Friday, July 15, 2011

Μι, άλφα, γάμμα μυστήριο, γιώτα γλυκό και άλφα ξανά

   Σκεφτόμουν το όνομά μου. Όχι το όνομα που με ξέρει ο κόσμος, αλλά το όνομα που με γνώρισε πρώτη φορά ο άνεμος όταν ήμουν 11. Μάγια.

   Μάγια στα Ινδικά θα πει όνειρο
   Στα Ιαπωνικά θα πει σπουδαία
   Στην γλώσσα Ταμίλ θα πει μαγική
   Στα τούρκικα σημαίνει μεταμόρφωση
   Στα νεπαλέζικα θα πει αγάπη

Σκεφτόμουν οτιδήποτε το πότισε ως τις ρίζες του.

Το πως δείχνει.Τα κομμάτια που πάλευα κλαίγοντας να μαζέψω. Πώς μαζεύεις τον εαυτό σου όταν έχει σκορπιστεί στο πάτωμα? Το όνομα αυτό έχει μαυρίσει από την νικοτίνη και την πίσσα. Μυρίζει φωτιά. Από το οινόπνευμα καθαρίζει πάλι το χρώμα του, ανοίγει και προκαλεί. Η μυρωδιά οξύνει τις αισθήσεις και ξυπνά. Κάνει ερωτήσεις μεθυσμένες. Σαν να σαλεύει το ίδιο το όνομα, χορεύει αργά με κλειστά μάτια. Ύστερα παίρνει το χρώμα του δέρματος. Το απαγορευμένο χρώμα. Και φωτίζει και αναστενάζει. Δίνει και δέχεται. Το χρώμα προκαλεί το ίδιο, φωνάζει αλήθεια. Και ξαφνικά το κόκκινο καλύπτει τα πάντα, το μι, το άλφα και το μυστήριο γάμμα, το γλυκό γιώτα και ξανά το άλφα. Το αίμα δεν έχει φωνή. Δεν μιλάει, δεν ακούγεται. Απλά καλύπτει τα πάντα με σιωπή. Μυρίζει καμμένη σάρκα. Μυρίζει αίμα το ίδιο το όνομα, τα γράμματα γυαλίζουν. Σαν να κρύβεται όλος ο κόσμος και όλος ο νους της γης σε κόκκινες σταγόνες.  Ξαφνικά το όνομα χάνεται. Μετά από λίγο όμως δεν χρειάζεται να το κοιτάξω, περπατάει στα χέρια μου. Χαιδεύει τον λαιμό μου και με γαργαλάει στο μάγουλο. Γελάω σιγανά. Πλέον δεν είναι εικόνα, είναι ο ίδιος ο άνεμος που με καλεί. Πόσο σπάνια με πότισε έτσι. Πόσο σπάνια δεν χρειάστηκε να δω για να πιστέψω.


Σκεφτόμουν την δύναμη. Την δύναμη του να κρατάς ψυχές στα νύχια σου. Να χαρακώνεις απαλά την ζωή τους. Την ασπίδα φτιαγμένη από βρεφικά δάκρυα. Τα μάτια που μαρτυρούσαν θάνατο. Μπορείς να τον πάρεις μαζί σου είναι η αλήθεια. Να τον βάλεις στην τσέπη σου και να σκαρφαλώνει στις κόρες των ματιών σου όταν αντικρίζεις άνθρωπο. Να τον κρύψεις σε ένα μενταγιόν που κινείται την νύχτα. Να τον σχεδιάσεις με μαύρο και λευκό χρώμα στην ζωή. Να τον φορέσεις, να τον αγγίξεις, πόσα μπορείς να κάνεις μαζί του. Πόση δύναμη σε εκείνα τα χέρια τα παιδικά. Σε εκείνη την φωνή. Βραχνή φωνή, φωνή σαν το νερό. Παίρνει σχήματα εκεί όπου κουρνιάζει. Σβήνω το φως. Σπάω την λάμπα. Μειδίασμα που δεν φαίνεται. Το όνομα Μάγια σημαίνει νύχτα.

Κανείς δεν χρειάζεται μια Δάφνη. Όλοι χρειάζονται όμως μια Μάγια.



Saturday, July 2, 2011

?

   Δεν καταλαβαίνω. Αλήθεια δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Ίσως πρέπει να αρχίσω να αλλάζω τον τρόπο που σκέφτομαι. Δεν βγάζει νόημα έτσι και αλλιώς.

