Friday, January 10, 2014

Μάγια1



       Ο Βεν κρύωνε. Δεν θυμόταν γιατί είχε αποκοιμηθεί, δεν θυμόταν πολλά πράγματα τον τελευταίο καιρό. Άνοιξε διστακτικά τα μάτια του. Το δωμάτιό του λες και τον πλάκωνε, το σκάφος βρισκόταν σε κίνηση όπως πάντα αλλά εκείνος ένιωθε ένα ακίνητο βάρος να του βαραίνει το στήθος, χειρότερο από ευθύνη, χειρότερο από ενοχή, χειρότερο και από ανάγκη, λες και οι τελευταίοι συνεχόμενοι θάνατοι που είχαν στιγματίσει την ομάδα είχαν φωλιάσει στους τοίχους σαν παραμορφωμένα σιωπηλά παράθυρα. Δυο πρόσωπα πλημμύρισαν με μνήμες το κεφάλι του ξαφνικά, και τότε θυμήθηκε. Πέταξε τρομαγμένος τα σκεπάσματα και βγήκε από το δωμάτιο.
    Όλα έμοιαζαν κανονικά, όλοι κάναν τις δουλειές τους όπως πάντα. Μπορούσε να μυρίσει χορταρικά και κρέας να ταξιδεύουν στον αέρα από την κουζίνα, πράγμα που σήμαινε ότι η Κίντα μαγείρευε όπως κάθε μέρα το βραδινό. Τα μικρά κοιμόντουσαν νωχελικά στα ντιβάνια της αίθουσας, το στόμα της Λι ήταν ανοιχτό ενώ η Τζανού είχε κουλουριαστεί σαν μπάλα μαζί με τα μαξιλάρια λες και ήθελε να κρυφτεί. Κοντά στο τζάμι η Ρειν χάιδευε την κοιλιά της σκεφτική, που για κάποιον λόγο του φαινόταν τώρα μεγαλύτερη από ποτέ. Του έριξε ένα φευγαλέο, ίσως πικρό βλέμμα όταν είδε ότι την κοίταζε και μετά στράφηκε πάλι στον ουρανό. Κοντά της, μπροστά από τον τοίχο με την βιβλιοθήκη, ο Ναλτ διάβαζε στο πάτωμα ένα βιβλίο, με γυάλινα μάτια, ίσως χαμένος στις σκέψεις του. Κοίταξε προς το πιλοτήριο και είδε καπνό να βγαίνει από το ατσάλινο παραθυράκι στην πόρτα, και σκέφτηκε ότι η Λίσσε κάπνιζε την πίπα της ξαπλωμένη στην καρέκλα, ρίχνοντας κλεφτιές ματιές στον ουρανό ή στην οθόνη ελέγχου σε περίπτωση που η Κίντα επιχειρούσε ξαφνική επίσκεψη. Κοιτώντας πάλι τα άτομα στην αίθουσα, την μεγάλη, αναγκαστικά δυσλειτουργική οικογένειά του σκέφτηκε πως οι υπόλοιποι μάλλον κοιμόντουσαν. Τα μάτια του έψαξαν το ξανθό κοντό κεφάλι του Άλεξ, σημειώνοντας μέσα του όμως ότι το αγόρι θα είχε την ανάγκη να μείνει μόνο του περισσότερο από όλους. Και η θύμηση εκείνης της νύχτας τον κατέκλυσε ξανά.
  Έτρεξε στον διάδρομο, τον σκοτεινό βρώμικο διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο με τους καθρέφτες. Έτρεχε χωρίς να σκεφτόταν τις επιπτώσεις των πράξεών του, έτρεχε χωρίς να τον νοιάζουν οι προειδοποιήσεις των υπολοίπων, απλώς έτρεχε λες και η αλυσίδα κάποιας άγνωστης δύναμης του έκαιγε τον λαιμό και τον υποχρέωνε να την ψάξει, να την βρει, να την δει.
