Monday, November 4, 2013

4 Ν.

     Γελάει. Το γέλιο της σπάει καθρεύτες, φωτίζει την νύχτα και νυχτώνει την μέρα, γελάει υστερικά.

Το δηλητήριο πάλλεται σαν νεογέννητο, παλεύει να βγει έξω από το σώμα της, ποτέ δεν τα καταφέρνει.

Και κόκκινο, τόσο πολύ κόκκινο, ο κόσμος ολάκερος δεν έχει ξαναδεί πιο πολύ.

Ας τρέξουμε μαζί, ας πέσουμε στο πάτωμα, ας κυλιστούμε στο χώμα που φύτρωσε η απορία μας. Μένει τίποτε άλλο;

Αιώνιο κυνήγι κινδύνου, τραντάγματος ζωντάνιας, απότομου ξυπνήματος με κρύο νερό στο σώμα. Ποτέ ρολόι τακτικό, ποτέ ζωή που κυλά, πάντα μπρος και πίσω, και κάποιες φορές δειλά δειλά και ξενερωμένα αριστερά δεξιά. Λίγες φορές.

Πάντα κάτι παραπάνω. Πάντα κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Μπουσουλάει μέχρι το μπάνιο και ξέρει ήδη την απάντηση, όσο ξερνάει χρώματα και ελπίδα στην τουαλέτα. Κι άλλο, κι άλλο.

Είναι πρωί, μα το κορμί της την ωθεί στην νύχτα. ''Αποζητώ τον λήθαργο! Την λήθη! Την αιώνια ηδονή και ικανοποίηση! Τους αρχαίους θεούς της σκέψης! Την ελευθερία!'', ανακοινώνει με δραματικό ύφος στο καταπονημένο είδωλό της στον καθρέφτη. Τα σκασμένα χείλη της ραγίζουν επιδεικτικά, το δέρμα της ρυτιδιάζει, τα ξεθωριασμένα μάτια της φτύνουν περηφάνεια και το κεφάλι της πέφτει στο πλάι.  Την διασκεδάζει ο εαυτός της.

Στο σαλόνι είναι ένα παιδικό βιβλίο. Οι σελίδες του είναι λερωμένες, έχουν κηλίδες καφέ. Και το παιδί με το ματωμένο δέρμα, με το άσπρο, το λευκό παράπονο και τις μπούκλες-κύματα αφρισμένα, εκείνο το παιδί στέκεται πλάι στο βιβλίο και σε κοιτάει τρομαγμένο.

''Λευκό! Λευκό,''  φωνάζει, ''εγώ μόνο λευκό ήθελα! Συγγνώμη!''

Τα μάτια του έχουν την υγρή προσποίηση της ειρωνείας. Και αριστερά-δεξιά, που και που, μπλε πιτσιλιές αλήθειας.

Κοιτάζει το παιδί πασχίζοντας να βρει την λύση στα μάτια του, όπως παλέυει από την μέρα που γεννήθηκε να βρίσκει λύσεις στην ίριδα των άλλων, μέσω των άλλων.

Του γυρνάει την πλάτη. Δεν έχει θέση στο αποψινό παραλήρημα, όχι απόψε τα πάντα είναι δικά της, δεν φταίει κανένας παρά η ίδια για το άδεισμα του κεφαλιού της.

Και χρειάζεται τα σπασμένα μπουκάλια στο πάτωμα, χρειάζεται το μούδιασμα των νεύρων, γιατί έτσι πρέπει, έτσι ήταν, έτσι πρέπει να είναι και όλα είναι οκ όσο είναι.

Πετάγεται έξω από το σπίτι και προσπαθεί να κουνήσει τα μεθυσμένα άκρα της. Καταφέρνει να τρέξει. Ναι, για λίγο τρέχει. Λες και φυσάει ο αέρας κάθε ουσία που έχει ποτίσει το κορμί της σε κάθε τετράγωνο. Μέχρι να δει κόρες, ασπράδι και γαλάζιο, πράσινο και καστανό πόνο, μάτια που φυτρώνουν στα χέρια της, στον λαιμό της, στην πλάτη και στα μάγουλά της, τα νιώθει να βγαίνουν από το δέρμα της, να γεννιούνται χαρούμενα, ανεμπόδιστα. Δεν μπορεί να τα σταματήσει.

