άφηνες ποτέ? ΨΕΥΤΗΣ.

  Ένας μεγάλος ψεύτης.

   Πού είσαι, εσύ που με δέχτηκες με τόση αγάπη? Με αυτήν την αγάπη που δεν θα τελείωνε ποτέ όπως έλεγες? Πού είσαι ψεύτη?

  Πού είσαι?

Tuesday, November 1, 2011

Fire, walk with me

    Εξακολουθώ να νιώθω γερασμένη. Πως δεν με γεμίζει πλέον τίποτα. Πως θέλω να δείξω επιτέλους το αληθινό μου πρόσωπο και να διώξω τους πάντες από κοντά μου. Οπότε, γιατί δεν το κάνω? Γιατί είμαι κολλημένη σε πράγματα που δεν με γεμίζουν? Δεν κουράστηκα να πονάω? Δεν κουράστηκα να βλέπω πρόσωπα που δεν ξέρουν την αλήθεια?
    Όντως κουράστηκα να είμαι η μαριονέττα της ημέρας. Το αστραφτερό χαμόγελο του δρόμου. Το αστείο γαργαριστό γέλιο της πλατείας. Γιατί τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινά. Μακάρι να ξυπνούσα ένα πρωί και να βλέπατε όλη αυτή την σαπίλα που έχω μέσα μου. Να βλέπατε την αλήθεια. Γιατί δεν μπορώ άλλο να χαμογελάω. Δεν μπορώ άλλο. Δεν γεννήθηκα για εσάς. Γεννήθηκα για εμένα.

     Αλλά πόσο φοβάμαι. Πόσο φοβάμαι ότι θα μείνω μόνη μου. Αυτή την φορά τελείως μόνη μου. Αν ανοίξω το στόμα μου όλα έχουν τελειώσει. Αν πω τι πραγματικά σκέφτομαι. Και τότε θα έρθει πραγματικά το τέλος για εμένα.

    Γιατί ο δρόμος που έχω πάρει δεν έχει γυρισμό. Και κάθε μέρα πετρώνω όλο και περισσότερο μέσα μου. Παγώνω. Από ένα σημείο και μετά έχω πάψει να ακούω τις φωνές σας. Δεν δίνω σημασία στα ρούχα που φοράτε, στα αστεία που λέτε. Γιατί δεν με ενδιαφέρουν.

   Και περιμένω. Δεν ξέρω τι, περιμένω να βρω τον εαυτό μου και πάλι. Προτού ξεχάσω τι σημαίνει η ζεστασιά ενός άλλου ανθρώπου δίπλα σου. Προτού καταργήσω τις τελευταίες στιγμές που με κρατούν όρθια. Προτού αφαιρέσω αργά και τελετουργικά την μάσκα από το πρόσωπό μου.

Fire, walk with me