  Το μόνο φως της αίθουσας ήταν της σελήνης, που προσπαθούσε δειλά πότε πότε να μπει από τα πλατιά παράθυρα στο τέλος των τοίχων, και των σπαθιών και των όπλων που ήταν στοιβαγμένα στην θέση τους. Μια κόκκινη μικροκαμωμένη μορφή κουλουριασμένη στο πάτωμα πολλαπλασιαζόταν από τους καθρέφτες, και τα δεκάδες είδωλα αλλάζαν λίγο μια στο τόσο από τον σπασμό ενός λυγμού ή από κάποια αχτίδα φωτός που πέρναγε γρήγορα από τα χέρια της και ύστερα χανόταν.
  Δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει ή να φωνάξει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αγκαλιάσει αυτό το πλάσμα που μύριζε θάνατο, αν έπρεπε για άλλη μια φορά να δοκιμάσει απελπισμένος να γεμίσει το άδειο σώμα της για να τρελαθεί ξανά όταν διαπίστωνε ότι το κενό ύστερα μεγάλωνε, δεν ήξερε αν έπρεπε να την φιλήσει όπως κάποια σπάνια βράδια που μπορούσε να δει τον τρόμο και τον φόβο να αντικαθιστούνται από μια πιο ανθρώπινη και προσιτή μελαγχολία, δεν ήξερε τίποτα. Οπότε προχώρησε και στάθηκε άπραγος για κάποια δευτερόλεπτα μπροστά της κοιτώντας το πάτωμα.

  Σήκωσε το πύρινο κεφάλι της μηχανικά, μόνο ίσως για να αποκαλύψει εκείνο που ο Βεν φοβόταν να δει. Άδεια μάτια, τα πράσινα μάτια της ήταν ρουφηγμένα και άδεια, κοιτάζαν χωρίς να βλέπουν. Τα χείλια της ήταν στραβά, λες και προσπαθούσε επί ώρες να αρθρώσει κάποια λέξη που τελικά δεν κατάφερε ποτέ, και τα μάγουλά της υγρά και γεμάτα ξεραμένα δάκρυα. Τα γόνατά της ήταν ματωμένα, ο Βεν κατάλαβε πως έχωνε με μανία τα νύχια της ίσως όλο το απόγευμα. Και ξαφνικά τον κυρίεψε το ακατανίκητο αντρικό ένστικτο της προστασίας, της φροντίδας των γονάτων που αγαπούσε, και έσκυψε απότομα να την αγγίξει.
  Εκείνη, που το χάρτινο βλέμμα της γύρναγε στην αίθουσα όσο εκείνος την παρατηρούσε, τραβήχτηκε απότομα σαν λαβωμένο ζώο. Και ύστερα έσκυψε μπροστά του, με το σώμα της να έχει πάρει μια κλίση που θύμιζε κλαδιά δέντρου και τα μάτια της γουρλωμένα, και είπε με φωνή σκουριασμένη που έμοιαζε να έβγαινε από σωλήνες χωμένους στην γη '' Είναι εδώ''.
  Δεν ήθελε να ακούσει για άλλη μια φορά αυτά που εκείνος θεωρούσε τρελές παραισθήσεις. Δεν ήθελε για χάρη του έρωτά του για εκείνη να διαλύσει για άλλη μια φορά την τόσο καλά δομημένη πραγματικότητά του που τον είχε κάνει άτρωτο μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία. Δεν την είχε πιστέψει την πρώτη φορά, δεν μπορούσε να την πιστέψει και τώρα, και δεν είχε το κουράγιο να θρέψει την δυστυχία της με χάδια και φιλιά. Ήθελε απλώς να βγάλει με κάποιο τρόπο τον θάνατο από την άκρη των ματιών της, την σκόνη από τον λαιμό της, την μορφή της μικρής που τόσο αγάπησε εκείνη καρφωμένη στον τοίχο ενός σπιτιού, ήξερε πως η εικόνα αυτή βασάνιζε την Μάγια περισσότερο ίσως από τον ίδιο τον θάνατο του παιδιού. Ήθελε να αντικαταστήσει τα ουρλιαχτά του πόνου της με την νύστα της νοσταλγίας, ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να καταφέρει μαζί της. Την αγαπούσε όμως. Και η αγάπη είναι ένα αλόγιστο χωρίς δεύτερη σκέψη τίναγμα του σώματος προς το αντικείμενο της εμμονής, και το σώμα του τινάχτηκε με μανία προς το κόκκινο εκείνο κορίτσι χωρίς να ξέρει το γιατί.