Αγγίζουν, μυρίζουν, γεύονται. Την κατακλύζουν. Βλέπουν τόσο πολύ, κάνουν την απώλεια μέρα και την παρουσία νύχτα. Κόβουν, κομματιάζουν, τσακίζουν. Σταμάτησε να τρέχει, δεν μπορεί άλλο, δεν έχει κουράγιο πνίγεται, τα χέρια της τα μαστίγωσε ο άνεμος και μάτωσαν.

Γαλανά, πράσινα, σκούρα μάτια, ανθρώπινη ουσία χωρίς άνθρωπο, μαύρο δίχως άσπρο, στήθος χωρίς στέρνο. Σέρνει τα πινέλα της πάνω τους, ένα-δυο, τρία-τέσσερα, μια γραμμή εκεί μια εδώ, μελάνι χορεύει στα φλέβαρά τους, πετάει χρώμα στην ακινησία τους, μα καταλήγει να σχεδιάζει τρυφερά το περίγραμμά τους. Δεν μπορεί να τα καλύψει. Τους δίνει την αγάπη της άρνησης, ηδονικό μπρος και ύστερα πίσω, και μετά τα αγκαλιάζει σαν τιμωρημένα παιδιά.

Μπρος και πίσω. Ποτέ στην μέση. Ποτέ δωμάτιο ανθρώπινο. Πάντα παγωμένη καμάρα ή ζεστό σαλόνι ποτισμένο με ψεύτικη γλύκα.

Άσπρο και μαύρο. Μπρος και πίσω. Μέχρι το τέλος.









 

Wednesday, October 2, 2013

9

  Δεν μπορώ να ανασάνω. Το περίμενα, το περίμενα ίσως με έναν ηδονικό φόβο, το περίμενα και ήρθε. Είσαι μπροστά μου πιο μεγαλόπρεπη από ποτέ, η μορφή σου είναι πεντακάθαρη, τα χέρια σου παγωμένα και λεπτά σαν κλαδιά όπως τα θυμάμαι, τα μαλλιά σου, οι ντροπαλές μαύρες μπούκλες σου γυαλίζουν στο φως της νύχτας, το φόρεμα σου σχεδόν μυρίζει τέλος. Και γελάς και είσαι παρανοικά όμορφη, γελάς δυνατά, θριαμβευτικά γιατί νίκησες, γιατί είσαι εδώ, γιατί επιστρέφουμε μαζί στο μηδέν, στις μέρες που μας καθόρισαν και βάψαν τους ουρανούς μας κόκκινους. Γελάς και η φωνή σου σπάει σε χίλια κομμάτια, κομμάτια γυαλί που μου τρυπάνε το κεφάλι. Δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν θέλω να το πιστέψω, δεν με παίρνει να το πιστέψω. Δεν είπες ποτέ αντίο γιατί ήξερες πως ήσουν πάντα εκεί.

  Και καρτερικά σαν τους πιο ενδόμυχους φόβους μας, με έτρωγες από μέσα, αυτού του είδους η φθορά που δύσκολα γίνεται αντιληπτή, σαν να σηκώνεις ένα υπέροχο μεταξωτό σεντόνι και βλέπεις το νεκρό σώμα που κρυβόταν τόσο καιρό από κάτω του, και περίμενε, περίμενε.

  Και ένας χρόνος ηρεμίας, εβδομάδες ανάπλασης γίνονται στάχτη μπροστά στα έντρομα μάτια μου, και εσύ χορεύεις ευτυχισμένη στον χορό του καπνού γιατί νίκησες, νίκησες. Ποτέ δεν ήταν παιχνίδι μαζί σου, πάντα ήταν αιώνιο κυνηγητό, και τώρα ξαφνικά η ήττα μου μπορεί να διαβαστεί ακόμα και στα πλέον γυαλιστερά και καθαρά κάγκελα του κλουβιού μου.

