Friday, December 30, 2011

2012

   Ήρθε, μετά από τόσο καιρό. Ήρθε, σύρθηκε υπομονετικά αλλά ήρθε. Με πότισε ηδονικά. Μου άνοιξε τα μάτια, και μου είπε ''κοίταξε τα χέρια σου''.

   Βρισκόταν εκεί. Δύναμη. Άλλες φορές παλλόταν σαν να είχε ζωή από μόνη της, άλλες φορές έτρεχε από τα χέρια μου άφθονη. Ήταν εκεί όμως. Μετά από τόσον καιρό ήταν εκεί. Δεν χαμογέλασα απλά. Το στόμα μου άνοιξε σε ένα άγριο ξέσπασμα χαράς. Ήταν εκεί!

  Και χτες το βράδι, σου άπλωσα το χέρι, θυμάσαι? Σε ένιωσα να αναδεύεσαι στις σκιές μακριά μου. Κοίταξα προς το μέρος σου. Αν και ήσουν μακριά και το δωμάτιό μου σκοτεινό, μπορούσα να δω τα λευκά σου χέρια να κουνιούνται ρυθμικά, σαν να με χαιρέταγες. Ήσουν εκεί, μετά από τόσο καιρό! Δική μου. Και θυμάσαι πως αντέδρασα όταν σε είδα? Χαρά. Ανείπωτη χαρά. Και χωρίς να το πολυσκεφτώ, σου άπλωσα το χέρι όπως τότε. Και γίναμε ένα.

  Αυτή την φορά είναι διαφορετικό. Μπορώ να ελέγξω όσα μου έδωσες. Μπορώ να τα κρύψω βαθιά μέσα μου και να τα βγάλω προς τα έξω όποτε θέλω. Τέλος τα ξεσπάσματα. Εγώ κάνω κουμάντο τώρα.

  Αυτή την φορά είναι διαφορετικό. Λες και όλος ο πόνος αυτών των χρόνων συσσωρεύτηκε για να δημιουργήσει κάτι ανώτερο. Τα σχοινιά με τα οποία θα παίξω το κουκλοθέατρό μου. Ήσυχα και χωρίς να λερώσω πουθενά. Δεν θα το καταλάβει κανείς.

      Αυτή η κούραση επέφερε αναγέννηση. Ξαναγεννιέμαι την νέα χρονιά. Πιο δυνατή, πιο σίγουρη.

             Και πιο μακριά από ποτέ από το να αποκτήσω μια φυσιολογική καθημερινότητα.

Είναι το τίμημα.

Thursday, December 22, 2011

Αξίζει?

 (Σταμάτα να διαβάζεις το μπλογκ μου, καταντάει γελοίο και αξιολύπητο. Αν έχεις τα κότσια έλα να με ρωτήσεις από κοντά τι κάνω και πως είμαι.)


  Για αυτό δεν έχω να πω πολλά. Έτσουξε, ναι. Η μεγαλύτερη ίσως προδοσία που έχω φάει στην ζωή μου. Αλλά κανονικά δεν πρέπει να με νοιάζει.

Έτσι δεν είναι?

Έι, εσύ! Αδιάφορε, μακρινέ, μισητέ! Τα σκουπίδια στα οποία μετέτρεψες τα πάντα, δεν νομίζω να μπορείς να τα ξαναβρείς. Είναι σκουπίδια για σένα, έτσι δεν είναι? Τα σκουπίδια χάνονται. Για αυτό τα πετάμε.


   Ο κόσμος. Τα φώτα. Παγωμένα μακρινά φώτα. Παγωμένα τα πάντα. Παγωμένη η ίδια μου η ύπαρξη. Οι λέξεις τώρα πια γλιστράνε. Γλιστράνε και λιώνουν στο πάτωμα. Σβήνουν. Δεν υπάρχει δύναμη μέσα μου για να ζήσουν. Δεν μπορώ να γράψω.

