Wednesday, October 2, 2013

9

  Δεν μπορώ να ανασάνω. Το περίμενα, το περίμενα ίσως με έναν ηδονικό φόβο, το περίμενα και ήρθε. Είσαι μπροστά μου πιο μεγαλόπρεπη από ποτέ, η μορφή σου είναι πεντακάθαρη, τα χέρια σου παγωμένα και λεπτά σαν κλαδιά όπως τα θυμάμαι, τα μαλλιά σου, οι ντροπαλές μαύρες μπούκλες σου γυαλίζουν στο φως της νύχτας, το φόρεμα σου σχεδόν μυρίζει τέλος. Και γελάς και είσαι παρανοικά όμορφη, γελάς δυνατά, θριαμβευτικά γιατί νίκησες, γιατί είσαι εδώ, γιατί επιστρέφουμε μαζί στο μηδέν, στις μέρες που μας καθόρισαν και βάψαν τους ουρανούς μας κόκκινους. Γελάς και η φωνή σου σπάει σε χίλια κομμάτια, κομμάτια γυαλί που μου τρυπάνε το κεφάλι. Δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν θέλω να το πιστέψω, δεν με παίρνει να το πιστέψω. Δεν είπες ποτέ αντίο γιατί ήξερες πως ήσουν πάντα εκεί.

  Και καρτερικά σαν τους πιο ενδόμυχους φόβους μας, με έτρωγες από μέσα, αυτού του είδους η φθορά που δύσκολα γίνεται αντιληπτή, σαν να σηκώνεις ένα υπέροχο μεταξωτό σεντόνι και βλέπεις το νεκρό σώμα που κρυβόταν τόσο καιρό από κάτω του, και περίμενε, περίμενε.

  Και ένας χρόνος ηρεμίας, εβδομάδες ανάπλασης γίνονται στάχτη μπροστά στα έντρομα μάτια μου, και εσύ χορεύεις ευτυχισμένη στον χορό του καπνού γιατί νίκησες, νίκησες. Ποτέ δεν ήταν παιχνίδι μαζί σου, πάντα ήταν αιώνιο κυνηγητό, και τώρα ξαφνικά η ήττα μου μπορεί να διαβαστεί ακόμα και στα πλέον γυαλιστερά και καθαρά κάγκελα του κλουβιού μου.

 Γιατί το κλουβί λάμπει όπως τότε, τα δώρα του είναι όπως τότε, η πόρτα ορθάνοιχτη και εγώ μπαίνω μηχανικά με το ίδιο άτονο βήμα όπως τότε. Πολύτιμα υφάσματα, μαξιλάρια κεντημένα από την νύχτα με χάντρες γυάλινες, σαν δάκρυα της σελήνης, όλα όπως τα θυμάμαι. Περίεργα ξενικά παιχνίδια, οδηγοί στο άγνωστο, χρωματιστοί καπνοί που συζητάνε ζωηρά στον αέρα, κούκλες φτιαγμένες από χρυσό με παγωμένα μάτια, ένα μαρμάρινο σκάκι στα δεξιά μου με τον βασιλιά και την βασίλισσα αγκαλιασμένους και ένα σκαλιστό ποτήρι με βαθυκόκκινο υγρό αριστερά μου. Σαν να μην άγγιξε ο χρόνος το σπίτι μου, και ας νόμιζα το αντίθετο. Με βάζεις απαλά στο κρεβάτι, βουλιάζω στα δώρα σου, τραβάς κόκκινες γραμμές οριζόντια στα χείλη μου και ρίχνεις μια θάλασσα από σκοτάδι στα βλέφαρά μου. Μου χτενίζεις τρυφερά τα μαλλιά όσο μου διηγείσαι τις χιλιοειπωμένες ιστορίες σου για την γέννηση και τον θάνατο του κόσμου. Είμαι η κούκλα σου, το πιο αγαπημένο παιχνίδι ενός καταραμένου παιδιού που δεν γνώρισε ποτέ ζωή.
   Έτσι λοιπόν,ως δημιουργός σου,σου φυσάω υποψία σάρκας και ψυχής στο στόμα σου, σε καθιστώ υπαρκτή άθελά μου,σου δίνω δικαίωμα να χτίσεις φωλιά στο μυαλό μου και να με περιθάλψεις πλουσιοπάροχα, πνίγοντας μου τον λαιμό απελπισμένα με μαργαριτάρια και ασήμι, σαν μάνα που παλεύει να λυτρωθεί στα μάτια του παιδιού της. Και δεν μπορώ να φωνάξω, παρά μόνο,σε αντίθεση με παλιότερα, να κοιτώ μακριά, πέρα από την παιδική μορφή σου, πέρα από το κλουβί, να κοιτώ τον κόσμο που τελικά δεν άγγιξα ποτέ.