 Γιατί το κλουβί λάμπει όπως τότε, τα δώρα του είναι όπως τότε, η πόρτα ορθάνοιχτη και εγώ μπαίνω μηχανικά με το ίδιο άτονο βήμα όπως τότε. Πολύτιμα υφάσματα, μαξιλάρια κεντημένα από την νύχτα με χάντρες γυάλινες, σαν δάκρυα της σελήνης, όλα όπως τα θυμάμαι. Περίεργα ξενικά παιχνίδια, οδηγοί στο άγνωστο, χρωματιστοί καπνοί που συζητάνε ζωηρά στον αέρα, κούκλες φτιαγμένες από χρυσό με παγωμένα μάτια, ένα μαρμάρινο σκάκι στα δεξιά μου με τον βασιλιά και την βασίλισσα αγκαλιασμένους και ένα σκαλιστό ποτήρι με βαθυκόκκινο υγρό αριστερά μου. Σαν να μην άγγιξε ο χρόνος το σπίτι μου, και ας νόμιζα το αντίθετο. Με βάζεις απαλά στο κρεβάτι, βουλιάζω στα δώρα σου, τραβάς κόκκινες γραμμές οριζόντια στα χείλη μου και ρίχνεις μια θάλασσα από σκοτάδι στα βλέφαρά μου. Μου χτενίζεις τρυφερά τα μαλλιά όσο μου διηγείσαι τις χιλιοειπωμένες ιστορίες σου για την γέννηση και τον θάνατο του κόσμου. Είμαι η κούκλα σου, το πιο αγαπημένο παιχνίδι ενός καταραμένου παιδιού που δεν γνώρισε ποτέ ζωή.
   Έτσι λοιπόν,ως δημιουργός σου,σου φυσάω υποψία σάρκας και ψυχής στο στόμα σου, σε καθιστώ υπαρκτή άθελά μου,σου δίνω δικαίωμα να χτίσεις φωλιά στο μυαλό μου και να με περιθάλψεις πλουσιοπάροχα, πνίγοντας μου τον λαιμό απελπισμένα με μαργαριτάρια και ασήμι, σαν μάνα που παλεύει να λυτρωθεί στα μάτια του παιδιού της. Και δεν μπορώ να φωνάξω, παρά μόνο,σε αντίθεση με παλιότερα, να κοιτώ μακριά, πέρα από την παιδική μορφή σου, πέρα από το κλουβί, να κοιτώ τον κόσμο που τελικά δεν άγγιξα ποτέ.














Friday, September 6, 2013

Φοίνικας

   Το πτηνό που συμβολίζει την αναγέννηση. Ξαναέρχεται σε αυτόν τον κόσμο μέσα από τις στάχτες της φωτιάς που το έκαψε. Δεν καταλαβαίνω.

   Πώς να αναγεννηθείς όταν δεν ήσουν ποτέ ζωντανός? Όταν απλώς διαβαίνεις τους χώρους και τους χρόνους αυτού του κόσμου ως σκιά, προσπαθώντας να τον μάθεις, προσπαθώντας να καταλάβεις, προσπαθώντας να ξεφύγεις.

  Όχι, κανένας δεν μπορεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Όταν σβήνεις, αυτό που μένει δεν επιτρέπει αναγέννηση. Όταν έχεις σβήσει πάλι πάνω από μια φορά, και μόνο η σκέψη της καινούριας αρχής σε εγκαταλείπει με το που σε επισκέπτεται. Και με κάθε μικρό ή μεγάλο σου θάνατο, γίνεται κομμάτια η οποιαδήποτε δύναμη είχες κάποτε. Απλώς μαθαίνεις να ζεις με τον πόνο. Τον αγκαλιάζεις, τον κάνεις φίλο σου, του δίνεις όνομα και υπόσταση, μια θέση στο κρεβάτι σου και άλλη μια στον χειρισμό του μυαλού σου. Και ναι, τον υποδέχεσαι δίχως καμία αντίσταση, γιατί έχει μια γλυκόπικρη γεύση, μια αγκαλιά πιο ζεστή από εκείνη την ψεύτικη της ευτυχίας, μάτια πανέμορφα, που πετάνε φλόγες, μαύρες μπούκλες που γλιστράνε παιχνιδιάρικα σαν νερό στα χέρια σου, επιτιδευμένα χείλη που ψιθυρίζουν λόγια της νύχτας,

