Wednesday, December 19, 2012

Συνομιλία (?) ν.6

 Επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται, γυρίζει ασταμάτητα μέσα στο κεφάλι μου και με τρελαίνει

Τα κομμάτια τους πέφτουν στο πάτωμα. Είναι πίσω μου. Είναι πίσω μας.

-Νιώθεις καλύτερα τώρα?
-Όχι.

  Μην φύγεις. Σε παρακαλώ. Πνίξε με πάλι στα χέρια σου, δεν πονάω. Δεν νιώθω πόνο πλέον. Με κούρασε πολύ η βροχή. Με κούρασαν τα χαμόγελά τους. Με κούρασαν πάλι όλοι τους. Και πηγαίνω πάλι πίσω, όταν προσπαθείς να ξυπνήσεις αλλά δεν θες. Δεν μπορείς να ξυπνήσεις. Το μισό σου κορμί βρίσκεται μέσα στο κεφάλι σου και το άλλο μισό στην πραγματικότητα. Και κάνει κύκλους, αέναους κύκλους.

 Υπάρχουν τόσα πράγματα γύρω μου που δεν μπορώ να καταλάβω. Και αντί να νιώθω έστω το παραμικρό ίχνος εξυπνάδας που τα βλέπω νιώθω χαζή, ανίκανη να τα κατανοήσω. Και τσατίζομαι με τον εαυτό μου γιατί υπάρχουν πράγματα που όντως δεν θα καταλάβω και δεν θα εκλογικεύσω ποτέ, ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος.

  Ξέρω όμως πως εγώ σε κάλεσα. Ήθελα να το κάνω εδώ και καιρό.

Σε κοίταξα στα μάτια και σου φώναξα μια παιδική μου απορία ''Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε μόνοι? Γιατί πρέπει να γεννηθούμε και να πεθάνουμε στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου? Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω. Θέλω να μείνω μόνη. Μόνη.''

 Το βλέμμα σου πήρε την απόχρωση του οίκτου. Με λυπόσουν, γιατί έβρισκες ηλίθια την απορία μου. Θεωρούσες δεδομένο ότι εγώ συγκεκριμένα θα ήξερα την απάντηση. Με ρωτάς γιατί.
 'Κάποιος μου έμαθε κάποτε πως η μοναξιά συνεπάγεται την απόλυτη ελευθερία'' σου απάντησα.
'Σου το έμαθε. Σου το δίδαξε. Σε έκανε να το πιστέψεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ισχύει.'

'Πες μου!΄της φώναξα και κρεμάστηκα από τα χέρια της. ΄Δείξε μου, μάθε μου! Οδήγησέ με! Δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου'. Και γέλασες πικρά και ειρωνικά. 'Θυμήσου! Άνοιξε τα μάτια σου και δες επιτέλους!'. Και κοίταξα. Και για πρώτη φορά, είδα.

 Η λέξη συναισθήματα μου σπάει τα νεύρα. Μου φαίνεται πολύ κοινή και αστεία για κάτι τόσο καταλυτικό στις ζωές μας. Τα συναισθήματα του ανθρώπου είναι άσχημη παγίδα. Είναι μικρές βόμβες που απαιτούν εξωτερίκευση, φωνάζουν και παρακαλούν για έκρηξη. Υποτίθεται πως ότι νιώθει ο άνθρωπος συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του, τότε όμως γιατί έχει αυτή την ακατανίκητη επιθυμία να το βγάλει από μέσα του; Να τ δείξει σε έναν άλλον άνθρωπο; Πρέπει να το προβάλλει σε εκείνον με κάποιο τρόπο. Γιατί αλλιώς θα τρελαθεί.

 Πήγαινα πάνω κάτω στο κλουβί σαν αγριεμένο ζώο. Με κοίταζες ήσυχα καθισμένη στην γωνιά σου. Αυτή την φορά θα με άφηνες να τσουρουφλίσω το κεφάλι μου μόνη μου, το ήξερα. Δεν θα έβγαζες λέξη.

 Και σκεφτόμουν για όσα συμπέρανα. Ναι, έβγαζαν νόημα, έβγαζαν πολύ νόημα σε μένα. Πότε όμως η δική μου λογική ακούστηκε σωστή στους γύρω μου? Γιατί κάπου πρέπει να τα πω όλα αυτά. Γιατί, όπως είπα πιο πάνω, υπάρχει αυτή η ανάγκη να βγουν προς τα έξω.

