Tuesday, October 25, 2011

Game Over

   Το είδα γραμμένο ρε. Το είδα σου λέω. Ότι η ενέργεια που με κρατάει από το να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα τους τελευταίους δυο μήνες κάποια μέρα θα εξαντληθεί. Και θα δείτε μια Δάφνη που δεν θα σας αρέσει καθόλου. Μα καθόλου. Πώς είναι η Δάφνη που παίρνετε τηλέφωνο, πίνετε και χορεύετε μαζί τόσο καιρό? Ε καμία σχέση. Ώρα για αλλαγές. Αλλαγές για να μπορέσω να ζήσω. Για να μπορέσω να θέλω να ζω. Το κάνετε όμως όλο και πιο απόμακρο μέρα με την μέρα. Σειρά μου να σας δείξω αυτό που λίγοι έτυχε να πάρουν από εμένα.

  Τέλος το αλκοόλ. Από εδώ και πέρα θα πίνω την δυστυχία σας. Και θα μεθάω

Sunday, October 16, 2011

18

   Σε λίγη ώρα γίνομαι επισήμως ενήλικη. Δεν ξέρω γιατί του έχω δώσει τόση σημασία, άλλοι άνθρωποι ούτε καν το συζητάνε όταν έρχεται. Απλά το ότι πλέον μεγαλώνω με έχει βάλει σε σκέψεις.

   Γενικά στην ζωή μου μέχρι στιγμής μπορώ να πω ότι βιάστηκα πάρα πολύ. Βιάστηκα απελπισμένα να δοκιμάσω όσα περισσότερα μπορώ, ακόμα και αν ήμουν παιδί. Δεν με ένοιαζε. Ζούσα έντονα,γρήγορα και χωρίς συνέπειες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

  Από όταν ήμουν μικρή,όταν με ρωτούσαν πιο είναι το μεγαλύτερο όνειρο μου έδινα μια μάλλον περίεργη απάντηση ''Θέλω να ζήσω''. Όχι, δεν είχα προβλήματα επιβίωσης ποτέ για να επιθυμώ να ζήσω. Ήταν ένας απλοικός, υπεραπλουστευμένος τρόπος να περιγράψω τότε το χάος που επικρατούσε μέσα στο μυαλό μου. Την επιθυμία μου από παιδί να μαζέψω μέσα μου όλες τις γεύσεις, τα αρώματα, τις ομορφιές και τις αισθήσεις του κόσμου. Να ζήσω την ζωή μέχρι το κόκκαλο και να πεθάνω νωρίς. Το ήθελα απελπισμένα. Να δοκιμάσω απαγορευμένους καρπούς.

  Δεν ξέρω αν είναι άσχημο. Δεν ξέρω αν είναι λάθος. Γνωρίζω όμως πως η κοινωνία μας στιγματίζει αυτόν τον τρόπο σκέψης ως αυτοκαταστροφικό και ανώριμο. Παιδικό. Μα ποιός είπε ότι μεγάλωσα ποτέ?

  Άνθρωποι του κύκλου μου απορούν πως ώρες ώρες είμαι τόσο προστατευτική απέναντί τους και ύστερα πάω και κάνω δέκα φορές χειρότερα. Μια απελπισμένη ρομαντική ψυχή θα αποκαλούσε τον εαυτό της ''αυτοκαταστροφικό'', θα έλεγε πως μόνο αυτά της αξίζουν, και γενικότερα, θα μοιρολογούσε χωρίς λόγο. Εγώ δεν έχω εξήγηση για το τι με ωθεί προς το κακό. Το ''κακό'' όπως το ονόμασε ο άνθρωπος. Όπως το έκρινε λανθασμένα ο ίδιος. Το σκοτάδι με αγαπάει, δεν με διώχνει μακριά του. Δεν με νοιάζει που δεν μπορώ να δω μέσα του, ακούω,οσφραίνομαι και νιώθω τα πάντα γύρω μου. Και το επιδιώκω, σε κάθε πτυχή, σε κάθε φάσμα της ζωής μου. Γιατί μου αρέσει. Μου αρέσει να χάνομαι. Να χάνομαι σε κόσμους μαγικούς. Τόσο κακό είναι?

  Μπορώ λοιπόν να έχω τον λανθασμένο τίτλο της σοβαρής και της λογικής. Που θα σου δώσει σωστές συμβουλές και θα σε βάλει στον ίσιο δρόμο. Μα ποιός αλήθεια ξέρει πόσο ανώριμη είναι η ψυχή μου? Πόσο ηλίθια, με παντελή έλλειψη λογικής. Πόσο τρελή. Πόσο παιδική. Κανείς. Κανείς δεν ξέρει ποιά είμαι. Και κανείς δεν θα μάθει. Έτσι είναι καλύτερα. Πολύ καλύτερα.

  Από εδώ και πέρα λοιπόν θα ζήσω δέκα φορές πιο έντονα από όσο έχω ζήσει μέχρι τώρα. Χωρίς να με νοιάζει τίποτα και κανένας. Γιατί αλήθεια δεν με νοιάζει. Έχω έναν στόχο στο κάτω κάτω.

  Έτσι και αλλιώς, δεν κάνω κάτι κακό έτσι δεν είναι? Δεν υπάρχει η έννοια κακό. Υπάρχουν αυτά που θέλουμε και αυτά που φοβόμαστε να διεκδικήσουμε.

