Wednesday, August 31, 2011

Καλωσήρθες πίσω

  Γιατί το παρελθόν μου κρατιέται ακόμα τόσο γερά πάνω μου?

Υποτίθεται πως έφυγες όπως ήρθες. Έφυγες για τους λόγους που ήρθες. Έσβησε εκείνη η λάμψη στα μάτια σου, ο ακόρεστος πόθος του κυνηγού. Πίσω από την κούπα του καφέ ήσουν εκεί όμως. Και εκείνο το βράδι. Αριστερά από το σεντόνι μου. Εκείνο το τελευταίο βράδι με κοίταξες επικριτικά. Το βλέμμα σου ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Δεν μπορούσε όμως πλέον να με αγγίξει. Η μορφή σου μου ήταν οικεία, τα χέρια σου πλέον δεν με πάγωναν, ο καιρός τα είχε ζεστάνει.

   Τότε πως γίνεται να μου λείπεις? Εσύ, το κορίτσι που έκλαιγε θάνατο, υπήρχες μόνο στις σκιές. Στις γωνίες που κανείς δεν ψάχνει. Στο δέρμα μου. Και με κράταγες σφιχτά, τα δάχτυλά σου ενίοτε μπήγονταν με μανία στην καρδιά μου και την έπιαναν μέσα στο σώμα μου, έτσι για να ξέρεις πως κρατάς την ύπαρξή μου στα χέρια σου.
 
   Ονειρεύτηκα τόσο πολύ. Θεέ μου, πιο πολύ από κάθε άλλον άνθρωπο. Και αυτό με σκότωσε. Με έριξε στον πάτο, με ξέσκισε και με έκανε τέρας. Ονειρεύτηκα τον άνεμο, ο αέρας δεν χρειάζεται κανένα επίθετο, δημιουργήθηκε για να σε γεμίζει όταν όλα τα άλλα έχουν ησυχάσει. Ήταν εκεί και φύσαγε δυνατά, μικρές λέξεις μου μετέφεραν οι φυλλωσιές των δέντρων και χαμογέλαγα γαλήνια. Την μουσική που γέμιζε κλάμα το είναι μου. Ονειρεύτηκα εκείνη την απέραντη κοιλάδα με τα λουλούδια. Το όνειρό της ήταν να τρέξει ανάμεσα σε λουλούδια κάποτε. Χωρίς να περιμένει να σταματήσει ποτέ. Να τρέχει ατελείωτα μέσα από κάτι όμορφο. Όλες οι αισθήσεις της να ήταν σε εγρήγορση. Θα έβλεπε, θα μύριζε, θα ένιωθε τα λουλούδια. Θα άκουγε τον άνεμο που θα μαστίγωνε το πρόσωπό της. Και θα έτρεχε για πάντα, μακριά από γκρίζα γυάλινα κτίρια και ανθρώπους με άδεια ψυχή.

   Τίποτα, το κάθε ουρλιαχτό, το κάθε κλάμα, το κάθε σημάδι, η κάθε ανάμνηση είναι ακόμα εδώ μέσα μου, σπαρταράει, είναι ζωντανή. Με τυλίγει με χέρια που καίνε. Και νιώθω ξανά εκεί, κουλουριασμένη, μόνη. Δυνατή. Η δύναμη έτρεχε στα χέρια μου και είχε χρώμα πορφυρό. Η γεύση της σε ξύπναγε, οξύ που γελάει.

   Σιγά σιγά παίρνω πάλι τον δρόμο εκείνο. Και οδηγούμαι πάλι στην τρέλα. Στο τίποτα. Σε εκείνες τις νύχτες. Σε αυτό το ταξίδι μου πάλι στην κόλαση όμως, σκοπεύω να πάρω και άλλους μαζί μου.

Αυτό που μου έλειψε από αυτές τις νύχτες ήταν το ότι ήταν πάντα δικές μου.

Friday, August 26, 2011

Από όταν ήμουν 13

Θυμάμαι από όταν ήμουν 13,


Ένα κλουβί με χρυσά κάγκελα και τον πλούτο της Ανατολής και της Δύσης σκορπισμένο μέσα του.Τα κομμάτια που σκορπίσαμε στο άγριο γέλιο του ανέμου.Το δέρμα που ντύσαμε τα γυάλινα κορμιά μας.Την βροχή που μούσκεψε το εγώ μας.Τις αχτίδες ειρωνείας στις γιορτές.Κουνώντας άσκοπα το κορμί μας στον ρυθμό του ανθρώπου. Ψάχνοντας για μια στιγμή το ζώο που ουρλιάζει μέσα μας. Τα δάχτυλα μας που βυθίζονταν στον πόθο. Καταπίνοντας την φωτιά. Το ψέμα που κατακαίει αβάσταχτα τα δευτερόλεπτα μας.Άγριο γέλιο τρέλας.Πρωινά στην αγκαλιά των άλλων.Άνθρωποι.