 Και πότε είναι κάποιος πραγματικά ελεύθερος? Όταν είναι μόνος του; Η μοναξιά δεν είναι φυλακή; Δεν είναι κλουβί με χρυσά κάγκελα;

 Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω. To κεφάλι μου κοχλάζει και βουλιάζω πάλι. Βουλιάζω όπως τότε.

Ίσως όταν φτάσει κανείς στο σημείο να θέλει να δώσει ό,τι έχει μέσα του στον άλλον, ίσως τότε να είναι ελεύθερος. Γιατί δεν έχει μείνει τίποτε που να μαζεύεται και να τον τρώει. Τα έχει δώσει όλα. Ίσως την πραγματική ελευθερία την αγγίζει κανείς μόνο μέσω του άλλου.

 Και οι νύχτες? Και τα παιχνίδια με το μυαλό σου? Και το κλειδί που πέταξες? Το κλουβί κλείδωσε. Εσύ η ίδια το κλείδωσες.

 Πάλι παραληρώ δίχως νόημα. Ακόμα δεν μπορώ να γράψω. Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω ξανά. Δεν πειράζει. 
 






Thursday, November 29, 2012

??

   Το δέρμα μου καίει. Σαν να υπάρχει κάτι απροσδιόριστο από κάτω του που παλεύει να βγει στην επιφάνεια. Σαν να υπάρχει κάτι που ξέχασε να κοιμηθεί απόψε όπως κοιμόταν τόσο καιρό. Ανυπομονεί να απελευθερωθεί.

   Μετά από τόσα χρόνια σαν να γέρασες. Σαν να έζησες μαζί μου όλο τον πόνο του κόσμου. Υποχρεωμένη να μην μιλήσεις. Υποχρεωμένη να τα καταπίνεις όλα. Μαζί στον κύκλο αυτό.

  Το να καταπιέζεις αυτό που πραγματικά θέλεις το μόνο που προκαλεί είναι άγχος και χάος. Γιατί το θέλεις. Και είναι καιρός να το παραδεχτείς στον εαυτό σου και να κομματιάσεις κάθε απόπειρα δικαιολόγησης των πράξεών σου.

Μπλα μπλα μπλα.

 Πόσες φορές τα έχω γράψει αυτά? Πόσα βράδια κάθισα με γουρλωμένα μάτια και τρεμάμενα χέρια και έγραψα τα ίδια πράγματα? Δεν υπάρχει πλέον λόγος να γράφω. Γιατί το δέρμα μου καίει, το μυαλό μου γίνεται στάχτη και είναι καιρός να ξυπνήσω.

Είναι καιρός να ξυπνήσω.

Είναι?

Είναι τόσο ζεστή η αγκαλιά σου. Το δέρμα σου είναι τόσο τραχύ αλλά με κάνει να νιώθω ασφάλεια, γιατί εγώ η ίδια ανά πάσα στιγμή μπορεί να σπάσω. Και κάθομαι και χτενίζω τις μπούκλες σου. Σκουπίζω το αίμα από τα μάτια σου. Κοιτάζω μέσα και προσπαθώ να δω κάποιο σημάδι ζωής. Τίποτα. Τα μάτια της είναι όσο άσπρα ήταν και την μέρα που πρωτοήρθε σε μένα.

  Με κοιτάζει. Κατά βάθος έχει κουραστεί και εκείνη από αυτό το παιχνίδι παράνοιας. Πέρασαν τα χρόνια. Μεγάλωσα. Με χαιδεύει απαλά. Δεν μπορεί να μιλήσει πια. Και η μορφή της σιγά σιγά χάνεται. Πόσες νύχτες μου φώναζε πνίγοντας με ότι είμαι δική της? Και τα λιπόσαρκα χέρια της τυλίγονταν γύρω από το στόμα μου και τον λαιμό μου, μπαίναν μέσα στα μάτια μου και με κυνηγούσαν όπου και να βρισκόμουν. Όσο και να πόναγα όμως, κατά βάθος χαιρόμουν. Γιατί έτσι ένιωθα ζωντανή. Δεν ήμουν μόνη.