Friday, October 14, 2011

Εσύ είσαι ο λόγος

   Μακάρι να μπορούσες να με κοιτάξεις στα μάτια και να δεις τα λάθη σου. 18 χρονών λάθη. 18 χρονών λήθη.

  Πονάω τόσο πολύ και σε χρειάζομαι. Ακόμα και αν δεν σε νοιάζει το μέσα μου, ακόμα και αν ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για αυτά που θέλω, δυστυχώς υπάρχουν στιγμές που χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από έναν απλό άνθρωπο κοντά σου. Και εσύ δεν είσαι εδώ.

  Μακάρι να κοίταζες στον καθρέφτη και να έβλεπες το χάος σου. Είναι χειρότερο από το δικό μου, αλήθεια.

  Γιατί εσύ είσαι ο λόγος που ήμουν μόνη μου. Εσύ είσαι ο λόγος που έγινα διαφορετική.  Εσύ είσαι ο λόγος που πήρα έναν δρόμο χωρίς γυρισμό. Εσύ είσαι ο λόγος που έκλαψα και πόνεσα. Που κάπνισα τόσο πολύ. Που υπήρξα τόσο άτακτη. Τόσο αντισυμβατική. Που τρύπησα μέρη του σώματός μου με τα ίδια μου τα χέρια. Που καλύφθηκα με καρφιά. Που δοκίμασα απαγορευμένους καρπούς.

Και σε κατηγορώ. Σε κατηγορώ σε κατηγορώ σε κατηγορώ.

Wednesday, October 12, 2011

?

    Γύρισα πριν από καμιά ώρα από την σχολή. Από τις 8 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδι κέντρο. Ήταν απίστευτη εμπειρία πραγματικά, πέρασα υπέροχα και γνώρισα πολύ κόσμο.

   Κι όμως τώρα γιατί πονάω τόσο πολύ μέσα μου? Διάβαζα τα τελευταία μηνύματα, να γιατί. Και αυτή την στιγμή νιώθω ο πιο μόνος άνθρωπος σε όλο τον κόσμο. Και μάλλον είμαι.

  Πόσα συγγνώμη μπορούν να αναιρέσουν κάτι που έπρεπε να γίνει? Κανένα. Ακριβώς γιατί έπρεπε. Αφού λοιπόν θεώρησα ότι μπορούσα να ζήσω την ζωή μου χωρίς την παρουσία σου,τότε γιατί μου λείπεις? Γιατί σε ψάχνω ακόμα?

  Για άλλη μια φορά στην θολούρα του μυαλού μου θα απαντήσω μόνη μου. Γιατί μόνο εσύ ξέρεις. Μόνο εσύ κατάλαβες και δέχτηκες αυτό που είμαι όπως κανένας άλλος. Το αγκάλιασες και το προστάτεψες με όλη σου την δύναμη. Αλλά ξαφνικά τελείωσε.

  Αλήθεια δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν σωστό ή όχι. Αυτό που ξέρω και μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως κουράστηκα. Γιατί ξέρω πως κανείς δεν μπορεί να δει όπως εσύ. Να δει μέσα μου, πέρα από την επιφάνεια. Τις ανάγκες μου, τις τρέλες μου, τα σκαμπανεβάσματά μου. Να τα αγαπήσει και να μου δώσει το περιθώριο να αγαπήσω και εγώ τα δικά του.

  Όχι λοιπόν. Αυτό ήταν αυτή η μια και η μοναδική φορά. Δεν πρόκειται να ξανάρθει.

  Ίσως δεν θέλω και να έρθει ποτέ ξανά. Γιατί εκείνο ήταν μοναδικό. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Monday, October 10, 2011

Άντε να βρίσκω τίτλο τώρα (Ντάξει, βραδινό παραλήρημα)

    Λοιπόν, είχα μια πολύ δύσκολη μέρα. Βασικά λάθος. Είχα μια πολύ δύσκολη και ψυχοφθόρα εβδομάδα. Άλλαξαν πολλά, και ακόμα φοβάμαι κάποια πολύ σοβαρά θέματα. Θα μπορούσα λοιπόν να αρχίσω να πετάω χριστοπαναγίες και άντε πηδήξου και ουστ καριόλη σε όλα τα άτομα γύρω μου. Δεν το έκανα όμως. Δεν φταίνε στο κάτω-κάτω οι άλλοι που η ζωή αποφάσισε να παίξει τραμπολίνο πάνω στην ψυχή μου. Και χοροπηδάει και με δύναμη γαμώτο της.

   Ώρες ώρες σκέφτομαι πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή εάν όλα λειτουργούσαν όπως οι ιστορίες στα βιβλία αγγλικών όταν είμασταν μικρά. Λάθος. Όχι όμορφη. Εύκολη.