  Την άρπαξε από τα χέρια και την σήκωσε μπροστά του. Όταν τα μουδιασμένα πόδια της πήγαν να λυγίσουν,την έσφιξε δυνατά ώστε να μπορέσει να σταθεί μόνη της μπροστά του. Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι άδειες τρύπες.
  Τα κατάφαγε, κατάφαγε το αγριεμένο δάσος των ματιών της με τα δικά του, ρούφηξε την λιγοστή κρυμμένη ομορφιά που της είχε μείνει, τράβηξε τις κόκκινες τούφες από τα μαλλιά της που μπλέκονταν και κρύβαν το λεπτό πρόσωπό της, προσπάθησε να ζωγραφίσει με το νου του το ξεχασμένο χαμόγελό της στα ρουφηγμένα της μάγουλα, προσπαθούσε απελπισμένα χαιδεύοντας την να θυμηθεί την λάμψη της που τον έκανε κάποτε να αναζητά τον λόγο για τον οποίο ήρθε στον κόσμο, και τον χορό του κορμιού της πάνω στο δικό του εκείνες τις νύχτες, πασπαλισμένο με παιδικά δάκρυα και χαμόγελα επιθυμίας. Κατάφαγε τα μάτια της ερωτευμένα χωρίς να καταφέρει να φωτίσει τις δυο σκοτεινές πράσινες σήραγγες και ύστερα προσπάθησε να κάνει κάτι λογικό, κάτι ορθό, κάτι αναγκαίο.
''Δεν έφταιγες εσύ!'' φώναξε απελπισμένα κοιτώντας την με κάλπικη αποφασιστικότητα. ''Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός σου, αυτός ο πόλεμος είναι όλων μας και σκοτώνει κάθε μέρα εκατομμύρια παιδιά σαν εκείνη, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα, έτρεξες όσο πιο γρήγορα μπορούσες, σώθηκαν όλοι οι υπόλοιποι, πρέπει να χαίρεσαι που σώθηκαν όλοι οι άλλοι και ας προσπάθησες, δεν γινόταν να ήξερες ότι την κράταγε η Ντόμινο, όχι όχι δεν γινόταν, όχι.''