  Δεν μπορώ να την μισήσω. Με έκανε ότι είμαι. Και είναι ακόμα εδώ, μετά από τόσα χρόνια. Και φοβάμαι, φοβάμαι τόσο πολύ να φύγει. Φοβάμαι τις νύχτες που θα ψάχνω εκείνη την αρρωστημένη ηδονή που μου έδινε και δεν θα την βρίσκω. Και η πραγματικότητα θα είναι το μόνο πράγμα που θα με κάνει να ουρλιάζω ξανά.

Sunday, September 9, 2012

.

    Kι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο. Μέχρι να τσακιστώ στα βράχια του μυαλού μου.

  Όσοι έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν, πονάνε καθημερινά για τις γνώσεις τους. Όσοι κολυμπούν στην άγνοια έχουν αυτό το ηλίθιο χαμόγελο του ''πίστευε και μη ερεύνα''. Έχουν χαμόγελο όμως.

  Και που γνωρίζεις τι κέρδισες? Πάντα υπάρχει κάποιος που θα γνωρίζει πολύ περισσότερα, θα βλέπει πολύ πιο καθαρά από εσένα και δεν θα χάσει ευκαιρία να στο χτυπήσει στην μούρη. Όλοι παιχνίδια είμαστε, πατάς ένα start στον άλλον και ελπίζεις να μην χάσεις προτού χάσει εκείνος.

  Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Ενώ θα έπρεπε να έχουν ξεδιαλύνει όλα τώρα θολόνουν πιο πολύ.

  Τελείωσε. Πάλι τελείωσε λοιπόν.

  Το να γαμιέται το μυαλό σου δεν ήταν ποτέ ξανά πιο σαδιστικό από τώρα.

Tuesday, September 4, 2012

Συγκομιδή

   Έχω καιρό να γράψω. Να γράψω για στάχτες και αναγέννηση, τσαλακωμένα σεντόνια και δάκρυα, μαλλιά που κολλάνε από το αλκοόλ και πληγές που δεν γιατρεύτηκαν ποτέ. Και ένας αέρας αλλαγής που με πήρε μακριά.

   Τίποτε δεν πρέπει να μένει πίσω. Τϊποτε. Καμία πληγή, κανένα άρωμα, κανένα τραγούδι και καμιά αγκαλιά. Οι αναμνήσεις είναι ότι πολυτιμότερο έχουμε. Γλυκές και ταυτόχρονα αυστηρές. Η ιστορία μου, αυτό που κρύβεται πίσω από το δέρμα και το μυαλό μου, η ιστορία μου με έκανε ότι είμαι σήμερα. Και είμαι περήφανη για αυτό. Και θα την πετάω στην μούρη όποιου έχει το κουράγιο να την ακούσει. Την ιστορία μου.

   Όσο μεγαλώνω όλα βγάζουν νόημα. Κοιτάω πίσω και βλέπω ένα παιδί που πονούσε. Μικρή μου Μάγια, η ζωή δεν τελειώνει στα 16!

  Μεγαλώνω, αλλά δεν ξέρω αν είμαι ακόμα έτοιμη για καφέδες στο Σύνταγμα, βόλτες για ψώνια, ''τι κάνεις'' και ''καλά είμαι εσύ'', χτένισμα εφημερίδων για δουλειά και δίπλωμα οδήγησης, μπάνιο σε κάποια παραλία με δυνατή μουσική, διακοπές σε κάποιο νησί, πρωινό ξύπνημα. Ρέει η δύναμη που μου μένει σε όλα αυτά, ρέει μηχανικά γιατί έτσι πρέπει. Άκουσες? Έτσι πρέπει. Είτε το θέλω είτε όχι, πρέπει. Είμαι μεγάλο κορίτσι τώρα. Ε?

  Αλλά δεν είμαι έτοιμη. Θέλω και άλλα λευκά ξυπνήματα σε κρεβάτια. Θέλω και άλλο τρέξιμο σε σκοτεινούς δρόμους με ένα μπουκάλι. Τρέχοντας χωρίς λόγο. Θέλω και άλλα ''στα'λεγα''. Και κοχύλια. Και να κάνω κούνια με ένα τσιγάρο στο χέρι σαν να ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Κι άλλη φωτιά στα χέρια μου. Κι άλλα γαμημένα αστέρια. Κι άλλο. Κι άλλο.
 