  Βλέπεις, οι ήρωες ήταν πάντα όμορφοι. Για να δώσουν δήθεν την εντύπωση της πολιτισμικής ποικιλίας, οι σχεδιαστές των βιβλίων είχαν ΠΑΝΤΑ μια ξανθιά γκόμενα, με μια Κινέζα ή έγχρωμη κολλητή. Το ίδιο και τα αγόρια. Φόραγαν όλοι χρωματιστά μπλουζάκια και αθλητικά. Είχαν όλοι άσπρα αστραφτερά χαμόγελα. Ο ένας γούσταρε μπάσκετ και ο άλλος ζωγραφική. Χαμογέλαγαν ηλίθια ακόμα και όταν ήταν μέσα στην τάξη. Λες και πέρναγαν καλά. Οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από το τι έφαγαν το μεσημέρι (για τις μικρότερες τάξεις) μέχρι το σε ποια ταινία θα πάνε το βράδυ (θυμάστε την εκνευριστική παρουσία του σινεμά όταν μαθαίναμε τον future? Οι τύποι πρέπει να ήξεραν απέξω όλα τα προγράμματα, χειμερινά και θερινά!) και το ότι πρέπει να πάρουν ομπρέλα γιατί το δελτίο είπε ότι θα βρέξει. Τόσα χρόνια οι ίδιοι ηλίθιοι διάλογοι. Θα μου πείτε, δεν υπάρχει και άλλος πιο κουλτουριάρικος και αξιοπρεπής (για μένα) τρόπος να μάθεις αγγλικά. Έλα όμως που έχω νεύρα και αυτή η βλακεία με τα βιβλία αγγλικών στριφογυρίζει στο μυαλό μου εδώ και δυο μέρες!

  Που λες λοιπόν αυτό το άσκοπο παραλήρημα με τα βιβλία αγγλικών που με έχει πιάσει εδώ και τόσην ώρα μάλλον οφείλεται στην γενικότερη βεντέτα που έχω με το λεγόμενο ''αμερικάνικο όνειρο'' από παιδί. Απλά ήμουν πολύ περίεργη μικρή και παρόλο που σαν όλα τα παιδάκια έπαιζα με κούκλες και επιθυμούσα γύρω μου το ξανθό, το καθαρό και το φωτεινό (η αρία φυλή όπως προβάλλεται δυστυχώς από τις Barbie) ένιωθα πάντα μια σαπίλα από πίσω τους. Με αηδίαζαν. Μου φαίνονταν τόσο ψεύτικα. Τόσο ίδια όλα. Για αυτό και μου άρεσε να χαλάω και να μεταποιώ τα παιχνίδια μου. Να τους δίνω ταυτότητα. Να έχουν να πουν μια ιστορία.

   Τέτοιες μέρες λοιπόν που σκέφτομαι τι σκατά κάνω σε αυτόν τον κόσμο και που θα καταλήξω, τέτοιες μέρες λοιπόν θέλω να πιάσω μια ξανθιά με ροζ στον δρόμο και να της βγάλω τα άντερα. Να την ξεκοιλιάσω με τον σουγιά από την Κρήτη που έχουμε στην κουζίνα. Αργά αργά.Έτσι στην ψύχρα. Να την βάλω να φάει το σιχαμένο της ροζ. Το χαμόγελό της που με τσατίζει. Τα all-star που πάντα τα δούλευα γιατί τα φόραγαν όλοι. Το κινητό της με την Hello Kitty που είναι γεμάτο με ''ti kaneis xazi mou???'' ''Bariemai'' ''S'agapo mwro mouuu <3 <3'' Με τέτοιες άπειρες ψευτιές. Όλα ψέματα είναι παιδιά. Όλα. Ποιό ομαδικό πνεύμα και πίπες? Τι να το κάνεις το ομαδικό πνεύμα στον έξω κόσμο? Θα έπρεπε να μαθαίνουν τα παιδιά από μικρά να βγάζουν τους πάντες από την μέση για να πάρουν αυτό που θέλουν. Να παλεύουν για να λάμψουν πάνω από άλλους. Θα έπρεπε από μικρή ηλικία οι καρδούλες τους να γίνονται πέτρινες. Ποιός έρωτας και κλάματα? Τα παιδιά αυτά θα ήταν πάντα έτοιμα να αντιμετωπίσουν τον πόνο. Δεν θα τους άγγιζε.

  Αλλά όοοοοοοοχι, εμείς έπρεπε να μεγαλώσουμε με τις καυλάρες του Disney που παντρεύονταν ζάμπλουτους πρίγκιπες που τις αγαπούσαν ΟΠΩΣ και να ήταν, και ας ήταν η μια με λέπια, η άλλη πτώμα (οι δυο βασικά) η άλλη βρομιάρα μέσα στις στάχτες και η άλλη τσιγγάνα γύφτισα. Α, τώρα που είπα τσιγγάνα, ίσχυε και από την άλλη πλευρά! Η Εσμεράλδα καλό πουτανάκι ήταν, είχε τον ξανθό ιππότη αλλά κούναγε την ουρά της και στο τέρας τον Κουάσι. Χέσε με λοιπόν.

  Και η πλύση εγκεφάλου δεν σταματάει εδώ! Μετά ερχόταν το Notebook στην εφηβεία και μας δίναν ηλίθιες ελπίδες ότι ένας κούκλος μαλάκας θα μας περιμένει κλαίγοντας για 7 χρόνια ακόμα και αν τον είπαμε ξυπόλυτο και γύφτο και τον αφήσαμε, και ότι μετά παρατάμε γάμους γιαγιάδες σκυλιά παιδιά και τρέχουμε και πηδιόμαστε μαζί του ασταμάτητα για δυο μέρες σε κόκκινα σεντόνια. Α ναι και μετά η δύναμη της (εμμ, 50χρονης?) αγάπης μας νικάει και την νόσο του Αλτσχάιμερ. Oh please.