 Χωρίς καμιά αντίσταση. Παλεύεις με το ζόρι για να πεις ότι πάλεψες. Και αφήνεσαι στο αργό του νανούρισμα όλη σου την μικρή ζωή, του δίνεις όλο και περισσότερο χώρο στο είναι σου, κάνεις όλο και πιο εύκολο να ανοίξει με το παραμικρό η πόρτα που θα σε οδηγήσει στο ουρλιαχτό, στην απόγνωση, στο κενό. Και έτσι μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε οι άνθρωποι με φίλο μας τον πόνο, γιατί είναι ο πιο πιστός φίλος που είχαμε ποτέ. Γιατί μας θρέφει, είναι πάντοτε πιστά στο ίδιο μέρος όταν τον αναζητούμε και βρίσκεται κρυμμένος σε κάθε μικρή λεπτομέρεια που ξεχνάμε να προσέξουμε όταν κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε.

  Και παραμένουν ασφαλή τα μυστήρια αυτού του κόσμου όσο παραδίδεσαι στον πιστό αυτόν σου φίλο με μια παιδική αφέλεια, με μια υποψία ανακούφισης. Και είμαι πάλι εδώ, μετά από τόσα χρόνια, μετά από τόσα ίδια κείμενα. Έρχεσαι μελαγχολικά, αυτή την φορά είσαι εδώ με μια αποστολή, έρχεσαι σιωπηλά και διακριτικά για να με λυτρώσεις από τον πόνο αυτού του κόσμου. Γιατί πιάνω το χέρι σου και είμαι στο μόνο μέρος που γνωρίζω και γνώρισα ποτέ ως σπίτι μου, στο μόνο μέρος που μπορούσα να με δω να μεγαλώνω μπροστά στα μάτια μου. Δεν υπάρχει πια βάρος, δεν υπάρχει πια εφιάλτης ούτε πνιγμός μέσα στα γενναιόδωρα λευκά χέρια σου, λευκά μέχρι το τέλος αυτής της ζωής. Ούτε ουρλιαχτό, ούτε ψυχή κομματιασμένη, ούτε απελπισμένη έκκληση βοήθειας. Όχι, αυτή την φορά υπάρχει ένα ζεστό γνώριμο κενό, οικείο από την μια αλλά τόσο διαφορετικό αυτή την φορά. Είσαι όμορφη, είσαι το πιο όμορφο παιδί του κόσμου, ένα δώρο με ματωμένο τίμημα.

 Γύρισα πίσω στο κλουβί μου, όπως δεν το είχα γνωρίσει ποτέ. Τα χρυσά του κάγκελα έχουν φθαρεί και σπάσει από τα όσα συνέβησαν μέσα του, το χρώμα του, άλλοτε δυνατό και πονηρό, τώρα έχει την ασφαλή ηρεμία κάτι καλά θαμμένου και ξεχασμένου. Άλλοτα έρχεσαι και άλλοτα φεύγεις σε αυτό το ταξίδι μου στα παλιά, έχεις πολύ καιρό να μου μιλήσεις εξάλλου. Και κοιτάω το σπίτι μου από όταν ήμουν παιδί και μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, τόσο απίστευτα, που γελάω και κάθομαι εκούσια στην πηγή της πληγής. Δεν κυνηγάω να διώξω τις αναμνήσεις, δεν μπορώ εξάλλου και δεν πρέπει να το κάνω. Τις κάνω ουδέτερο απόηχο εποχών που λειτούργησαν ως μάθημα. Και σαν άνθρωπος γεννημένος σε αυτόν τον κόσμο, υποδέχομαι με σπασμένο χαμόγελο και χέρια μαριονέττας τον πόνο, στην καινούρια μορφή του. Γιατί μόνο εκείνος μας θυμίζει ότι τελικά είμαστε γυάλινοι, σκοτεινοί, ανέκφραστοι, αλλά άνθρωποι.