 Και μπήγω τα νύχια μου ερωτευμένα σε εκείνα τα μάτια για να τα κρατήσω κοντά μου.

Wednesday, August 8, 2012

Όνειρο (?)

     Τρέξε Δάφνη, τρέξε! Είναι κάπου εκεί μπροστά σου, την βλέπεις? Πάντα τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά σου! Ώρες ώρες η φιγούρα της θολώνει, άλλες φορές είναι πεντακάθαρη και τόσο κοντά σου, ώστε νομίζεις πως μπορείς να την αγγίξεις. Αλλά δεν μπορείς. Αυτός είναι και ο λόγος της ύπαρξής της.

    Κοίτα τα φλόγινα μαλλιά της που χορεύουν στον ήλιο. Ματωμένες μπούκλες. Το λευκό της δέρμα λες και βγάζει μια δύναμη. Μια δύναμη που γνωρίζεις πως δεν θα αποκτήσεις ποτέ. Τρέχει μακριά σου ασταμάτητα. Εσύ την δημιούργησες. Εσύ ζωγράφισες κάθε φακίδα στο πρόσωπό της. Εσύ έδωσες λάμψη και ζωή σε εκείνα τα πράσινα μάτια. Και τώρα σε τρώει ζωντανή.

   Και παίζεις το παιχνίδι της. Τρέχεις προς εκείνη, τρέχεις προς το ιδανικό. Όλη σου η ζωή μέχρι στιγμής ήταν αυτό το αρρωστημένο ταξίδι. Όλες οι φιλίες, όλες οι σχέσεις, τα πάντα προκλήθηκαν από αυτό το παιχνίδι. Και τα πάντα τελείωσαν λόγω αυτού.

  Το όνομα Μάγια θα πει όνειρο σε πολλές γλώσσες. Η λέξη όνειρο για μένα δεν είναι ευχάριστη ούτε όμορφη. Είναι τρομακτική. Το όνειρο συμβαίνει στο υποσυνείδητό σου. Φυτρώνει ελπίδες και φιλοδοξίες στο μυαλό σου, άτομα που δεν έπρεπε να υπάρχουν εκεί, φαντασιώσεις και χαρά. Για να στα πάρει όλα με το ξημέρωμα. Να σε ρίξει βίαια στην πραγματικότητα, να σου φωνάξει πόσο άπιαστη είναι η λέξη όνειρο. Όνειρο θα πει εκείνο το αιώνιο τρέξιμο προς την Μάγια.

  Και πρέπει να επιλέξουμε, αγαπημένη. Αν θα θάψουμε όλα εκείνα τα ένστικτα και τις κρυφές σκέψεις βαθιά μέσα στο κεφάλι μας. Εκείνα τα ένστικτα που μας οδήγησαν πριν λίγο καιρό στην καταστροφή, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο επιτακτικά, μας διατάζουν τόσο συχνά, ώστε ώρες ώρες θέλω να ουρλιάξω στην μούρη όποιου έχει το κουράγιο να με ακούσει και να σπάσω τα πάντα.

 Μπορούμε επίσης να τα θάψουμε βαθιά, για χάρη κάτι καινούριου που ξεκινά, μιας νέας χρονιάς, μιας φυσιολογικής και ήρεμης ζωής εν ολίγοις. Να πνίξουμε τον εαυτό μας ώστε να μην τα κάνουμε όλα πουτάνα.

  Μέχρι να με κοιτάξεις πάλι κοροιδευτικά με εκείνο το ύφος. Να μου απλώσεις το χέρι και να πέσω πάλι σε ότι κρύβει το υποσυνείδητό μου.

Friday, July 27, 2012

Παραλήρημα.

   Πες μου ότι όλα θα πάνε καλά. Σε παρακαλώ, το χρειάζομαι απόψε.

  Πολλά τσιγάρα, πολύ αλκοόλ. Δεν νιώθω το δέρμα μου πια.

  Με κατέστρεψες και τώρα ζητάς τα ρέστα. Αστείο ε?

  Το σώμα μου είναι βαρύ. Γέρνω προς το σκοτάδι. Προς αυτή την τεράστια μαύρα τρύπα που ετοιμάζεται να με ρουφήξει. Χωρίς φωνές και παρακάλια. Χωρίς αναστολές. Χωρίς δάκρυα. Απλά θα πέσω σιωπηλά. Θα με ρουφήξει για πάντα.
 