Αξίζει τελικά να περιμένεις για κάτι?

Αξίζει να ελπίζεις?

Να πιστεύεις?

Να χαμογελάς?

Να ενθουσιάζεσαι σε έναν κόσμο που φλέγεται?

Να προσπαθείς ξανά?

Να ανακαλύπτεις ένα ξένο σώμα?

Να ελπίζεις. Να ελπίζεις. Καθημερινά.



Να αναγεννιέσαι από τις στάχτες σου.




Sunday, December 18, 2011

Παράνοια.

     Έρχεται πάλι. Είναι κοντά μου, πιο κοντά μου από ποτέ. Τα μαλλιά μου χαιδεύουν τα μάγουλά της. Σφίγγει την ψυχή μου μέσα στα σφιγμένα χέρια της. Την συνθλίβει αργά. Την κάνει σκόνη. Και ύστερα την φυσάει στο πρόσωπό μου. Τινάζει τις μαύρες μπούκλες της πίσω. Και γελάει.

     Αυτό που έρχεται είναι πιο μεγάλο και πιο βαθύ από ότι έχω αντιμετωπίσει ποτέ μου. Έρχεται από μέρη που δεν πίστευα ότι υπήρχαν μέσα μου. Κάτω από δέρμα και φλέβες. Πίσω από νεύρα και ιστούς. Βαθιά σκοτεινά μέρη. Σέρνεται πολύ καιρό για να ανέβει στο φως. Σέρνεται αδύναμα, αλλά με πίστη. Και φοβάμαι. Πρώτη φορά στην ζωή μου τρέμω από αγωνία. Φοβάμαι ότι θα είναι το τελευταίο.

     Βρόμικες τουαλέτες. Ζωγραφισμένοι τοίχοι γύρω μου. Παγωμένα και υγρά πλακάκια. Και ένα αδύναμο κορμί ζητάει βοήθεια. Το δικό μου κορμί. Τα μέλη του παραλύουν. Το μυαλό του παραλύει. Η βούλησή του καταρρέει.

    Πονάω. Πονάει και ο αέρας γύρω μου. Είναι βαρύς, αποπνικτικός. Πνίγομαι. Πνίγομαι στο ίδιο μου το είναι που με κατακλύζει. Πνίγομαι μέσα στην Δάφνη.

    Εσύ ήξερες. Ήξερες τα πάντα. Διάβασες την αλήθεια στα μάτια μου από την πρώτη στιγμή. Ήξερες τι σκεφτόμουν όταν χαμογελούσα. Τις πιο κρυφές μου επιθυμίες. Το αρρωστημένο μου μυαλό απέξω. Τα πάντα ήξερες.

    Ένα τραγούδι. Πώς μπορεί να σε πάει πίσω. Να σε αρπάξει από τα μαλλιά και να σε ρίξει σε έναν καναπέ, σε μια παραλία, σε ένα κρεβάτι, σε ένα μαγαζί, δίπλα στο άτομο με το οποίο το μοιράστηκες.

   Όταν πρωτοακούσαμε εκείνο το τραγούδι μαζί, ήξερα? Ήξερες? Οι στίχοι σφυροκοπούσαν στα αυτιά μας. Το μέλλον το ίδιο ήταν γραμμένο σε αυτούς τους στίχους. Ούρλιαζε μπροστά στα μάτια μας. Μας προειδοποιούσε ίσως? Τα πράγματα έγιναν πολύ περίπλοκα τελικά όμως. Έπρεπε να γίνουν περίπλοκα. Δεν γινόταν αλλιώς.

   Σκέφτομαι. Πονάω. Αναπνέω. Υπάρχω.

   Κυκλικά γυρνάω πάλι σε αυτά τα τέσσερα ρήματα. Γυρνάω όλο και πιο γρήγορα.