  Ντάξει, υπάρχει και το Eternal Sunshine Of A Spotless Mind ως πιο εναλλακτικό, που είναι και από τις αγαπημένες μου ταινίες, αλλά ακόμα και εκεί σπάστηκα με το τέλος. Αφού στο τέλος θα βλέπεις την φάτσα του και θα ξερνάς, αξίζει αλήθεια να προσπαθήσεις ενώ ξέρεις ΑΚΡΙΒΩΣ πως θα καταλήξει? Αλλά anyway, δεν πρόκειται να κράξω αυτή την ταινία. Έχει κρατήσει ένα κομμάτι μου. Και ένα δικό σου.

  Θα θελα ένα τσιγάρο τώρα που έρχονται πάλι σαν χιονοστιβάδα οι αναμνήσεις. Λίγο καπνό να με ζαλίσει και να σταματήσει αυτό το βραδινό παραλήρημα. Να μουδιάσω λίγο και να μην μου λείπουν άτομα που δεν πρέπει να μου λείπουν.

  Δεν ξέρω πια τι περιμένω από την ζωή μου. Και γίνομαι 18 σε μια εβδομάδα.

  Γαμώ την πουτάνα μου. 

Saturday, October 8, 2011

Απόγευμα

    Είχα μια συζήτηση πρόσφατα με τον κολλητό μου. Δεν έχω πραγματικά ιδέα πως άρχισε, εάν το ρώτησα εγώ ή τι διάολο είπαμε. Έχω χάλια μνήμη.

    Τέλος πάντων, πρέπει να τον ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη του ώρα της ημέρας. Θα φάω ξύλο, αλλά δεν θυμάμαι τι απάντησε (νομίζω ξημερώματα). Ήμουν επικεντρωμένη σε αυτό που θα απαντούσα εγώ.

    Η αγαπημένη μου ώρα της ημέρας είναι αναμφίβολα το απόγευμα. 5.30-7.30, αυτό το δίωρο. Όχι γιατί κάνεις κάτι σημαντικό εκείνη την ώρα, όχι γιατί η ζωή ''ξυπνάει'' ή ''κοιμάται''. Αντίθετα, επειδή είναι λες και ο χρόνος σταματάει αυτό το δίωρο. Κάνει ένα pause μέσα στην ημέρα. Ακούς λιγότερα αυτοκίνητα. Ακούς λιγότερες ψυχές να κινούνται μέσα στον χώρο.

   Είναι οι ώρες αυτές που ο κόσμος ξυπνά σιγά σιγά από τον μεσημεριανό ύπνο ή την ξεκούρασή του. Όλα όμως είναι τόσο ήσυχα, τόσο στάσιμα, που συνήθως απλά αγκαλιάζουμε το μαξιλάρι και γυρνάμε χαμογελώντας από την άλλη. Τουλάχιστον εγώ αυτό κάνω. Θα μου πείτε, εγώ κοιμάμαι και όρθια σε ντουλάπα με αράχνες να περπατάνε στην πλάτη μου και σκούπες αγκαλιά, αλλά anyway.

   Ψάχνοντας εδώ και καιρό κάτι που να με συνδέει με τα παιδικά μου χρόνια, είχα απελπιστεί. Τα παιχνίδια μου που με τόση λαχτάρα έπιανα στα χέρια μου ελπίζοντας πως θα ένιωθα το ίδιο ρίγος που ένιωθα και πριν δέκα χρόνια, είναι άψυχα. Στο κάτω κάτω, τώρα παίζω με αληθινούς ανθρώπους και όχι πλαστικούς.

   Έψαχνα λοιπόν, έψαχνα απελπισμένη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό για εμένα από τις αναμνήσεις μου, και να, εδώ ήταν όλες στο δωμάτιο, τα σκονισμένα (και τελικά άσχημα) κουκλάκια μου στο ράφι με τα αιώνια ραμμένα χαμόγελά τους, τα πολύχρωμα παιδικά μου βιβλία με τα οποία έχτιζα πολυκατοικίες για τα Playmobil μου, τα τουβλάκια μου που είχαν ζωγραφισμένα πάνω γράμματα και πάντα σνόμπαρα, ποτέ δεν ασχολήθηκα με τον σκοπό τους, τα χρησιμοποιούσα για κολόνες στα σπίτια μου. Και το πάτωμα, που ήταν πάντα η θάλασσα ενός μαγικού κόσμου. Το κρεβάτι μου, τα ράφια μου και το γραφείο μου ήταν η μόνη στεριά.

   Ορίστε λοιπόν, τα θυμάμαι όλα. Με λεπτομέρειες γαμώτο. Κι όμως, το μόνο που νιώθω όταν τα σκέφτομαι είναι μια απέραντη πίκρα. Γιατί όσο, θεέ μου όσο και να κοιτάω το κρεβάτι μου πλέον θα δω απλά και μόνο ένα κρεβάτι. Κανέναν μαγικό κόσμο. Θα παρατηρήσω ότι είναι άστρωτο, θα σκεφτώ ότι βαριέμαι να το στρώσω και μάλλον θα πάω να φτιάξω κανέναν καφέ και να δω τηλεόραση. Έτσι απλά.