  Με κούρασε η θάλασσα, με κούρασε ο ήλιος. Θέλω λίγη βροχή ξανά, θέλω λίγη Μάγια ακόμα. Με κούρασες εσύ, και εσύ, και ο άλλος, όλοι σας. Πάρτε τις ψυχώσεις και την μαλακία που γαμάει τον εγκέφαλό σας καθημερινά και βάλτε τα στον κώλο σας. Γέμισα προβλήματα και ξένο πόνο και ξέχασα τα δικά μου. Άντε γαμηθείτε μαζί με αυτά. Θέλω την ησυχία μου. Θέλω να μείνω μόνη.

  Τι με κοιτάς πάλι? Αφού ξέρεις τι θα πω πριν καν μιλήσω. Για πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτή η κοροιδία? Αυτό το γαμημένο παιχνίδι? Κουράστηκα. Τράβηξε πολύ αυτή την φορά. Φύσα τον καπνό σαρκαστικά στην μούρη μου και πήγαινε για ύπνο. Με κούρασες και εσύ.

 Πέφτω. Πέφτω πάλι. Δεν έχω από πουθενά να κρατηθώ. Μια μάζα γύρω μου με πνίγει. Κουνάω σαν ψάρι που σπαρταράει τα χέρια μου, ψάχνω ψάχνω από κάπου να κρατηθώ. Αλλά συνεχίζω να πέφτω, τόσο μα τόσο αργά. Άραγε έχει πάτο αυτή η τρύπα?

  Και πέφτοντας μεγαλώνει ένα συναίσθημα σχεδόν ξένο στο είναι μου. Θυμός. Θυμός για όλα, θυμός για όλους. Ένα μεγάλο ''άντε γαμήσου'' σε όλους όσους με ρίξαν σε αυτή την τρύπα. Μια διάθεση να κάνω κάτι τελείως έξω από εμένα: Να χτυπήσω όποιον με πληγώνει και τον αφήνω να το συνεχίσει. Να βρίσω την στιγμή που θα ακούσω κάτι που δεν μου αρέσει. Να σταματήσω να κρύβω το πόσο σιχαίνομαι ώρες ώρες τις πίπες που ακούω αριστερά δεξιά. Να ακούω την μαλακία και να φωνάζω ''σκάσε, βαρέθηκα να σε ακούω και να παριστάνω ότι σε προσέχω''.

  Θυμώνω και δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω γιατί κρατιέμαι. Δεν καταλαβαίνω τι με κρατάει από τότε που γεννήθηκα και διατηρώ ένα γαμημένο ήρεμο χαμόγελο σε ότι μου πετάνε. Στα αποφάγια που δέχτηκα αδιαμαρτύρητα να φάω. Στον πόνο, στις φλόγες μέσα από τις οποίες πέρασα. Και το μόνο πλάσμα σε αυτό το απέραντο σύμπαν που να έχει δει την φρίκη να χορεύει τρελαμένη στα μάτια μου να είσαι εσύ. Να έχεις ακούσει πως είναι η φωνή μου όταν παρακαλάω να σταματήσει. Να έχεις νιώσει τον θυμό να ρέει στα χέρια μου και να ξεχύνεται στον εαυτό μου. Να έχεις ακούσει ψιθυριστά αυτό εδώ το βραδυνό παραλήρημα.

  Κι άλλο παραλήρημα όσο πέφτω. Σπασμοί σε όλο μου το κορμί. Φεύγουν κομμάτια από την Δάφνη. Γίνονται σκόνη στο κενό.

Θέλω την ησυχία μου.

Thursday, July 19, 2012

.

     Γιατί σήμερα? Γιατί τώρα? Γιατί?

   Δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα.

 Γιατί να γυρίσεις τόσο βίαια? Χωρίς προειδοποίηση? Γιατί με τραβάς απότομα από οτιδήποτε φωτεινό? Γιατί με κλειδώνεις πάλι εκεί μέσα? Γιατί δεν ακούς τα ουρλιαχτά μου? Γιατί?

  Και με κοιτάς με το βλέμμα εκείνο, σαν να περίμενες να χαμογελάω με την επιστροφή σου. Την ματωμένη και απότομη επιστροφή σου σε μένα.

