Wednesday, February 27, 2013

27

Οι τοίχοι λιώνουν γύρω μου. Το δωμάτιο γεμίζει καπνό και με πνίγει. Από καταφύγιο μετατράπηκε σε υγρή σπηλιά.

Πολύς άνεμος. Χρειάζομαι φωτιά, την ζέστη και τον κίνδυνό της, χρειάζομαι τις σπίθες που κάποτε με κρατούσαν ζωντανή.

Ξαφνικά?

Μακάρι να μπορούσα να δώσω κι άλλα, κι άλλα. Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω όχι εσένα, τον κόσμο ολόκληρο, όλο τον πόνο του κόσμου. Αλλά  δεν έχω δύναμη. Ποτέ δεν είχα. Η μόνη δύναμη που ρέει στις φλέβες μου παίρνει υπόσταση σε κόσμους που κανείς δεν μπορεί να δει.

  Ψάχνοντας να βρω την Δάφνη την έχασα. Ψάχνοντας να βρω φωτιά έχασα τον λίγο άνεμο που μου είχε μείνει. Τα έχασα όλα.

  Υπάρχει λόγος που καραδοκεί αυτός ο πόνος. Τίποτα δεν συμβαίνει δίχως λόγο. Κρύβεται πίσω από κάθε μας επιλογή και κάθε μας φόβο, περιμένει να μας πνίξει.

Πάλι δεν ξέρω γιατί γράφω.

Με κούρασε αυτός ο χειμώνας. Με πάγωσε, με έλιωσε.

Ο εαυτός μας, τα κομμάτια μας. Συνήθως όταν προσπαθούμε να τα μαζέψουμε είναι πολύ αργά. Τα έχουμε ήδη χαρίσει σε κάποιον άλλο. Και θα τα έχει για πάντα.

Και ποιό το νόημα, να δώσεις τον εαυτό σου για να γεμίσεις προσωρινή ευχαρίστηση? Γνωρίζουμε το τέλος, το περιμένουμε καθημερινά. Τελικά σημασία έχει το ταξίδι ή ο προορισμός?

 Υπάρχει δηλαδή ισορροπία? Το εγώ σου μπορεί ποτέ να ισορροπήσει με τις ανάγκες του άλλου? Κολυμπάμε τόσο βαθιά στον εγωισμό μας, που μου φαίνεται παράλογο να μπορέσει ποτέ κανείς να βάλει τις ανάγκες του άλλου πάνω από τις δικές του. Σαν να έχει βγει από όλα αυτά τα παραμύθια που θαυμάζω. Όταν κάποιος επρόκειτο να πεθάνει, ο λόγος που πονάμε είναι επειδή δεν θα υπάρχει πια στην ζωή μας, όχι επειδή νιώθουμε τον φόβο του για το τέλος. Τότε τι είναι ο έρωτας? Τι είναι η φιλία? Η οικειότητα πως οδηγεί στον αλτρουισμό? Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

 Μου έλειψε το τραχύ σου δέρμα στα χέρια μου, οι μπούκλες σου να μου γαργαλάνε τον λαιμό. Με έχεις αφήσει ελεύθερη εδώ και τόσο καιρό, κι όμως επιμένω να γυρνάω πάντα πίσω σε σένα, γιατί μόνο η δική σου αγκαλιά με κάνει να νιώθω ασφάλεια πλέον. Όσο έχανα την πίστη μου στα πάντα ήξερα πως είσαι η μόνη ουσία που δεν μπορεί να φύγει ποτέ από κοντά μου. Και αυτή την στιγμή δεν πιστεύω σε τίποτα πραγματικό πια. Στο κεφάλι μου μπορώ να αρμενίζω όπου θέλω και να πιστεύω στον έρωτα, στην αγάπη, στην φιλία, σε ότι έχω σκοτώσει και απορρίψει στην πραγματικότητα δηλαδή, γίνεται όμως όλο και πιο δύσκολο όσο περνάνε τα χρόνια να βιώνω ζωντανές και απτές εικόνες. Η δύναμη τους χάνεται όσο μεγαλώνω. Και στην καθημερινότητά μου απλά πορεύομαι μέχρι να μου μάθει κάποιος να πιστεύω ξανά. Να ξεφυλλίσει πρόθυμα εκείνα τα βιβλία που μου ανοίξαν το μυαλό, να ρωτήσει για την καινούρια μου περιπέτεια, να δει χωρίς να κοιτάξει.

Ίσως δεν πρέπει ποτέ να παίρνουμε θάρρος. Ίσως πρέπει ότι καλό συμβαίνει να το αντιμετωπίζουμε επιφυλακτικά και καχύποπτα, ώστε να είμαστε έτοιμοι όταν θα έρθει η σίγουρη καταστροφή του.  Έτσι ο κόσμος θα ήταν πιο ήρεμος, πιο λογικός. Δεν θα παρασυρόταν από ιστορίες φτιαγμένες από άνεμο και φωτιά όπως εγώ. Θα τις πέταγε στα σκουπίδια και θα γλίτωνε το χάος.

Ίσως πρέπει όντως να ακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη πορεία μας στην ζωή. Ίσως υπάρχει κάποιος λόγος που ο άνθρωπος αναπαράγει αυτά τα βήματα από τις απαρχές του κόσμου. Ίσως πρέπει να τα πετάξουμε όλα στα σκουπίδια και να βάλουμε το κεφάλι μας και τις ελπίδες του στην θέση τους. Να ζήσουμε όπως μας πρόσταξαν οι γονείς μας. Να χλευάσουμε τις έννοιες του ρίσκου και των ταξιδιών. Να γίνουμε φυσιολογικοί, και όπως ένας θερμοστάτης, να καταπνίγουμε οποιαδήποτε ψυχική ένταση όταν ξεπερνάει το θεμιτό όριο.

Μόλις παρομοίασα τον ψυχικό μου κόσμο με θερμοστάτη. Χρειάζομαι ύπνο.