   Με πονάει όμως. Με πονάει που πιάνω τις (κατακρεουργημένες) κούκλες μου με τα κουρεμένα μαλλιά, με τις καρφίτσες που έχωνα στα αυτιά τους για piercing, τα smoky μάτια και τα μαύρα χείλια (κι όμως) και νιώθω ότι πιάνω απλά πλαστικό. Απλό παγωμένο πλαστικό.

  Θυμάμαι πόση αγαλλίαση ένιωθα για μερικές συγκεκριμένες μου κούκλες. Η κάθε μια είχε την δική της ταυτότητα (και ας ήταν σχεδόν όλες ξανθιές), άλλες ήταν βαρετές, κοινές και άλλες με ενθουσίαζαν κάθε φορά που τις κοίταγα. Εκείνην όμως την θυμάμαι. Είχε σχεδόν άσπρα μαλλιά, τόσο ξανθά με μπούκλες, αλλά σε αντίθεση με τις άλλες το δέρμα της δεν είχε το καλιφορνέζικο μαύρισμα. Ήταν κατάλευκο. Και έμοιαζε τόσο αγνή, τόσο εύθραυστη και μαγική, που δεν τόλμαγα να της βάψω την μούρη. Την κοίταζα απλά συνέχεια εκστασιασμένη. Ντάξει τελικά την κούρεψα και αυτή, αλλά anyway. Πάλι όμορφη ήταν.

  Το απόγευμα λοιπόν έκανα τα πιο όμορφα παιχνίδια. Σπάνια με αληθινά παιχνίδια, συνήθως όλα βρίσκονταν μέσα στο μυαλό μου. Και μου άρεσε έτσι, και ας ήμουν μόνη.

  Θυμάμαι που εκείνες τις ώρες κάποιες φορές με ξύπναγε η αλλαγή της φωτεινότητας στο δωμάτιο. Ξαφνικά σκοτείνιαζε αλλά μετά ωπ! Ξανά φως με τύφλωνε. Και παραξενευόμουν, και τσατιζόμουν όταν ένιωθα πάλι φως στο δωμάτιο, αλλά ποτέ δεν άνοιγα τα μάτια. Με ντροπή ομολογώ πως μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως αυτά ήταν τα σύννεφα που άλλες φορές έκρυβαν τον ήλιο και άλλες όχι.

  Τα απογεύματα μου είναι πάντα βουτηγμένα στην μελαγχολία. Στο να θυμάμαι πράγματα που όσο και να προσπαθώ δεν μπορούν να με αγγίξουν πια. Και μου αρέσει όταν κάνει κρύο και είναι έτοιμο να βρέξει, γιατί τότε είναι λες και όλες μου οι αισθήσεις οξύνονται. Λειτουργούσα πάντα μέσω της βροχής. Και όχι δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έτσι και αλλιώς δεν ακούγεται λογικό.

   Ξαπλώνω λοιπόν στο κρεβάτι μου και κουκουλώνομαι με το πάπλωμα. Και σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνέχεια. Ταξιδεύω πάλι. Όχι σε μαγικούς κόσμους πια. Έτσι και αλλιώς όσο μεγαλώνουμε παύουμε να ελπίζουμε. Και το μόνο που μπορεί να σταματήσει την σκέψη μου είναι ο ήχος της βροχής. Εκεί σβήνουν όλα μέσα μου. Και απλά ακούω.

  Κι όμως, σήμερα είναι η πρώτη φορά στην ζωή μου που θα ήθελα να μοιραστώ την μαγεία αυτής της ώρας με κάποιον άλλο.

 
  

Friday, October 7, 2011

Free love

    



      Λοιπόν πριν λίγο ξεράθηκα στο γέλιο. Έκλαιγα και χτυπιόμουν. Αλήθεια γέλαγα με τα μούτρα μου. Γιατί τα κατάφερες.

Τελικά με έκανες να πονέσω.

    Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο πάγος που είχα τόσα χρόνια μέσα μου έλιωσε για μια στιγμή. Ότι κατάφερες και τόσο γρήγορα τον διαπέρασες για λίγο.Πάντα για λίγο. Εσύ, αλήθεια, δεν ήσουν παρά μια μικροσκοπική κηλίδα στον θρίαμβό μου? Είχα γυρίσει ήδη γρήγορα τις σελίδες μου. Δεν σε χρειαζόμουν. Όσο είχα ακόμα δύναμη, έπαιξα ένα παιχνίδι χωρίς να ορίσω κανόνες. Εγώ μοίραζα τα χαρτιά.

   Κι όμως. Πόνεσα.

   Με ξαναπιάσαν γέλια. Σαν να γελάει μαζί μου κάποιος εκεί πάνω, να με δείχνει με το δάχτυλο και να λέει βουρκωμένος ''Καλά να πάθεις''.