  Πρέπει να το κάνω αυτό για εμένα. Δεν το καταλαβαίνεις? Πρέπει να περάσω αυτό το τεστ. Να δω ότι μπορώ και εγώ να ζήσω φυσιολογικά. Να είμαι φυσιολογική. Να κάνω φυσιολογικά πράγματα.

 Σταμάτα να με κοιτάς. Σταμάτα. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ την μυρωδιά της απουσίας σου. Τώρα με πνίγουν πάλι οι χρωματιστοί καπνοί με τους οποίους παίζεις.

 Πρέπει να το κάνω. Σε παρακαλώ άφησέ με αυτή την φορά. Δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω άλλο.

Δεν ξέρω γιατί γράφω πια.

Saturday, June 23, 2012

Φωτιά.


   Περίμενα χρόνια αυτές τις  μέρες. Όπου θα μπορούσα να μιλήσω για οποιοδήποτε θέμα  χωρίς να φοβάμαι τον άβυσσο των σκέψεων που αυτή η πράξη θα με βύθιζε. Μέρες όπου για πρώτη φορά διαπιστώνω την αξία του ήλιου και πώς, γαμώτο, τελικά το καλοκαίρι δεν είναι απλώς  τρεις μήνες που ζεσταίνεσαι πολύ, αλλά ολόκληρη φιλοσοφία ζωής. Το καλοκαίρι είναι η διαχωριστική γραμμή ώστε να συγκρίνεις τον εαυτό σου πριν και μετά. Χωρίζει περιόδους και σημαίνει καινούρια ξεκινήματα στο τέλος του. Είναι καμπή, πολλές μικρές καμπές στην ζωή ενός ανθρώπου, ειδικά στην ζωή ενός νέου που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του ακόμα.
  Αναρρώνω αυτή την στιγμή. Αυτό νιώθω.  Επουλώνονται οι πληγές μου. Βαθιές πληγές. Κάποιες από αυτές τόσο πρόσφατες ώστε να με κάνουν να νιώθω σκατά για λίγο. Έμαθα όμως την δύναμη σου. Ένα από τα πράγματα που δεν κατάλαβα ποτέ πάνω σου, πλέον έμαθα να το κάνω και εγώ. Ότι με ενοχλεί φροντίζω να εξαφανιστεί από την ζωή μου. Ότι με πληγώνει τιμωρείται. Και πάνω από όλα, μπορώ να βάλω ανθρώπους και καταστάσεις στην πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου. Σαν να μην υπήρξαν, σαν να μην έγιναν ποτέ. Όπως κάνεις τόσο αριστοτεχνικά εσύ.               
   Το να παίζεις με την φωτιά εκχέει ένα συγκεκριμένο είδος αδρεναλίνης, ένα είδος σχεδόν ηδονικό. Ο κίνδυνος υπάρχει για να μπλέκει τους αδύναμους ανθρώπους στον μαγικό χορό του. Σου φωνάζει, σε καλεί. Είναι εύκολος, γρήγορος. Εκστασιάζεσαι, εθίζεσαι σε ένα αόρατο ναρκωτικό. Και θέλεις κι άλλο, κι άλλο, συνέχεια.  Προκαλείς τον εαυτό σου κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
   Μπορεί να κυνηγήσεις με τα χέρια σου την φωτιά πολλές φορές  χωρίς να πάθεις απολύτως τίποτα. Και τότε να νιώσεις παντοδύναμος, εφόσον η φωτιά η ίδια δεν μπορεί να σε βλάψει, μπορείς να κάνεις τα πάντα. Για πόσο όμως θα ξεφεύγουν οι παλάμες σου από τις φλόγες?  Μια μέρα θα καείς. Θα έχεις συνηθίσει τόσο πολύ αυτό το παιχνίδι, που θα χάσεις την συγκέντρωσή σου. Θα γίνεις απρόσεχτος. Και όταν καείς μια φορά, δεν ξαναπαίζεις ποτέ.
   Μακάρι να είχες παίξει και εσύ έστω για μια φορά με την φωτιά. Ήσουν τόσο ανεπηρέαστος πάντα στο κάλεσμά της, ώστε είμαι σίγουρη για ένα πράγμα: Δεν θα καιγόσουν ποτέ.