 Έρχεται η ώρα μου. Φτάνει η στιγμή. Πλησιάζει αργά. Δεν χρειάζεται να βιαστεί. Είμαι δική της από την στιγμή που γεννήθηκα. Της ανήκω.

  Νιώθω σαν πληγωμένο παιδί αυτές τις μέρες. Λαβωμένο θανάσιμα. Ο τρόπος που μιλάω, που κινούμαι, που δίνω και παίρνω, είναι πλέον παιδικός. Λες και θέλω να επιστρέψω ασυνείδητα σε εποχές που δεν πόναγα. Που ταξίδευα. Ταξίδευα παντού.

   Και θολαίνουν πάλι τα πάντα, όπως εκείνη την μέρα. Εισέρχεται στις φλέβες μου, κυλάει αργά στο αίμα μου, μουδιάζει την σκέψη μου και χωρίς να το καταλάβω χαμογελάω απαλά. Και κοιτάζω ψηλά. Γιατί εμείς οι άνθρωποι κοιτάζουμε ψηλά? Τι ψάχνουμε πάνω από εμάς? Πάνω από την ανθρώπινη ιδιότητα? Κάτι ανώτερο, μεγαλύτερο και καλύτερο για βοήθεια. Που θα χτυπήσει τα δάχτυλά του ρυθμικά και η ζωή μας θα γίνει ξαφνικά υπέροχη. Και δεν θα ζητήσει τίποτα ως αντάλλαγμα. Τίποτα.

  Ζαλίζομαι. Μπερδεύω τις σκέψεις μου. Η ομιλία μου χάνεται σιγά σιγά. Είμαι ένα μεθυσμένο παιδί. Ένα παιδί που έχει μεθύσει με δηλητήριο. Πνίγεται από τα ίδια του τα χέρια.

  Μακάρι να ήσουν ένα καρκίνωμα. Κάτι περιττό, ένα ενοχλητικό παράσιτο κολλημένο στο κορμί μου. Θα σε τράβαγα δυνατά μέχρι να ξεκολλήσεις τα μικρά σου λευκά χέρια από πάνω μου. Θα σε πετούσα μακριά. Πολύ πολύ μακριά μου. Θα ανάσαινα την απουσία σου. Τι όμορφη μυρωδιά η απουσία σου μικρή μου! Τι ανάλαφρος άνεμος ταξιδεύει στους πνεύμονές μου παιχνιδιάρικα! Μέχρι να διαπιστώσω πως δεν γίνεται να φύγεις. Και τότε με γεμίζεις πάλι. Δεν πιάνεσαι από πάνω μου. Με γεμίζεις σαν αερικό.

  Μα εκεί που γεννήθηκες, εκεί και θα πεθάνεις. Στο ασθενικό μου μυαλό, στην παγωμένη μου σκέψη. Γιατί αυτό είναι τελικά.

  Έχω παγιδευτεί στον εαυτό μου. Και δεν ξέρω πως να βρω την έξοδο.

Wednesday, December 14, 2011

Τα χέρια της

    Γυρίζω πάλι παραληρώντας σε εσάς σήμερα. Τους εύθραυστους φίλους μου κρυμμένους στις σκιές. Που δεν μπορώ πια να αγγίξω. Δεν μπορώ πια να νιώσω. Δεν μπορώ πια να χορέψω μαζί τους. Μεγάλωσα.

   Και στην βασίλισσά τους, που τόσο βαθιά χαράχτηκε σε κάθε πτυχή της ψυχής μου. Την τρομακτική βασίλισσά σας, εκείνο το παιδί, το λιπόσαρκο κοριτσάκι με τα κατάλευκα χέρια. Τις κόρες των ματιών της άδειες. Και το πιο αθώο χαμόγελο που μπορούσε να δει ποτέ κανείς σε πλάσμα της νύχτας.