Καλά να πάθω λοιπόν. Γιατί το επόμενο μεγάλο δώρο ή την επόμενη μεγάλη κατάρα που θα σου  χαρίσει η ζωή δεν τα περιμένουμε. Είναι εδώ για να ανατρέψουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα. Έτσι γίνεται πικάντικη η ζωή, με καταστάσεις παύλα μπαχαρικά που σκανδαλίζουν και φέρνουν τα πάνω-κάτω. Και το κατάφεραν, Το κατάφερες γαμώτο.

  Νίκησες. Όκ. Εσύ, νίκησες. Γιατί πόνεσα τελικά. Και ας μην το κατάλαβε κανείς.

Πάμε παρακάτω λοιπόν. Υποθέτω.

Γαμώτο.

Thursday, October 6, 2011

Πολύ με κούρασε πάλι η νύχτα.

    Πολύ με κούρασε πάλι η νύχτα. Δεν μου μιλάει πια. Υποτίθεται πως το σκοτάδι της υπάρχει για να κρύβει όσα δεν πρέπει να δει η μέρα. Ποτέ άλλοτε όμως δεν φαίνονταν τόσα πολλά σε μια νύχτα.

    Τα φώτα είναι παντού. Με πονάνε, με τυφλώνουν. Δεν μπορώ πια να κρύψω τίποτα στο σκοτάδι. Τα σημάδια πονάνε με την δύναμη του περασμένου. Και περιμένουμε την βροχή να μας λυτρώσει απαλά, νύχτα.

   Έχουν αρχίσει να σε νιώθουν άνθρωποι που δεν το αξίζουν. Και εγώ κοιτάζω ψηλά και γελάω  με πίκρα.

    Κάποτε ήταν πολύτιμη η νύχτα. Με αγκάλιαζε απαλά. Έδιωχνε την χλιαρότητα της μέρας. Η νύχτα, ένας μαγικός κόσμος όπου όλα μπορούν να συμβούν. Γιατί ο άνθρωπος τόσο ξεδιάντροπα να την φωτίζει? Δεν μπορούμε να τα ξέρουμε όλα. Δεν πρέπει να τα ξέρουμε όλα. Η αλήθεια πονάει.

    Το φως που μπαίνει από το παράθυρο και διαχέεται παιχνιδιάρικα παντού σαν να με κοροιδεύει. Γελάει μαζί μου. Φωτίζει όσα προσπαθώ να κρύψω. Παλιά περίμενα την νύχτα για να ζήσω. Τώρα περιμένω απλά να σβήσουν τα φώτα.

   Βλέπεις, στο σκοτάδι μπορείς να γίνεις αυτό που θες. Το φως γελάει ακόμα μαζί μου καθώς απλώνεται στο γραφείο. Με φτύνει στα μούτρα.

   Μου λείπει η αλήθεια που μου πρόσφερες. Μακάρι να μίλαγα πάλι μαζί σου για νύχτες και σκοτάδια. Να αγκάλιαζα εκείνο το μπλε μαξιλάρι όπως με αγκάλιασε και εκείνο. Με αγάπη. Λυπάμαι όμως. Νέκρωσα μέσα μου. Έπρεπε.

  Ίσως αυτό φταίει, σκέφτομαι καθώς τραβάω την κουρτίνα διώχνοντας απότομα το φως. Ζεσταίνομαι. Τα χέρια μου καίνει κάθε φορά που σκέφτομαι κάτι. Δεν φταίει η νύχτα. Η νύχτα ήταν πάντα τόσο φωτεινή όσο και σκοτεινή όταν δημιουργήθηκε. Δεν φταίνε τα φώτα. Εγώ μούδιασα μέσα μου.

  Μου λείπει η φύση. Να κάνω μόνη μου βόλτες. Όπως σε εκείνο το λιβάδι με τις μουριές όταν ήμουν 10. Πόσο κορίτσι της πόλης ένιωσα, όταν ξαφνικά τα τεράστια δέντρα αραίωσαν και απλώθηκε μπροστά μου εκείνο το λιβάδι. Δεν το πίστευα. Ήταν ένα θέαμα που είχα βιώσει μόνο εικονογραφημένο σε παιδικά βιβλία. Και δάκρυσα τότε. Ακόμα κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν συνέβη στα αλήθεια ή αν ήταν όνειρο. Υπήρχε τόσο φως. Τόσος χώρος να τρέξεις. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, και είχε τόση ησυχία. Θα μπορούσα να ζήσω όλη μου την ζωή εκεί, σε αρμονία με την φύση. Να τρέχω με κλειστά μάτια ξέροντας πως αν σκοντάψω θα είναι πάνω σε αρωματισμένα φύλλα, απαλά λουλούδια και μαλακά χόρτα, όχι σε γκρι τοίχους και ατσάλι. Μακριά από όλα. Μακριά από τα σάπια σας χαμόγελα. Υπάρχει τίποτα πιο αληθινό και πανέμορφο από την μητέρα γη?

   Πολύ με κούρασες πάλι νύχτα. Κουράστηκα να σου αφιερώνω λέξεις στην σειρά. Κουράστηκα να σου αφιερώνω την ψυχή μου.  Κάποιες μέρες σαν και αυτή μου λείπεις. Θα επιστρέψεις όμως σε λίγο, το ελπίζω. Θα χαθώ πάλι στην ζεστασιά σου.