Tuesday, May 15, 2012

Ανθρώπινες σχέσεις vol.2

     Μια φουρτούνα που έχει κοπάσει. Αλμυρό νερό που στέρεψε. Σώμα που κουράστηκε να τινάζεται από τους σπασμούς. Μυαλό που χρειάζεται ύπνο.

   Οι άνθρωποι έχουν βγάλει πολλές ανυπόστατες ατάκες για να δικαιολογούν τα λάθη στην ζωή τους. ''Οτιδήποτε τελειώνει οδηγεί σε κάτι καινούριο'', ''Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο'' και άλλα πολλά. Προσπάθειες να πείσεις τον εαυτό σου ότι, δε βαριέσαι, ότι και να έκανες θα σε οδηγήσει σε κάτι καλύτερο. Προσπάθειες να διώξεις μακριά σου έναν εχθρό που σήμερα σπάνια βρίσκουμε το κουράγιο να αντιμετωπίσουμε: τις συνέπειες.

  Οι συνέπειες είναι σαν ένα άσχημο παιδί που συναντάς σε μια οικογενιακή συνάντηση. Το μυαλό σου δεν μπορεί να δεχθεί πως κάτι τόσο αγνό όσο ένα μικρό παιδί μπορεί να είναι άσχημο. Δεν συμβαδίζουν αυτές οι δυο ιδιότητες απλά. Αφού μπερδευτείς αρκετή ώρα, στο τέλος θα πείσεις τον εαυτό σου πως αυτό που βλέπεις δεν υπάρχει. Στο τέλος βέβαια, θα αποφασίσεις να μην ασχοληθείς καν με κάτι που δεν βγάζει νόημα στο εγωιστικό, άριο κεφάλι σου. Θα το αφήσεις ως ένα παράδοξο της φύσης, που θα απασχολεί οποιονδήποτε άλλον εκτός από εσένα. Θα αφήσεις το παιδάκι στην ησυχία του συνεχίζοντας να μιλάς με τα πεθερικά σου.

  Συνήθως θάβουμε τόσο πολύ το θέμα της συνέπειας μέσα μας, που τελικά σπάνια τις αντιμετωπίζουμε πραγματικά. Ρίχνουμε το φταίξιμο στον άλλον, στην γάτα του γείτονα, στην θεία μας από την Αυστραλία και στον πρωθυπουργό της Ουγκάντας, μέχρι μια μέρα, είτε από τύχη είτε από ανάγκη, να δούμε τις συνέπειες να χορεύουν κοροιδευτικά μπροστά μας γιουχαίζοντάς μας. Οπότε ναι, ίσως τις δούμε κάποτε. Ένα στάδιο που πολύ λίγοι άνθρωποι περνάνε όμως, ακόμα και οι πιο εγωιστές κάποιες φορές, είναι αφού τις δούνε να σπάσει κάτι μέσα τους. Να καταφέρουν να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να πουν στο είδωλό τους πόσο ζώον και αναίσθητος  υπήρξε. Να βρίσουν τον εαυτό τους νιώθοντας στο πετσί τους το λάθος.

  Και θα μου πείτε, ''και μετά να προχωρήσουν''. Να πάνε που δηλαδή? Τι αηδίες είναι αυτές? Κανείς δεν προχωράει από τίποτα στην ζωή του. Κανείς, ποτέ. Όλα είναι εκεί, αρκεί να ξαναέρθεις σε επαφή με το παρελθόν σου για να γυρίσεις αμέσως πάλι εκεί, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Απλώς έχουμε την ανακουφιστική ιδιότητα ως άνθρωποι να διαθέτουμε συρτάρια, όπου πετάμε ότι δεν μας έκατσε καλά χωρίς να το πολυαναλύουμε. Τα κλειδώνουμε, φοράμε ένα ηλίθιο χαμόγελο και λέμε ''προχώρησα''. Όποια γκόμενα ξανακούσω να το λέει αυτό θα της σκάσω μπουνίδι. Σοβαρά? Αυτό σημαίνει προχώρησα? ''Σβήνεις'' (και καλά) τους πάντες από την ζωή σου που δεν σου δώσαν αυτό που ήθελες? Τους βρίζεις, ξεχνάς οτιδήποτε καλό υπήρξε μεταξύ σας και πας και το διατυμπανίζεις σε κόσμο? Κανείς δεν πάει μπροστά ζώον. Χωρίς να σημαίνει πως θα χτυπιέσαι στα πατώματα μια ζωή.

