Friday, September 6, 2013

Φοίνικας

   Το πτηνό που συμβολίζει την αναγέννηση. Ξαναέρχεται σε αυτόν τον κόσμο μέσα από τις στάχτες της φωτιάς που το έκαψε. Δεν καταλαβαίνω.

   Πώς να αναγεννηθείς όταν δεν ήσουν ποτέ ζωντανός? Όταν απλώς διαβαίνεις τους χώρους και τους χρόνους αυτού του κόσμου ως σκιά, προσπαθώντας να τον μάθεις, προσπαθώντας να καταλάβεις, προσπαθώντας να ξεφύγεις.

  Όχι, κανένας δεν μπορεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Όταν σβήνεις, αυτό που μένει δεν επιτρέπει αναγέννηση. Όταν έχεις σβήσει πάλι πάνω από μια φορά, και μόνο η σκέψη της καινούριας αρχής σε εγκαταλείπει με το που σε επισκέπτεται. Και με κάθε μικρό ή μεγάλο σου θάνατο, γίνεται κομμάτια η οποιαδήποτε δύναμη είχες κάποτε. Απλώς μαθαίνεις να ζεις με τον πόνο. Τον αγκαλιάζεις, τον κάνεις φίλο σου, του δίνεις όνομα και υπόσταση, μια θέση στο κρεβάτι σου και άλλη μια στον χειρισμό του μυαλού σου. Και ναι, τον υποδέχεσαι δίχως καμία αντίσταση, γιατί έχει μια γλυκόπικρη γεύση, μια αγκαλιά πιο ζεστή από εκείνη την ψεύτικη της ευτυχίας, μάτια πανέμορφα, που πετάνε φλόγες, μαύρες μπούκλες που γλιστράνε παιχνιδιάρικα σαν νερό στα χέρια σου, επιτιδευμένα χείλη που ψιθυρίζουν λόγια της νύχτας,

 Χωρίς καμιά αντίσταση. Παλεύεις με το ζόρι για να πεις ότι πάλεψες. Και αφήνεσαι στο αργό του νανούρισμα όλη σου την μικρή ζωή, του δίνεις όλο και περισσότερο χώρο στο είναι σου, κάνεις όλο και πιο εύκολο να ανοίξει με το παραμικρό η πόρτα που θα σε οδηγήσει στο ουρλιαχτό, στην απόγνωση, στο κενό. Και έτσι μεγαλώνουμε και πεθαίνουμε οι άνθρωποι με φίλο μας τον πόνο, γιατί είναι ο πιο πιστός φίλος που είχαμε ποτέ. Γιατί μας θρέφει, είναι πάντοτε πιστά στο ίδιο μέρος όταν τον αναζητούμε και βρίσκεται κρυμμένος σε κάθε μικρή λεπτομέρεια που ξεχνάμε να προσέξουμε όταν κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε.

  Και παραμένουν ασφαλή τα μυστήρια αυτού του κόσμου όσο παραδίδεσαι στον πιστό αυτόν σου φίλο με μια παιδική αφέλεια, με μια υποψία ανακούφισης. Και είμαι πάλι εδώ, μετά από τόσα χρόνια, μετά από τόσα ίδια κείμενα. Έρχεσαι μελαγχολικά, αυτή την φορά είσαι εδώ με μια αποστολή, έρχεσαι σιωπηλά και διακριτικά για να με λυτρώσεις από τον πόνο αυτού του κόσμου. Γιατί πιάνω το χέρι σου και είμαι στο μόνο μέρος που γνωρίζω και γνώρισα ποτέ ως σπίτι μου, στο μόνο μέρος που μπορούσα να με δω να μεγαλώνω μπροστά στα μάτια μου. Δεν υπάρχει πια βάρος, δεν υπάρχει πια εφιάλτης ούτε πνιγμός μέσα στα γενναιόδωρα λευκά χέρια σου, λευκά μέχρι το τέλος αυτής της ζωής. Ούτε ουρλιαχτό, ούτε ψυχή κομματιασμένη, ούτε απελπισμένη έκκληση βοήθειας. Όχι, αυτή την φορά υπάρχει ένα ζεστό γνώριμο κενό, οικείο από την μια αλλά τόσο διαφορετικό αυτή την φορά. Είσαι όμορφη, είσαι το πιο όμορφο παιδί του κόσμου, ένα δώρο με ματωμένο τίμημα.

 Γύρισα πίσω στο κλουβί μου, όπως δεν το είχα γνωρίσει ποτέ. Τα χρυσά του κάγκελα έχουν φθαρεί και σπάσει από τα όσα συνέβησαν μέσα του, το χρώμα του, άλλοτε δυνατό και πονηρό, τώρα έχει την ασφαλή ηρεμία κάτι καλά θαμμένου και ξεχασμένου. Άλλοτα έρχεσαι και άλλοτα φεύγεις σε αυτό το ταξίδι μου στα παλιά, έχεις πολύ καιρό να μου μιλήσεις εξάλλου. Και κοιτάω το σπίτι μου από όταν ήμουν παιδί και μοιάζουν όλα τόσο μακρινά, τόσο απίστευτα, που γελάω και κάθομαι εκούσια στην πηγή της πληγής. Δεν κυνηγάω να διώξω τις αναμνήσεις, δεν μπορώ εξάλλου και δεν πρέπει να το κάνω. Τις κάνω ουδέτερο απόηχο εποχών που λειτούργησαν ως μάθημα. Και σαν άνθρωπος γεννημένος σε αυτόν τον κόσμο, υποδέχομαι με σπασμένο χαμόγελο και χέρια μαριονέττας τον πόνο, στην καινούρια μορφή του. Γιατί μόνο εκείνος μας θυμίζει ότι τελικά είμαστε γυάλινοι, σκοτεινοί, ανέκφραστοι, αλλά άνθρωποι.