Thursday, August 25, 2011

Κάποτε που είχα ανάγκη να γράψω. Νοέμβριος του 2010

  Δίπλα δίπλα σκαρφαλωμένοι άνθρωποι,κατά μήκος του φωτός.
  Παράλληλοι άντρες και παράλληλες γυναίκες,
  κυλάει ασβέστης στις φλέβες τους,
  στα μάτια τους ο ακόρεστος πόθος του κυνηγού

  Κάτω από πούπουλα και μάλλινα υφάσματα,
  πίσω από το δέρμα,πιο βαθιά από το αίμα,
  στα μύχια των νεύρων,των κυττάρων,
  πλανιέται η λευκή ουσία του ανθρώπου.

  Όπως τα ζεστά καραμελωμένα πρωινά του φθινοπώρου,
  ο άνθρωπος είναι φθινόπωρο και εκείνος,
  φθινόπωρο αδιάλλειπτο,απαράδεκτο,αφύσικο,
  δίνει την θέση του στον γέροντα άνεμο,
  τα κουρασμένα μαθουσάλεια φτερουγίσματά του,
  τον αχνό που σαλεύει στα φύλλα.

  Και μετά κραυγή,κρότος,έκρηξη πουλιών,
  γυναικείων δεσμών,θηλυκών και στρογγυλών,
  απαραβίαστων και αγαπημένων
  αρωματισμένων ανατολικά

  Σώπασε και μην μιλάς.χαμογέλασε,άπλωσε το χέρι σου,
  μια φέτα αθανασίας σε περιμένει,προσδοκά το σμίξιμό σας,
  με σάλπιγγες,χρυσή βροχή και κόκκινες λάμψεις.

  Εμπρός αγαπημένε,μάτωσε από την βροχή: σφυροκοπά στα χνώτα σου.
  Σβήνουν οι χρυσοπόρφυρες ανατολές που από μακριά ατένιζες.
  Και θα ρυτιδιάσει ο νους,θα γυρίσουν ανάποδα οι δείκτες του χρόνου,
  του χρόνου που όρισες εσύ,εσύ ο άνθρωπος.

  Και θα απομείνουν στάχτες ανθρώπινες,
  Κομμάτια από μπούκλες στοιχειωμένες που χτένιζε η Χ.,
  Το ιερό ποτό της νιότης που είχε πιει κάποτε ο Χ.
  Και θα διαλύθούν στην σκόνη,θα διαλυθεί το δέρμα,
  οι βόστρυχοι οι παιδικοί,τα νεύρα,οι φλέβες,το αίμα.

  Θα δεις μαριονέτες να γίνονται σκόνη στη σιωπή αγαπημένε

Friday, August 5, 2011

Για πάντα και ποτέ

    Η ησυχία είναι πολύπλοκο θέμα. Άλλες φορές καθαρίζει το μυαλό σου όπως τίποτε άλλο, και άλλες φορές σε τυλίγει με μοναξιά.
   Η ζωή είναι πολύ μεγάλη για να ονειρεύεται μια 17χρονη. Ταυτόχρονα όμως κάποια πράγματα δεν μπορούν να περιμένουν. Οι επιλογές μας σε τόσο νέα ηλικία υποτίθεται πως δεν έχουν συνέπειες. Όλα φτιάχνονται και προχωράς στην ζωή σου.

  Και αν επιλέξεις να αποτελέσεις την εξαίρεση?

  Χρειάζομαι θάλασσα, χρειάζομαι ύπνο, ποτό, χρειάζομαι την Δάφνη και όχι την Μάγια.

  Τα χέρια σου με γνωρίζουν. Τα χέρια σου μου μιλάνε. Ξέρεις να μου πειράζεις τις αφέλειες όταν γλαρώνει το βλέμμα μου, να μου πιέζεις απαλά την μύτη σαν να είμαι μωρό όταν στεναχωριέμαι. Να με χτενίζεις σαν μικρό κοριτσάκι, και να με κρατάς σαν νεογέννητη ηλιαχτίδα.

  Ξέρω να βγάζω τα ποτάμια της οργής μου στην θάλασσά σου. Και να σε κατηγορώ για τα δικά μου λάθη.
  Κάποτε μου είχε πει κάποιος: ''Εσύ ξέρεις μόνο να αγαπάς. Φωνάζεις και αγαπάς, χτυπάς και αγαπάς, κλαις και αγαπάς. Ζητάς όμως την ίδια απεριόριστη αγάπη από κάθε άτομο που μπαίνει στην ζωή σου, σαν ορφανό παιδί. Μάθε πως κανείς δεν θα ενδιαφερθεί''
Θέλω να μάθω κι άλλα για σένα και για μένα. Πρέπει να μάθω κι άλλα. Σε παρακαλώ, συνέχισε να πιστεύεις σε μένα.