  Δεν ήξερε τι έλεγε. Τα λόγια του ακούγονταν ηλίθια και ανούσια, το ήξερε, τα επιχειρήματά του γινόντουσαν στάχτη από την έλλειψη βάρους τους κατευθείαν αφού έβγαιναν από το στόμα του. Η αυτοσυγκράτησή του, οι αρχές του, η δύναμή του, όλα είχαν καταρρεύσει στην προσπάθεια να κολλήσει αυτό το κορίτσι, να κολλήσει εκατομμύρια θραύσματα ενός σπασμένου ποτηριού, να νικήσει την τρέλα με την λογική, με ζεστό φαγητό και μια θέση στο κρεβάτι του για εκείνη, τα πίστευε αυτά και όσο πιο πολύ τα πίστευε τόσο πιο πολύ απελπιζόταν από το πόσο άδειαζαν ξανά όσο μίλαγε τα μάτια της. Αυτός δεν ήταν ο δικός του αγώνας για εκείνη, αυτός δεν ήταν ο αγώνας της ομάδας για εκείνη, ούτε η ίδια δεν πάλευε τον εαυτό της. Η Μάγια ήταν ένα κουφάρι στα χέρια του στο οποίο πάλευε να φυσήξει ζωή. Μήπως να πίστευε τις τρελές της λέξεις? Μήπως να κοίταζε για ατέλειωτες ώρες όπως εκείνη τον τοίχο, προσπαθώντας να δει αυτά που του περιέγραφε? Παρά την μαγεία που πότιζε τον κόσμο τους, που γεννιόταν από τις ρίζες των φυτών ακόμα,ήταν ποτέ δυνατόν ο θάνατος να ήταν πρόσωπο όπως περιέγραφε? Και να είχε επιλέξει από όλο τον κόσμο και το σκότος του, από την Ντόμινο, την Νερίσσα, τους δολοφόνους των γονιών του και τα μέλη του Συμβουλίου να στοιχειώσει εκείνη? Η δύναμη της στην μάχη και στην ηγεσία της αποστολής δικαιολογούσε άραγε τον ναρκισσισμό της, που την έκανε να βλέπει οράματα με λιβάδια με νεκρούς και τον θάνατο με ματωμένα ρούχα να προσπαθεί να κάνει έρωτα στην ψυχή της?
   Γιατί αυτό ένιωθε, από εκείνη την εποχή όπου δεν υπήρχε άνθρωπος στην Δεύτερη Πλευρά που να μην ήξερε με τρόμο το όνομά της, όταν την είδε για πρώτη φορά ως προστατευόμενη της πιο ισχυρής γυναίκας σε εκείνη την γη, να περπατάει λάγνα με το λευκό της φόρεμα να κολλάει στο σώμα της και τα μάτια της να ουρλιάζουν κίνδυνο, ήξερε πως κατά βάθος αγάπησε όσο και μίσησε το τι έκανε τότε. Και τώρα προσπαθούσε να πείσει εκείνον και την Κίντα για ένα παραμύθι μέσα στο κεφάλι της, για έναν απόηχο της ενοχικής της δόξας εκείνων των ημερών που την έκανε να πιστεύει ότι μετά από όλους τους ανθρώπους που είχε στείλει στον θάνατο εκείνος πρόθυμος ως άνθρωπος επέλεγε να την βασανίσει? Ο Βεν τρελαινόταν όσο την κοιτούσε, τρελαινόταν διότι δεν μπορούσε να δει μέσα στο κεφάλι της, τρελαινόταν γιατί η γυναίκα που αγαπούσε είχε σκοτώσει, σκότωνε και θα ξανασκότωνε και φοβόταν την υγεία του μυαλού του όσο την ποθούσε.
    Και ο έρωτάς του έσβηνε στην θύμηση των κατακόκκινων ματιών της όταν μεταμορφωνόταν μέσα σε μια δίνη φωτιάς, όταν γινόταν η απόλυτη εκπροσώπηση της δύναμης, γιατί τότε δεν έμοιαζε με άνθρωπο και τότε την μισούσε, την απεχθανόταν και το μυαλό του την εκλάμβανε ως ένα από τα στοιχεία που πολεμούσαν τόσον καιρό και ενστικτωδώς ήθελε να στρέψει το όπλο του στο κεφάλι της, όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στο όνομα μιας χαμένης αποστολής. Ήταν μια από τα τέσσερα πνεύματα, τις αρχέγονες βάσεις του πλανήτη τους, που άλλαζαν κορμιά ανακυκλώνοντας ενέργεια και θάνατο, κουβάλαγε την δεύτερη πιο ισχυρή δύναμη ανάμεσά τους, και όμως όταν η δύναμη αυτή την έπνιγε και μετενσαρκωνόταν στην αρχαία αύρα της φωτιάς, τότε ήθελε να την σκοτώσει πιο πολύ από ποτέ, ναι ένιωθε την ανάγκη του να προστατέψει τον κόσμο από εκείνη, όπως την πρώτη φορά που είδε την δύναμη και των τεσσάρων τους στην Βάγκναρ.