   Με ρωτάνε τόσο συχνά γιατί φοράω μαύρα. Και βγάζουν βιαστικά αβάσιμα συμπεράσματα για μένα. Άλλες φορές κρεμάω καρφιά στο σώμα μου. Αμύνομαι στα σκατά που κρύβετε μέσα σας και επιχειρείτε να μου πασάρετε. Άλλες φορές όμως, κρεμάω μαργαριτάρια στα αυτιά, τυλίγομαι με δαντέλες και πιάνω τα μαλλιά ψηλά. Και τότε αμύνομαι με άλλους τρόπους. Χαμογελώντας κρυφά και με χάρη.

  Με ρωτάνε λοιπόν γιατί. Κάποιες φορές χαμογελάω και δεν απαντάω. Κάποιες άλλες φορές όταν έχω πιει, σηκώνω ζαλισμένη το βλέμμα και λέω κάτι ηλίθιο του στιλ ''γιατί έτσι γουστάρω΄'. Όταν δεν είμαι καλά σκέφτομαι ότι χτύπησε φλέβα πάλι όποιος με ρώτησε και χαμηλώνω το κεφάλι σκοτεινιάζοντας.

  Γιατί φοράς μαύρα Δάφνη?

  Γιατί μου αρέσει να συμβολίζω το άγνωστο.

Monday, October 3, 2011

Το τελευταίο της γράμμα

   Βεν, καλέ μου Βεν,  
 
Κοίταξέ με.
 
  Κοιτάς αλλά δεν βλέπεις. Τα όνειρα ενός παιδιού που συνεχίζουν να τρέχουν μέσα στον χρόνο. Μακάρι να καταλαβαίνατε όλοι σας. Ήθελα να δω τον κόσμο Βεν. Να τον κρατήσω στα χέρια μου. Να τρέξω ανάμεσα στα μυστήρια του. Μα δεν μπορούσατε να δείτε. Την ομορφιά της πορφύρας. Στα χέρια μου. Πόσες φορές την γεύτηκα και θυμήθηκα. Κάθε φορά θυμόμουν. Αναμνήσεις που δεν ήταν δικές μου όμως.
  
   Και η τέχνη της μάχης. Η ομορφιά ενός δυνατού χτυπήματος. Το σπαθί στα χέρια μου. Τα δυο πιστά μου όπλα, σύντροφοι τόσα χρόνια. Πόσα κορμιά έχουν τσακίσει αλήθεια. Αγαπούσα αυτό που έκανα. Γνώριζα τις συνέπειες Βεν ναι. Η Ντόμινο μου είχε πει κάποτε κάτι. Την μέρα που με παρέδωσαν σε εκείνη. Όταν σαν ηλίθια νόμιζα πως όλα ήταν απλώς αποτέλεσμα της απίστευτης τύχης μου. Πως τίποτα δεν συνδεόταν. Προτού περάσει όλος αυτός ο καιρός Βεν. Προτού ζήσω και μάθω αυτή την φρίκη που μας οδήγησε όλους εδώ, σε αυτή την τελική μάχη. Με είχε κοιτάξει βαθιά στα μάτια, η μοναδική φορά που η Ντόμινο με κοίταξε στα μάτια. Μετά από την πληθώρα προσβολών για το πόσο αδύναμη ήμουν, μου είπε '' Είσαι γεννημένη για να παίρνεις την ζωή ανθρώπων, Λου. Για αυτό και το όνομα σου από εδώ και πέρα θα είναι Μάγια. Μάγια θα πει θάνατος.'' Και ύστερα γέλασε, σαν να είπε κάτι φοβερά αστείο. Σαν να με προκαλούσε να της αποδείξω το αντίθετο.

   Το δέχτηκα αυτό το όνομα. Το δέχτηκα γιατί με δέχτηκε και εκείνο. Με αγκάλιαζε κάθε φορά που σκότωνα. Κάθε φορά που ξέπλενα το αίμα σε κάποιο ποτάμι ή λακούβα. Κάθε φορά που γύρναγα στον κοιτώνα και τα μάτια των συγκάτοικων μου με έγδυναν ψάχνοντας την αποτυχία.

   Η σκέψη ότι είμαι ανίκητη, ότι είμαι ελεύθερη Βεν. Οτιδήποτε επιχειρούσε να με πληγώσει θα γευόταν την πικρή γεύση των σπαθιών μου. Τα μπλε εκείνα μάτια που πίστεψαν σε μένα. Πίστεψαν σε μένα Βεν. Για πρώτη φορά στην ζωή μου ήμουν πιο δυνατή ακόμα και από εκείνη. Και είχα μια ταυτότητα Βεν. Επιτέλους, ήμουν κάποια.

   Αλλά σκότωσα. Σκότωσα καθάρματα ναι, μιάσματα της κοινωνίας, άντρες και γυναίκες χωμένους στην λάσπη μέχρι τους ώμους.  Άξιζαν τον θάνατο. Και εγώ όμως χωμένη στην λάσπη δεν ήμουν Βεν?

   Ο φόνος σε αλλάζει με έναν τρόπο που δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καταργεί τα σύνορα του μυαλού σου, μουδιάζει το είναι σου. Ξεπέρασες το υπέρτατο εμπόδιο. Τότε λοιπόν δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να κάνεις. Ξυπνάς και ξέρεις ότι μπορείς να κάνει πραγματικά ότι θες. Δεν θα σε πιάσει κανείς. Υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από τα να αφαιρείς μια ανθρώπινη ζωή? Τελείωσε. Ο πρώτος μου φόνος με έκανε Μάγια.