   Και εμένα να την αγκαλιάζω στοργικά. Να κουλουριάζομαι γύρω της και να δέχομαι τα χέρια της στον λαιμό μου. Γιατί ποτέ δεν με έπνιξαν εκείνα τα χέρια. Ποτέ. Εγώ τα τύλιγα ευλαβικά γύρω από το σώμα μου. Εγώ την καλούσα ουρλιάζοντας όταν ο πόνος πότιζε τα νεύρα του κορμιού μου. Εγώ την δημιούργησα. Και με την σειρά μου, εγώ την σκότωσα.

   Γιατί σε ζητάω, αγαπημένη? Γιατί θέλω να επιστρέψω σε εκείνες τις μαύρες ημέρες? Όταν δεν ήξερα τι είναι αλήθεια και τι ψευδαίσθηση.

   Δεν μπορώ να γράψω πια.

Οι λέξεις δεν παίρνουν την θέση που θέλω. Δεν βγάζουν τα μηνύματα που θέλω. Δεν φτιάχνουν πια εικόνες.

  Απλά υπάρχουν στην σειρά. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Απλά να περιμένω να μπορέσω να γράψω. Να περιμένω εκείνη.

Το θυμάμαι αυτό το κείμενο. Θυμάμαι την μέρα που το έγραψα. Σχεδόν τέτοια μέρα πέρυσι ήταν. Άλλη μια δύσκολη μέρα.