  Τότε που η φωνή της γης που κάλεσε οργισμένη η Νερίσσα και ταρακούνησε το έδαφος ολόκληρο σπάζοντας τις πέτρινες γέφυρες της Βάγκναρ στα δυο, καταπίνοντας σπίτια και ζωές, τότε που ο άνεμος που διέλυσε τις στέγες των σπιτιών και άθελα του επικαλέστηκε ο Άλεξ και τα πανύψηλα αφρισμένα κύματα που έπνιξαν τους κατοίκους της πόλης, τα οποία μανιασμένα διέταζε η Ντόμινο, τότε, τότε η φωτιά της Μάγια ήταν η μόνη πηγή καταστροφής που εξέπεμπε τόση διεστραμμένη ομορφιά, καθώς η σκοτεινή πόλη που δεν είχε δει το φως για δυο αιώνες φωτιζόταν για πρώτη φορά από πολλούς πύρινους ήλιους. Και μισούσε τον εαυτό του που εκείνη την καταραμένη μέρα κοίταζε άπραγος τις φλόγες της να γλείφουν τα σπίτια καινα τρώνε τις σάρκες των ανθρώπων χωρίς να κάνει τίποτα, μισούσε τον εαυτό του που η έμφυτη δύναμη της, μια δύναμη που δεν επέλεξε ποτέ και της δώθηκε με κριτήριο τον πόλεμο, μισούσε τον εαυτό του που για ένα λεπτό και μόνο εκείνη την μέρα, μπόρεσε να καταλάβει και να δει μουδιασμένος εκείνο που την τράβηξε σε εκείνο τον χορό των φόνων.
   Πίσω από τα μάτια του Βεν, πίσω από το σώμα της, η Μάγια όντως δεν βρισκόταν εκεί. Σκοτάδι. Και εκείνη η σιωπή που κανένα ανθρώπινο ον δεν θέλει ποτέ να βιώσει. Έτρεχε ανάμεσα στις τεράστιες κολώνες που ξεφύτρωναν από το μαρμάρινο πάτωμα, έτρεχε έτρεχε προς την κατεύθυνση εκείνου του μαύρου που κατάπινε τα πάντα αλλά δεν υπήρχε τίποτα αριστερά, τίποτα δεξιά τίποτα πίσω και τίποτε μπροστά από εκείνην την ατέλειωτη σκοτεινή αίθουσα.
   Γιατί δεν είχε προλάβει? Γιατί δεν είχε νοιαστεί να αναζητήσει την μικρή πριν την επίθεση? Γιατί ο ταραγμένος νους της ήταν μόνο στα τάγματα όταν ειδοποιήθηκαν για τον στρατό που πλησίαζε την πόλη? Γιατί δεν έτρεξε πιο γρήγορα?
  Τα καρφιά με τα οποία η Ντόμινο είχε καρφώσει την Ιρένα, εκείνα τα καρφιά τα ένιωθε στο κεφάλι της, σαν να προσπαθούσε να εξιλεωθεί για το παιδί ζώντας το μαρτύριό του. Το αίμα του είχε ήδη πήξει όταν έφτασε, το κορμάκι της ήταν ήδη παγωμένο, δεν πρόλαβε να δει ούτε έναν τελευταίο σπασμό ζωής μέσα της. Και οι ενοχές τσιμπούσαν το σώμα της, έκοβαν κομμάτια σιγα σιγά με τα ράμφη τους, εκείνα τα πουλιά που την συντρόφευσαν τόσες ώρες στο παρελθόν ήταν πάλι εδώ.