Thursday, June 27, 2013

Otherland

   Βρέχει ελπίδα. Βρέχει κίνδυνος. Ανοίγω το στόμα για να γευτώ τις σταγόνες. Παίζω σαν παιδί στα καταραμένα νερά. Ακυρώθηκα, εξευτελίστηκα, έπιασα το άγνωστο, έπιασα το μηδέν, το ένιωσα στο κορμί μου. Και από το μηδέν ξαναχτίστηκα. Έσβησα τις φλόγες. Έλιωσα τον πάγο. Φύσηξα τις στάχτες από πάνω μου και για πρώτη φορά κοίταξα με λίγο θάρρος παραπάνω τον καθρέφτη. Μου μίλησα. Του μίλησα. Της μίλησα. Σας μίλησα. Το ραμμένο μου στόμα άνοιξε επιτέλους, από τον λαιμό μου ξεχύθηκαν ασταμάτητες λέξεις, μαζί με πόνο, μαζί με ελπίδα, μνήμη και ορμές από ξεχασμένες εποχές, μαζί με βρεφικά τραγούδια και εικόνες που έπρεπε να βάλω τα κομμάτια τους στην σειρά. Άγαρμπα και χοντροκομμένα, με δειλά αλλά αποφασισμένα βήματα αναδύθηκε το μέσα μου. Πνίγηκα λίγο στην προσπάθεια να το βάλω σε τάξη. Λίγο όμως.

  Αναπνέω έναν αέρα που θυμίζει λίγο χειμώνα. Αυτή η μυρωδιά του ξύλου που σφίγγει λίγο τους ανθρώπους αγχωμένα. Πετάω τις αλυσίδες, αλλά δεν είναι εκεί να με σταματήσει. Τα μάτια της,που φώναζαν νύχτα δεν φαίνονται πλέον πουθενά. Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να με κρατήσει όπως λάτρευε τόσα χρόνια, να με αγκαλιάσει πνίγοντάς με με προσποιητή στοργή, τα αέναα παιχνίδια της με το μυαλό μου και τα ουρλιαχτά του νου μου μοιάζουν ανάμνηση εφιάλτη από τον οποίο έχω ξυπνήσει και τον θυμάμαι γελώντας. Και μου γεννάται η απορία σε βαθμό τρόμου. Πού είναι?

 Ήταν τόσο εύκολο; Πόσο καιρό είχα στα χέρια μου το κλειδί και δεν μπορούσα να το δω;  Η έλλειψη αντίστασης με κάνει νευρική, με θυμώνει. Καραδοκεί κάτι μεγαλύτερο από εκείνη την χρυσή φυλακή όμως. Με κάνει χαρούμενη, με κάνει να κλαίω, με μπερδεύει, δεν μπορώ να το κατατάξω στην μέρα ή στην νύχτα, έχει δικούς του κόσμους και δικούς του κανόνες. Είναι ένας παγωμένος ήλιος στην νέα μου πραγματικότητα. Άνθη που τα πέταλά τους είναι μικρά μαχαίρια. Μια Χώρα των Θαυμάτων που δεν φλέγεται πια, διαφορετική από αυτήν που με τόση αγωνία κυνήγησα στην προηγούμενή μου ζωή.