  ''Και αναρωτιέσαι,κάτω από το φως της λάμπας,το φως της φωτιάς στο τζάκι,το φως των ματιών απέναντι σου,αναρωτιέσαι εάν τα άφησες όλα πίσω. Εκείνο το αδιόρατο μεθύσι της ψυχής,υπό νότες θανάτου,αναθυμιάσεις έρωτα και λευκών γυμνών κορμιών αλυσοδεμένων,κορμιών τσακισμένων,ματωμένων,υπέροχη η κατάρα της φθοράς, να σπαράζουν νοσηρά. Και το ζευγάρι μάτια που σε κοιτάζουν ανήκουν σε ένα ξεχασμένο κομμάτι σου,που απαρνήθηκες καιρό τώρα. Γιατί κανένας δεν είδε ποτέ την Κόλαση. Την νιώθεις στο πετσί σου,σε ξεσκίζει,σε κάνει να ουρλιάζεις δυνατά και να ψιθυρίζεις πονηρά,σε αφήνει να πλανιέσαι άυλη,σαν να μην έχεις σώμα. Γιατί όλα φωτίζουν πλέον,φωτίζουν,άσπρα μπλε και κίτρινα φώτα,φώτα που σου δίνουν χαρά,χαρά χαρά. Φώτα που σε εκνευρίζουν.
Αυτή η μάζα που σε περιυκλώνει από παντού. Την απαρνήθηκες καιρό πριν,για ένα χρυσό κλουβί,για μια αιωνιότητα στο τίποτα. Και να ένας δρόμος,μαγαζιά,φώτα και άνθρωποι,άνθρωποι τόσο ξένοι,τόσο γεμάτοι,τόσο ροζ,αφράτοι και στρουμπουλοί,με την κοιλιά γεμάτη κρέας και χόρτα,με απαίσια λευκά χαμόγελα, και εσύ τόσο άδειος,είναι παντού γύρω σου και σε πνίγουν,και εσύ ξαναβλέπεις αυτό το ζευγάρι μάτια,φοράει λευκό φόρεμα,ματωμένο από τα χρόνια,σε κοιτάει,δεν μιλάει,απλά σε κοιτάει και περιμένει. Ξέρει πως η παρουσία της και μόνο ξυπνάει αναμνήσεις.
Είχε τόσο λευκό δέρμα,που φάνταζε διάφανο,εύθραυστο,γεμάτο νιφάδες. Τόσο παιδικά χείλη,κόκκινα,σε πλήρη αντίθεση με τα πορσελάνινα μάγουλά της,και τόσο ώριμα μάτια,άσπρα κατάλευκα,δεν υπήρχε κόρη να σε καρφώσει δυνητικά,ήταν τόσο άδεια που σε τρόμαζαν,αράχνες κούρνιαζαν,φώλιαζαν. Και καθόταν τότε και έπαιζε μαζί σου,σου φόραγε μακριά φουστάνια,μετάξι και βελούδο,σε κουκούλωνε με πολύτιμα υφάσματα μέχρι το πρόσωπο,υπέροχες υφές και χρώματα που σε έπνιγαν,κάλυπτε το δέρμα σου με το λευκό του ουρανού,τα δάχτυλά σου με το ασήμι της νύχτας. Δεν χρειαζόσουν τίποτε άλλο,ω ναι,δεν χρειάστηκες ποτέ φώτα όσο είχες εκείνη,όσο ήσουν βυθισμένη σε ένα βουνό από μαξιλάρια κεντημένα από σελήνη,από σεντόνια,κοσμήματα και καπνούς χρωματιστούς της Ανατολής,αρώματα που ζαλίζουν,και μια κούπα με ένα βαθυκόκκινο υγρό που φώναζε άνθρωπος.
Αλλά τώρα έχεις τα φώτα. Και όταν σβήνουν εμφανίζεται πάλι εκείνη,τεντώνοντας το στόμα της σε μια απελπισμένη κραυγή που αρχίζει από κλάμα και κλιμακώνεται σε αλύχτισμα ζώου,έτσι που πετάγονται οι φλέβες στο κουρασμένο πρόσωπο της,χώνει τα νύχια της στο πρόσωπό της και το σκίζει απαλά,σφίγγει τα μάτια και στάζουν αλμυρό νερό,ορθώνονται τα σγουρά μαλλιά της και το σώμα της παραδίνεται στον χορό που ακολουθεί την κραυγή της,γιατί σου ουρλιάζει,μέσα στα αυτιά σου σφυροκοπάει ασταμάτητα η παιδική κραυγή της,τόσος πόνος στο κλάμα της,σε παρακαλάει να γυρίσεις,και έπειρα κατάρες,και ένα ήρεμο χαμόγελο θυμού ''Είσαι δική μου''. Και ξέρεις πως ότι άφησες πίσω σου κρατιέται ακόμα καλά από την άκρη του φορέματος σου,απλώνει τα λευκά λιπόσαρκα χέρια του απελπισμένα και σκαρφαλώνει ανυπόμονα με μανιασμένα μάτια,γρήγορα προς τον κόρφο σου,χαράζει χαρούμενα το κορμί σου,φιλάει το λαιμό σου,αφήνει έναν ηδονικό αναστεναγμό και ξανακατεβαίνει,αλλά δεν σταματάει ποτέ να κρεμιέται μητρικά από τα άκρα σου,και το σέρνεις παντού μαζί σου,αυτό το φρικτό τόσο οικείο πρόσωπο,αυτό το αγαπημένο κορίτσι που σου έδειξε εκστασιασμένο τον χορό της βροχής και μαζί σου ανακάλυψε το ταξίδι του αίματος στις φλέβες.

Είναι ακόμα εκεί και περιμένει''

 

Sunday, December 11, 2011

To λάθος

      Από αυτές τις στιγμές στην ζωή που πανικοβάλλεσαι από τα πιο απλά πράγματα. Που βουλιάζεις και ξέρεις ότι εσύ ο ίδιος έσπρωξες τον εαυτό σου στο νερό. Και αναρωτιέσαι τότε, τι έκανες λάθος?

   Λάθος. Εγώ η ίδια υπήρξα λάθος από μόνη μου. Και επέλεξα τέτοιους δρόμους. Λανθασμένους. Η αιώνια κατάρα. Τρέχει πάνω στο δέρμα μου. Χαιδεύει απαλά τα μαλλιά μου. Και εγώ την κοιτάζω στα μάτια. Και δεν νιώθω τίποτα.