Friday, July 1, 2011

Ο ακόρεστος κυνηγός

Diary Of Dreams-Painkiller http://www.youtube.com/watch?v=KgK1UXHLkgg

Και αναρωτιέσαι,κάτω από το φως της λάμπας,το φως της φωτιάς στο τζάκι,το φως των ματιών απέναντι σου,αναρωτιέσαι εάν τα άφησες όλα πίσω. Εκείνο το αδιόρατο μεθύσι της ψυχής,υπό νότες θανάτου,αναθυμιάσεις έρωτα και λευκών γυμνών κορμιών αλυσοδεμένων,κορμιών τσακισμένων,ματωμένων,υπέροχη η κατάρα της φθοράς, να σπαράζουν νοσηρά. Και το ζευγάρι μάτια που σε κοιτάζουν ανήκουν σε ένα ξεχασμένο κομμάτι σου,που απαρνήθηκες καιρό τώρα. Γιατί κανένας δεν είδε ποτέ την Κόλαση. Την νιώθεις στο πετσί σου,σε ξεσκίζει,σε κάνει να ουρλιάζεις δυνατά και να ψιθυρίζεις πονηρά,σε αφήνει να πλανιέσαι άυλη,σαν να μην έχεις σώμα. Γιατί όλα φωτίζουν πλέον,φωτίζουν,άσπρα μπλε και κίτρινα φώτα,φώτα που σου δίνουν χαρά,χαρά χαρά. Φώτα που σε εκνευρίζουν.
Αυτή η μάζα που σε περικυκλώνει από παντού. Την απαρνήθηκες καιρό πριν,για ένα χρυσό κλουβί,για μια αιωνιότητα στο τίποτα. Και να ένας δρόμος,μαγαζιά,φώτα και άνθρωποι,άνθρωποι τόσο ξένοι,τόσο γεμάτοι,τόσο ροζ,αφράτοι και στρουμπουλοί,με την κοιλιά γεμάτη κρέας και χόρτα,με απαίσια λευκά χαμόγελα, και εσύ τόσο άδειος,είναι παντού γύρω σου και σε πνίγουν,και εσύ ξαναβλέπεις αυτό το ζευγάρι μάτια,φοράει λευκό φόρεμα,ματωμένο από τα χρόνια,σε κοιτάει,δεν μιλάει,απλά σε κοιτάει και περιμένει. Ξέρει πως η παρουσία της και μόνο ξυπνάει αναμνήσεις.
Είχε τόσο λευκό δέρμα,που φάνταζε διάφανο,εύθραυστο,γεμάτο νιφάδες. Τόσο παιδικά χείλη,κόκκινα,σε πλήρη αντίθεση με τα πορσελάνινα μάγουλά της,και τόσο ώριμα μάτια,άσπρα κατάλευκα,δεν υπήρχε κόρη να σε καρφώσει δυνητικά,ήταν τόσο άδεια που σε τρόμαζαν,αράχνες κούρνιαζαν,φώλιαζαν. Και καθόταν τότε και έπαιζε μαζί σου,σου φόραγε μακριά φουστάνια,μετάξι και βελούδο,σε κουκούλωνε με πολύτιμα υφάσματα μέχρι το πρόσωπο,υπέροχες υφές και χρώματα που σε έπνιγαν,κάλυπτε το δέρμα σου με το λευκό του ουρανού,τα δάχτυλά σου με το ασήμι της νύχτας. Δεν χρειαζόσουν τίποτε άλλο,ω ναι,δεν χρειάστηκες ποτέ φώτα όσο είχες εκείνη,όσο ήσουν βυθισμένη σε ένα βουνό από μαξιλάρια κεντημένα από σελήνη,από σεντόνια,κοσμήματα και καπνούς χρωματιστούς της Ανατολής,αρώματα που ζαλίζουν,και μια κούπα με ένα βαθυκόκκινο υγρό που φώναζε άνθρωπος.
Αλλά τώρα έχεις τα φώτα. Και όταν σβήνουν εμφανίζεται πάλι εκείνη,τεντώνοντας το στόμα της σε μια απελπισμένη κραυγή που αρχίζει από κλάμα και κλιμακώνεται σε αλύχτισμα ζώου,έτσι που πετάγονται οι φλέβες στο κουρασμένο πρόσωπο της,χώνει τα νύχια της στο πρόσωπό της και το σκίζει απαλά,σφίγγει τα μάτια και στάζουν αλμυρό νερό,ορθώνονται τα σγουρά μαλλιά της και το σώμα της παραδίνεται στον χορό που ακολουθεί την κραυγή της,γιατί σου ουρλιάζει,μέσα στα αυτιά σου σφυροκοπάει ασταμάτητα η παιδική κραυγή της,τόσος πόνος στο κλάμα της,σε παρακαλάει να γυρίσεις,και έπειρα κατάρες,και ένα ήρεμο χαμόγελο θυμού ''Είσαι δική μου''. Και ξέρεις πως ότι άφησες πίσω σου κρατιέται ακόμα καλά από την άκρη του φορέματος σου,απλώνει τα λευκά λιπόσαρκα χέρια του απελπισμένα και σκαρφαλώνει ανυπόμονα με μανιασμένα μάτια,γρήγορα προς τον κόρφο σου,χαράζει χαρούμενα το κορμί σου,φιλάει το λαιμό σου,αφήνει έναν ηδονικό αναστεναγμό και ξανακατεβαίνει,αλλά δεν σταματάει ποτέ να κρεμιέται μητρικά από τα άκρα σου,και το σέρνεις παντού μαζί σου,αυτό το φρικτό τόσο οικείο πρόσωπο,αυτό το αγαπημένο κορίτσι που σου έδειξε εκστασιασμένο τον χορό της βροχής και μαζί σου ανακάλυψε το ταξίδι του καπνού στο μυαλό.

Είναι ακόμα εκεί και περιμένει.