 Και κυνηγάω εικόνες και μυρωδιές, την σκληρό σοφό δέρμα των δέντρων, τους μυστήριους ήχους της νύχτας που γεμίζουν το είναι μου και το παγωμένο νερό που κάνει τα χέρια μου να γελάνε, την άμμο να μου γαργαλάει και να μου καίει τα πόδια σε μια ένοχη σαδιστική απόλαυση. Κυνηγάω εκείνο το παιδί που μοιάζει όμως να φεύγει συνέχεια μακριά μου. Το πλήγωσα, το ταπείνωσα, δοκίμασα τα όριά του, το σκότωσα. Με τιμωρεί άραγε τώρα, ή απλώς δεν έχει πια δύναμη να δώσει πνοή στις απαγορευμένες σκέψεις μου? Δεν θα με αφήνει πια να καλύπτω τις ανώριμες κραυγές μου με το πέπλο του παιδιού που απλά θέλει να παίξει και να μάθει? Με αφήνει να πάρω μια γεύση του αληθινού κόσμου, με σπρώχνει βίαια έξω από το κλουβί, την σωπαίνει μια για πάντα για χάρη της επούλωσης των τραυμάτων. Εκείνη όμως με έκανε ότι είμαι. Πέρασα την μισή μου ζωή στην αγκαλιά της. Τρέφοντας το κορμί της χωρίς να το καταλαβαίνω, παγιδευμένη σε έναν αιώνιο κύκλο. Κλειδωμένη, αλλά με νου ελεύθερο να ταξιδέψει. Με όρισε, με δοκίμασε και τώρα εξαφανίστηκε σιωπηλά, σαν να μην υπήρξε ποτέ; Υπήρξε άραγε; Οι κύκλοι δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος.

  Χρειάζομαι άνεμο. Όσο μεγαλώνω μου λείπει όλο και περισσότερο. Τώρα πια περνάει από δίπλα μου, μια υποψία ξεχασμένου ονείρου, μια καταπιεσμένη μνήμη, μου θυμίζει την πλέον κενή παρουσία του κάνοντας βόλτες στο σκισμένο δέρμα μου, χωρίς να ψιθυρίζει τίποτε πια. Σαν ανάμνηση νεκρού εραστή έρχεται, άλλοτε βίαια και άλλοτε ύπουλα, μου θυμίζει αυτό που ήταν, είναι και δεν θα είναι ποτέ ξανά και φεύγει.

  Μια νέα τάξη των πραγμάτων. Ένας ήλιος που ζεσταίνει αλλά είναι παγωμένος. Η παιδική φωνή σου, το ματωμένο σου φόρεμα, τα παραπονεμένα σαν ροδοπέταλα χείλη σου, οι ατελείωτες μπούκλες σου που είχαν λίγη από την ομορφιά της φθοράς, όλα μοιάζουν τόσο μακρινά, και όμως, καμία φωτιά δεν φεύγει δίχως ανάμνηση, καμία κόλαση δεν εγκαταλείπει δίχως σημάδια, κανένα βράδυ δίχως αντίο. Το δικό σου αντίο δεν ακούστηκε ποτέ, και σαν έναν άρρωστο έρωτα, παρά το ότι μου διέλυσες το μυαλό, περίμενα ένα αντίο. Μια συμφιλίωση. Μια ισορροπία. Όχι πια μαύρο και άσπρο. Όχι πια φωτιά και νερό. Λίγο άνεμο, και ίσως λίγη γη ενίοτε.

 Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι μετουσιώθηκες σε αυτό την ανώτερη και καταραμένη αίσθηση που φέρνει τους ανθρώπους κοντά, τους ενώνει σαν αφρισμένη διψασμένη θάλασσα, τους αρρωσταίνει και ύστερα τους διαλύει σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα. Όταν ήμουν μικρότερη πίστευα πως ο έρωτας μολύνει τους ανθρώπους και τους προσδίδει παραπάνω τρέλα από όση μπορούν να αντέξουν κάποιοι ταξιδιώτες του νου. Όσο όμως ο ήλιος αυτός με φωτίζει και σπάει σε λιλιπούτεια κομματάκια οποιονδήποτε φόβο ή έγνοιά μου, τόσο μεγαλώνει ο φόβος μου πως αν τον πλησιάσω, αν έρθει η ώρα να τον αγγίξω, να φτάσω τα όριά του στον κορεσμό του παιχνιδιού, θα συναντήσω πάγο. Ανάγκη. Πόνο. Απουσία.