   Τι κάνω λάθος λοιπόν τόσα χρόνια? Φταίει αυτή η ακατανίκητη ανάγκη για αλήθεια? Η ανάγκη μιας ξένης αγκαλιάς? Της ζεστασιάς ενός άλλου ανθρώπου κοντά μου? Της ασφάλειας?

  Τι κάνω λάθος λοιπόν? Δεν μπορώ να καταλάβω. Δεν μπορώ να σχηματίσω προτάσεις. Δεν μπορώ πια να γράψω.

Wednesday, December 7, 2011

Ας βρέξει

    Περίμενα το λεωφορείο σήμερα. Κουρασμένη όπως πάντα μετά από σχολή, βαριεστημένη και με σχετικά κακή διάθεση.

   Και ξαφνικά φύσηξε. Φύσηξε πολύ δυνατά. Σαν να είχα καιρό να νιώσω άνεμο να μαστιγώνει το πρόσωπό μου. Φύσηξε μέσα μου. Κύλησε στις φλέβες μου, αιθέριο ανάλαφρο αίμα. Είδα την σκόνη να σηκώνεται σαν θύελλα, κιτρινιασμένα φύλλα από δέντρα να χορεύουν αλαφιασμένα μπροστά μου. Χόρευαν και με ήθελαν μαζί τους. Ο ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά και ένα μπουμπουνητό τάραξε την ησυχία. Κοίταξα ψηλά. Και δέχτηκα την πρώτη σταγόνα.

   Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησε αυτή η σκηνή ένιωσα να γεμίζω μετά από πολύ καιρό. Δεν ξέρω με τι, απλά ένιωσα γεμάτη. Χαμογέλασα αχνά. Λες και οι ουρανοί μου κλείναν το μάτι.

  Πήρα βαθιά ανάσα. Εξέπνευσα και έβγαλα από μέσα μου μαύρο καπνό. Η ψυχή μου κάπνιζε πάλι. Κάπνιζε και καιγόταν αργά. Τα αποκαίδια της και οι στάχτες τρέχαν μέσα στον άνεμο. Τον μαύρο καπνό. Τον έβγαλα όλον από μέσα μου. Και μετά γαλήνεψα. Ένιωσα ήρεμη. Σίγουρη. Κοίταξα ψηλά πάλι και τα μάτια μου απήγγειλαν ηχηρά:

  Ας βρέξει πόνος! Ας βρέξει αίμα ιερό! Ας βρέξει πίκρα και ας ποτίσει το κορμί μας! Αγανάκτηση του Αιόλου, είσαι πια δική μου! Μέσω εμένα ξεσπάς, ορμάς και καταστρέφεις! Ας βρέξει λοιπόν!

Θα είμαι έτοιμη.

 Ακόμα σ'ένα φίλημα
σ'ερωτικό μεθύσι
τα χείλη μου προσφέρω

Monday, December 5, 2011

Μακάρι

Gypsy, sittin lookin pretty
A broken rose with laughin' eyes
You're a mystery
Always runnin' wild
Like a child without a home
You're always searchin'
Searchin for a feelin'
But it's easy come and easy go
You're such a secret
Misty eyed and shady
Baby, how you hold the key
Oh, you're like a candle
Your flame slowly fadin'

Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν για μένα. Οι στίχοι αυτοί ξέρουν τι συμβαίνει. Καλύτερα και από εμένα ίσως.

Υπάρχουν φορές στην ζωή που απλά λες ασυνείδητα στον εαυτό σου ''πρέπει να νιώσεις καλά'', ''είσαι υποχρεωμένη να νιώσεις καλά''. Αλλά δεν γίνεται. Διψάς, διψάς τόσο πολύ και δεν σε ξεδιψά κανένα νέκταρ μαγικό, καμία υποψία νερού παγωμένου. Θέλεις απλά να βάλεις ένα τέλος. Όχι σε σένα. Για κανέναν λόγο. Αγαπάς τον εαυτό σου υπερβολικά, και ας τον βλέπεις να χάνεται. Γιατί είσαι το τελευταίο άτομο που θα δεχτεί να κρατηθεί και από το τελευταίο σάπιο κομματάκι του εαυτού σου που πέφτει στο πάτωμα. Κανένας άλλος.