   Κούνησε απότομα το κεφάλι της, όπως το κούναγε όταν εκπαιδευόταν ακόμα και η Ντόμινο ούρλιαζε τα παράπονά της μέσα στα αυτιά της. Την χτυπούσε με ξύλα στα πόδια και πέταγε ατσάλινα λόγια ουρλιάζοντας για την τεχνική της, για το αδύναμο κορμί της, για τους καβγάδες με τα άλλα παιδιά στα υπόγεια, για το κλάμα που δεν έπρεπε να είχε ρίξει στην προπαίδευση. Και ακόμα και να την θύμωναν κάποια από τα λόγια εκείνα, εκείνη την ασημένια φιλόδοξη εποχή, κούναγε με αυτοπεποίθηση το κεφάλι, την κοίταζε θαρραλέα στα μάτια και χαμογελούσε ειρωνικά. Μια φορά, απάντησε στο σχόλιο για την αντοχή στον πόνο με το να μπήξει απότομα το μαχαίρι της στην παλάμη της κοιτώντας με μάτια που έκαιγαν την Ντόμινο.  Εκείνη της είπε τότε γελώντας ότι η επίδειξη και η αλαζονεία της δεν μπορούν να καλύψουν το ότι παραμένει αδύναμη. Αλλά η Μάγια συνέχισε να χαμογελά, διότι είχε δει αυτό που ήθελε, μικρά κομματάκια έκπληξης και ίσως υπερηφάνιας στα μάτια της Ντόμινο.
  Γιατί τα θυμόταν τώρα όλα αυτά? Την περίοδο της σαπισμένης δόξας της, τα εγκλήματα που διέπραξε, την δίψα για κυριαρχία. Τι σχέση είχαν αυτά με τον θάνατο του παιδιού?
  Κι όμως οι μνήμες εκείνες την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Είδε ότι βρισκόταν στην υπόγεια αίθουσα του σκάφους, ότι είχε νυχτώσει και ότι ο Βεν καθόταν αμίλητος μπροστά της. Διαπίστωσε ότι καθόταν όρθια με κρεμασμένα τα χέρια και τα μάτια καρφωμένα σε ένα από τα άπειρα είδωλά της μέσα στους καθρεύτες. Δοκίμασε να κουνήσει τα άκρα της, και όταν διαπίστωσε ότι μπορούσε, κούνησε απότομα το κεφάλι της όπως τότε και κοίταξε με καθαρό βλέμμα τον Βεν.
''Την θέλω νεκρή. Την θέλουν νεκρή. Την θέλεις νεκρή''.
 Τα λόγια της τάραξαν τον Βεν, που πετάχτηκε ζωηρά από το πάτωμα και την κοίταξε ανήσυχα.

  ''Για αυτό βρίσκεσαι εδώ. Κοίμισε ότι σε σκοτώνει και αφιερώσου στον στόχο που μας ενώνει, τόσους διαφορετικούς ανθρώπους κλειδωμένους εδώ μέσα, συνεργάσου, βγάλε την ενέργεια που σε καταστρέφει στο ταξίδι μας'' της είπε προσέχοντας αυτή την φορά μια μια τις λέξεις του, νιώθοντας όμως το κενό ανάμεσά τους να μεγαλώνει νοητά. Η Μάγια τον κοίταξε ξανά, και τώρα είχε το γνωστό σκληρό ύφος με το οποίο στόλιζε τον κόσμο του, λες και τα ψυχρά παγωμένα μάτια της φτιάχτηκαν για να του κραυγάζουν την ανάγκη για λογική και για ρεαλισμό.

  Εκείνη έκανε απότομα στροφή και βγήκε από την αίθουσα, κατευθυνόμενη προς τα πάνω. Ο Βεν την ακολούθησε μηχανικά νιώθοντας πιο άχρηστος από ποτέ, ανακτώντας όμως την ψυχραιμία του καθώς τα φώτα του διαδρόμου δυνάμωσαν και μπήκαν μαζί στην κεντρική αίθουσα. Σε αυτόν τον πόλεμο μόνο η σάρκα και ο εγκέφαλός του ήταν χρήσιμα.