 Είναι ένας λαβύρινθος αυτή η αίσθηση, ένας σκοτεινός θαυμαστός λαβύρινθος όπου τα ρολόγια σταματούν, το πάνω είναι κάτω, μπορείς να μεγαλώσεις, να μικρύνεις, να μεταμορφωθείς σε ότι ποθούσες ποτέ υπό το βλέμμα του άλλου, τίποτε δεν έχει λογική και τάξη. Ο εαυτός σου αποκτά νέες δυνάμεις, και στην δίνη αυτού του αρχέγονου χορού βάφεις οτιδήποτε λευκό κόκκινο. To μαύρο και το άσπρο, ο βασιλιάς και η βασίλισσα, ερωτευμένοι εχθροί καταδικασμένοι να παίζουν την αιώνια μάχη μέρας και νύχτας και να καταλήγουν πάντοτε τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, σε αυτό το εύθραυστο παιχνίδι σκάκι όλα έχουν νόημα χωρίς να βγάζουν νόημα.

  Άλλες φορές πάλι είναι σπίτι, μια δική σου ασφάλεια που μόνο εσύ και εκείνος καταλαβαίνετε. Σπίτι που χτίζεται σιγά σιγά με αδιαπέραστα θεμέλια, σε μια προσπάθεια να απωθήσει λύκους, ξωτικά και δαίμονες που θέλουν να το παραβιάσουν, και κλείνει μέσα του όλη την ηρεμία και την αγάπη που θα μπορούσε να αντέξει αυτός και όλοι οι άλλοι κόσμοι. Και άλλες φορές είναι το πιο όμορφο μέρος, που δεν έχει μορφή, χρώμα ή γεύση, δεν βγάζει ήχο και δεν πιάνεται με τα χέρια, είναι απλά εκείνος, και ο νους σου επικεντρώνεται τόσο πολύ στην ύπαρξή του που αδυνατεί να σκιαγραφήσει τις συνθήκες, το μέρος και την μορφή της τρέλας αυτής.  Και κάποια μέρα, υποψιάζεται και φοβάται η δειλή, ανόητη, ειδεχθής ψυχή μου, θα επιφέρει τον θάνατο. Καμία κόλαση, κανένα κλουβί με χρυσά κάγκελα, καμία Εκείνη με ματωμένο φόρεμα. Απότομος, αθόρυβος και ξαφνικός θάνατος.








Wednesday, February 27, 2013

27

Οι τοίχοι λιώνουν γύρω μου. Το δωμάτιο γεμίζει καπνό και με πνίγει. Από καταφύγιο μετατράπηκε σε υγρή σπηλιά.

Πολύς άνεμος. Χρειάζομαι φωτιά, την ζέστη και τον κίνδυνό της, χρειάζομαι τις σπίθες που κάποτε με κρατούσαν ζωντανή.

Ξαφνικά?

Μακάρι να μπορούσα να δώσω κι άλλα, κι άλλα. Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω όχι εσένα, τον κόσμο ολόκληρο, όλο τον πόνο του κόσμου. Αλλά  δεν έχω δύναμη. Ποτέ δεν είχα. Η μόνη δύναμη που ρέει στις φλέβες μου παίρνει υπόσταση σε κόσμους που κανείς δεν μπορεί να δει.

  Ψάχνοντας να βρω την Δάφνη την έχασα. Ψάχνοντας να βρω φωτιά έχασα τον λίγο άνεμο που μου είχε μείνει. Τα έχασα όλα.

  Υπάρχει λόγος που καραδοκεί αυτός ο πόνος. Τίποτα δεν συμβαίνει δίχως λόγο. Κρύβεται πίσω από κάθε μας επιλογή και κάθε μας φόβο, περιμένει να μας πνίξει.

Πάλι δεν ξέρω γιατί γράφω.

Με κούρασε αυτός ο χειμώνας. Με πάγωσε, με έλιωσε.

Ο εαυτός μας, τα κομμάτια μας. Συνήθως όταν προσπαθούμε να τα μαζέψουμε είναι πολύ αργά. Τα έχουμε ήδη χαρίσει σε κάποιον άλλο. Και θα τα έχει για πάντα.