  Ένα τέλος στον πόνο. Μια λήθη αιώνια. Αρμονική. Ισορροπημένη. Για μια φορά στην ζωή μου, λίγη ισορροπία. Γιατί δεν αντέχεις άλλο κάθε μέρα να αποτελεί μαρτύριο.

  Άτομα από το παρελθόν. Λες να βοηθούσαν? Όχι. Το πολύ πολύ να θρέφαν για άλλη μια φορά τις ψευδαισθήσεις μου. Να με βάζαν πάλι στην όμορφη φούσκα μου. Να με κάναν να πιστέψω πως όλα θα είναι όπως τότε. Τι να τα κάνω αυτά τα άτομα? Με έχουν εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό έτσι και αλλιώς.

  Πλέον δεν ξέρω που πάω. Δεν ξέρω τι ψάχνω. Απλά υπάρχω. Ξοδεύω χώρο και οξυγόνο με την παρουσία μου.

  Ίσως τελικά είναι στο χέρι μου να αλλάξουν τα πάντα. Ίσως τελικά εάν πω ''πρέπει να χαμογελάσω'' να τα καταφέρω. Ή απλώς να προσπαθήσω να ελαφρύνω αυτό το τεράστιο βάρος που κουβαλάω τόσο καιρό μέσα μου. Να χτυπήσω ρυθμικά τα δάχτυλά μου και να νιώσω αέρινη μέσα μου. Να βγω στον δρόμο χωρίς αυτόν τον πόνο στην ψυχή μου.

  Ή απλά δεν γίνεται. Ας περιμένω λοιπόν. Ας περιμένω όσα χρόνια θα έρθουν.
 
 Θα ανάψω τσιγάρο. Με την ίδια απάθεια που ανάβω τσιγάρο τους τελευταίους 3 μήνες. Θα κλείσω τα μάτια καθώς ο καπνός θα διασχίζει το είναι μου. Θα χτενίσω τα μαλλιά μου. Όπως τα χτένιζε εκείνος. Με αγάπη. Θα βάψω τα χείλια μου σκούρα. Συμβολίζοντας αλλιώτικους προορισμούς και ταξίδια. Θα αφήσω το μαύρο χρώμα να ντύσει το κορμί μου για άλλη μια φορά με κατανόηση. Θα τραβήξω μηχανικά τις άκρες των χειλιών μου μέχρι να φανούν τα δόντια μου. Θα προβάρω αυτή την παρωδία στον καθρέφτη μου. Θα την κρατήσω εκεί ψηλά, αυτήν την παρωδία χαμόγελου. Θα γελάσω αληθινά τότε. Μόνο όταν κοιτάω τον εαυτό μου γελάω αληθινά.

   Και θα βγω στον δρόμο, εκεί που το κρύο δεν σε αφήνει να σκεφτείς. Παγώνει τις σκέψεις σου και σε προστάζει να προχωρήσεις μπροστά. Όλα πέφτουν στον υγρό δρόμο, γίνονται ένας αχταρμάς. Και το κρύο είναι εκείνο που σε κάνει να σκεφτείς, όταν μπαίνεις κάπου πιο ζεστά ''Μήπως να τα γαμήσω όλα? Οτιδήποτε είχα δεδομένο στην βολεμένη ζωούλα μου? Μήπως είναι καιρός να ταρακουνήσω μόνη μου την στάσιμη πορεία μου? Να κάνω κάτι τόσο τρελό, τόσο ανήκουστο, ή ακόμα κάτι τόσο απλό και κρυφό, που θα δώσει νόημα σε αυτό που ονομάζουν ζωή μου?''