   Ίσως περίμενες να σου μιλήσω για την αγάπη μας. Την τόσο καταδικασμένη αγάπη μας, που την χώριζαν χιλιόμετρα ζωής. Την ζήλεια σου για τον θρήνο μου για το παρελθόν. Μα η ζωή που μου έδωσες Βεν, μόνο τα χέρια μου στο σώμα σου μπορούν να την περιγράψουν. Μια αγκαλιά σαν εκείνες που χανόμουν, τις δικές σου, κάθε φορά που κάποιος γύρω μου χανόταν. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω λέξεις για σένα Βεν. Έχεις γραφτεί με τα χέρια σου μέσα μου.

   Το γράμμα αυτό το γράφω δυο μήνες πριν την προκαθορισμένη μάχη. Δεν είναι τρελό Βεν? Όλη η ομάδα το ήξερε, ήξερε τι έγραφε η προφητεία, ήξερε πως η κάθε κίνησή μας ήταν ήδη γραμμένη σε ένα χαμένο βιβλίο. Αλλά τώρα, που βλέπω ξαφνικά ενήλικες στα μάτια όλων?

   Ο μικρός Άλεξ, τόσο αδύναμος, τόσο φοβισμένος όταν τον πρωτοσυνάντησα κάτω από εκείνο το δέντρο στο Μωβ Δάσος, και τώρα, ένας πανίσχυρος άντρας. Έτοιμος να προστατέψει όσα αγαπάει, την Λίλιθ, το σπίτι μας, εμάς όλους. Η Τζανού, ακόμα παιδί στην όψη, πως έσφιγγε όμως τα δάκρυα της κάθε φορά που κάποιος πέθαινε. Ο Νταν και η αγάπη του ενός για τον άλλο. Η Κίντα, που είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτό από το οποίο έφυγε τρέχοντας πριν δυο χρόνια. Που αγκαλιάζει το μωρό σαν να είναι η μητέρα του. Η αγαπημένη μου Κίντα. Η Λι, που κρατάει τα όπλα της με την ματιά της εκδίκησης. Χαμογελώντας όμως πάντα. Ο Χαρ και τα δίδυμα, η μικρή οικογένεια που αποτελούν οι τρεις τους. Η Λίλιθ και ο αγώνας της να δεχτεί την φύση της. Η Λίνσι και τα μελαγχολικά της παραμιλητά.Η Κατρίνα να αγκαλιάζει τον γιο της. Και για πρώτη φορά να μαλακώνει το βλέμμα της. Και εσύ Βεν, και ο τρόπος που μίλησες στον λαό την μέρα της επανάστασης. Η ευγενική σου γενιά δεν σε εμπόδισε. Υπέφερες και εσύ σαν τα φτωχόπαιδα που σε κοίταζαν με λατρεία φορώντας κουρελιασμένα ρούχα. Πόσο μεγαλώσαμε όλοι μας αυτά τα δυο χρόνια Βεν.

   Σήμερα λοιπόν βρήκα το χαμένο κομμάτι της προφητείας Βεν. Ναι, εκείνο το κομμάτι χαρτί που κυνηγήσαμε τόσο πολύ. Εκείνο το κομμάτι χαρτί στην αναζήτηση του οποίου χάσαμε την Γκέρντα σου. Θυμάσαι τα μαλλιά της Βεν? Τα αγαπούσες τα χρυσά μαλλιά της, το ήξερα και δεν πόναγα. Όλοι αγαπούσαμε τα μαλλιά της.

   Το πιστεύεις ότι ήξερα τι θα έβλεπα γραμμένο στο χαρτί? Το ένιωθα καθώς κάθε μέρα η δύναμη μου μεγάλωνε. Έχανα τον άνθρωπο μέσα μου και υπερίσχυε σιγά σιγά η μάγισσα. Και πόναγα, πόναγα φριχτά και σκεφτόμουν πόσα έζησα σε αυτό το ταξίδι των δυο χρόνων μαζί σας. Πως όση μαγεία και να με ποτίσει, μου δείξατε πως πάνω από όλα είμαι άνθρωπος. Και έκλαψα για την μοίρα που μου έδειχνε εκείνο το κομμάτι χαρτί. Πόνεσα γιατί ήθελα τόσο πολύ να ζήσω. Γιατί βαθιά μέσα μου, αυτά τα δυο χρόνια Βεν, πίστευα πως μετά την μεγάλη μάχη θα ήμουν επιτέλους ελεύθερη. Θα ανέπνεα καθαρό αέρα.

    Το χαρτί έγραφε  '' Και όταν ο θάνατος τρυπήσει τα κορμιά τους με την δύναμη της γης, της παντοδύναμης Γαίας, τότε μόνο οι τέσσερις εκλεκτοί θα μπορέσουν να ελευθερώσουν, τα σώματα ή τις ψυχές τους. Και έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία, και αυτός είναι ο λόγος ο δικός μου, όπως τον άκουσα από την Λιχάλ την φωτισμένη''

    Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα θα είμαι ήδη νεκρή Βεν.

    Μάγια.