Και ποιό το νόημα, να δώσεις τον εαυτό σου για να γεμίσεις προσωρινή ευχαρίστηση? Γνωρίζουμε το τέλος, το περιμένουμε καθημερινά. Τελικά σημασία έχει το ταξίδι ή ο προορισμός?

 Υπάρχει δηλαδή ισορροπία? Το εγώ σου μπορεί ποτέ να ισορροπήσει με τις ανάγκες του άλλου? Κολυμπάμε τόσο βαθιά στον εγωισμό μας, που μου φαίνεται παράλογο να μπορέσει ποτέ κανείς να βάλει τις ανάγκες του άλλου πάνω από τις δικές του. Σαν να έχει βγει από όλα αυτά τα παραμύθια που θαυμάζω. Όταν κάποιος επρόκειτο να πεθάνει, ο λόγος που πονάμε είναι επειδή δεν θα υπάρχει πια στην ζωή μας, όχι επειδή νιώθουμε τον φόβο του για το τέλος. Τότε τι είναι ο έρωτας? Τι είναι η φιλία? Η οικειότητα πως οδηγεί στον αλτρουισμό? Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

 Μου έλειψε το τραχύ σου δέρμα στα χέρια μου, οι μπούκλες σου να μου γαργαλάνε τον λαιμό. Με έχεις αφήσει ελεύθερη εδώ και τόσο καιρό, κι όμως επιμένω να γυρνάω πάντα πίσω σε σένα, γιατί μόνο η δική σου αγκαλιά με κάνει να νιώθω ασφάλεια πλέον. Όσο έχανα την πίστη μου στα πάντα ήξερα πως είσαι η μόνη ουσία που δεν μπορεί να φύγει ποτέ από κοντά μου. Και αυτή την στιγμή δεν πιστεύω σε τίποτα πραγματικό πια. Στο κεφάλι μου μπορώ να αρμενίζω όπου θέλω και να πιστεύω στον έρωτα, στην αγάπη, στην φιλία, σε ότι έχω σκοτώσει και απορρίψει στην πραγματικότητα δηλαδή, γίνεται όμως όλο και πιο δύσκολο όσο περνάνε τα χρόνια να βιώνω ζωντανές και απτές εικόνες. Η δύναμη τους χάνεται όσο μεγαλώνω. Και στην καθημερινότητά μου απλά πορεύομαι μέχρι να μου μάθει κάποιος να πιστεύω ξανά. Να ξεφυλλίσει πρόθυμα εκείνα τα βιβλία που μου ανοίξαν το μυαλό, να ρωτήσει για την καινούρια μου περιπέτεια, να δει χωρίς να κοιτάξει.

Ίσως δεν πρέπει ποτέ να παίρνουμε θάρρος. Ίσως πρέπει ότι καλό συμβαίνει να το αντιμετωπίζουμε επιφυλακτικά και καχύποπτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι όταν θα έρθει η σίγουρη καταστροφή του.  Έτσι ο κόσμος θα ήταν πιο ήρεμος, πιο λογικός. Δεν θα παρασυρόταν από ιστορίες φτιαγμένες από άνεμο και φωτιά όπως εγώ. Θα τις πέταγε στα σκουπίδια και θα γλίτωνε το χάος.

Ίσως πρέπει όντως να ακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη πορεία μας στην ζωή. Ίσως υπάρχει κάποιος λόγος που ο άνθρωπος αναπαράγει αυτά τα βήματα από τις απαρχές του κόσμου. Ίσως πρέπει να τα πετάξουμε όλα στα σκουπίδια και να βάλουμε το κεφάλι μας και τις ελπίδες του στην θέση τους. Να ζήσουμε όπως μας πρόσταξαν οι γονείς μας. Να χλευάσουμε τις έννοιες του ρίσκου και των ταξιδιών. Να γίνουμε φυσιολογικοί, και όπως ένας θερμοστάτης, να καταπνίγουμε οποιαδήποτε ψυχική ένταση όταν ξεπερνάει το θεμιτό όριο.

Μόλις παρομοίασα τον ψυχικό μου κόσμο με θερμοστάτη. Χρειάζομαι ύπνο.