Και μετά?


Μακάρι να υπήρχε κάποιος που να μπορούσε να δει.
Μακάρι
Μακάρι
Μακάρι

Friday, December 2, 2011

Π+Α

   Είχα καιρό να γράψω. Είχα καιρό να βρω λέξεις για να γράψω. Λέξεις, σημεία,σύμβολα. Οτιδήποτε. Γράμματα στην σειρά. Προτάσεις. Θαυμαστικά και αποσιωπητικά. Αποσιωπητικά. Σιωπή. Δεν μπορούσα να γράψω.

   Πονάω. Θα μπορούσα να γεμίσω όλη την σελίδα με αυτό το ρήμα. Συνέχεια. Κολλημένα ''πονάω'' μεταξύ τους. Ίσως και το γράμμα άλφα. Άπειρα άλφα στην σειρά. Αέναο ουρλιαχτό.

   Είναι κάτι στιγμές που γυρνάς πίσω σε παιδικές ανάγκες. Όταν δεν έχεις τίποτα και το μόνο που θες να φωνάξεις είναι ''μαμά βοήθεια''. Ακούγεται τόσο χαζό, τόσο ασήμαντο, αλλά είναι το μόνο που θες να φωνάξεις. Ταυτόχρονα όμως είναι το μόνο που δεν θα ακουστεί.

    Κουράστηκα. Κουράστηκα να μαζεύω τον εαυτό μου από το πάτωμα. Κουράστηκα να σκουπίζω τα κλάματά μου μόνη μου. Κουράστηκα να καθαρίζω το χάος που αφήνω γύρω μου κάθε φορά χωρίς κανέναν δίπλα μου να μου πει πως να το κάνω. Κουράστηκα να γελάω φωνάζοντας σε στιγμές που θα έπρεπε να πανικοβάλλομαι και να κλαίω. Κουράστηκα να μην μπορώ να γελάσω με τα αστεία σας. Να μην μπορώ να αγαπήσω την ολόιδια μάζα που αποτελείτε για μένα.

     Πάλι μου έπιασες το χέρι απαλά. Και εγώ υποτίθεται πως πρέπει να νιώσω ζεστασιά έτσι δεν είναι? Πάγο νιώθω μέσα μου. Μέχρι να σπάσει. Και να δεις έκπληκτος τι πραγματικά είμαι.

    Και μετά πάλι ηρεμία. Κλείνω τα μάτια και ηρεμώ για λίγο. Κουλουριάζομαι στο κρεβάτι μου και κρύβομαι κάτω από την κουβέρτα. Στον ζεστό μικρό μου κόσμο. Επιτέλους! Κάτι δικό μου.

   Χρειάζομαι. Αυτή η λέξη πλέον δεν έχει αντικείμενο. Δεν έχω τι να βάλω μετά. Απλά χρειάζομαι. Τα πάντα ίσως. Και ρουφάω με μανία προσπαθώντας να νιώσω κάτι. Να νιώσω λίγο ζωντανή. Να νιώσω ότι υπάρχω και ότι δεν αιωρούμαι στο κενό.

   Θέλω να σπάσω κάτι. Να πονέσω κάποιον. Να πονέσω εμένα ίσως.

   Πόσα χρόνια ακόμη θα αντέξω να ζω έτσι?

   Γιατί να πρέπει να αντέξω κάτι τέτοιο?

   Σταματήστε να μου χαμογελάτε. Σταματήστε να αγγίζεται το κορμί μου. Πάρτε τα χέρια σας μακριά μου. Σας βαρέθηκα.

Άμορφες κούκλες με κομμένα σχοινιά. Κουράστηκα. Θέλω λίγο άνεμο πάλι. Τόσα χρόνια κούναγα αυτά τα σχοινιά. Όχι άλλο.

Σας παρακαλώ, για μια φορά παίξτε μαζί μου. Κουράστηκα να παίζω μαζί σας.