   Γιατί οτιδήποτε νιώθεις έχει την ικανότητα να ωριμάζει σαν φρούτο. Έρωτας, μίσος. Ή πολύ πιο απλά, όπως μου είπε μια φίλη μου χαμογελώντας: ''η μοναξιά συνηθίζεται''. Μαθαίνεις να σηκώνεσαι κάθε πρωί στις 7 για να πας σχολείο ή δουλειά. Να αγοράζεις δημητριακά με γεύση φράουλα. Να τρέχεις για σερβιέτες μηχανικά όταν φτάσουν οι ημερομηνίες. Να παίρνεις τηλέφωνο για γενέθλια. Έτσι λοιπόν μαθαίνεις και να ζεις χωρίς τον άλλον. Σιγά σιγά προτιμάς να θυμηθείς τα δημητριακά με φράουλα παρά να τσεκάρεις το κινητό σου. Γιατί ξέρεις ότι το πρώτο θα γίνει και θα έχει αποτέλεσμα. Θα γευτείς φράουλα, καλημέρα!. Κουραζόμαστε και βαριόμαστε γενικά να προσπαθούμε για πράγματα έξω από το μηχανικό μας πρόγραμμα. Ο έλεγχος και η τάξη έχουν πάντα πρακτικά, χειροπιαστά αποτελέσματα. Τα συναισθήματα και το εγκεφαλικό γαμήσι ποτέ. Είναι ρώσικη ρουλέτα κάθε φορά. Ποιός θα τραβήξει πρώτος την σκανδάλη και θα σε ρίξει σε ένα από τα σκονισμένα συρτάρια του. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι μια μάχη με τον χρόνο λοιπόν. Ποιός θα αρπάξει το γαμημένο το όπλο πρώτος.

  Και τώρα πάω να φτιάξω έναν καφέ, γιατί είναι το μόνο πράγμα το οποίο θα αποφέρει άμεσα αποτελέσματα στο ταραγμένο μου κεφάλι. Είναι και πανεύκολο επίσης.

Monday, May 7, 2012

Μέχρι να ξανάρθουν.

    Ξύπνησα, ναι. Αλλά όπως φαίνεται, είναι πολύ αργά. Πολύ, πολύ αργά.

  Νιώθω τόσο αδύναμη. Ανά στιγμές νιώθω ότι θέλω να ξεράσω. Μετά θυμάμαι ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεράσουν πόνο. Όχι. Μένει στο στομάχι και στο μυαλό σου σαν ιός. Σου τρώει τα σωθικά σιγά σιγά. Σε κάνει να λιώνεις από τις τύψεις. Και γεννάει μεγάλα, κόκκινα ''γιατί''. Τεράστια. Τα αφήνει ελεύθερα στις φλέβες σου, κυλάνε στο αίμα σου και έτσι κατακλύζουν όλο το κορμί σου. Και νιώθεις ότι θα σπάσεις στα δυο από τον πόνο, αλλά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό. Δεν μπορείς να ξεράσεις. Δεν μπορείς να πάρεις ντεπόν. Ο πόνος δεν έχει ύλη και κύτταρα.

  Δεν καταλαβαίνω. Δεν αντιλαμβάνομαι. Δεν θέλω πια. Απλά θέλω να τελειώσει όλο αυτό.

Τα τσιγάρα δεν βοηθάνε. Ο ύπνος απλά με κάνει να χάνομαι για λίγο. Η νύχτα πάλι, θυμίζει. Όσο με πλησιάζει το καλοκαίρι, τόσο θυμάμαι. Θυμάμαι. Και τίποτα δεν βοηθάει. Τίποτα. Τίποτα τίποτα.

  Ενοχή. Φαντάσματα το βράδυ που πλανιούνται στο δωμάτιο. Ήχοι. Αρώματα. Μορφές. Όλα μπλέκονται σε έναν κυκεώνα που απλά με πνίγει. Γιατί είδα. Βλέπω. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Τίποτα. Τίποτα.

  Και θα περάσει και αυτό το καλοκαίρι. Η θάλασσα θα ξεπλύνει προσωρινά τις τύψεις. Η μουσική θα τις διώξει βίαια για λίγο. Και χαμόγελα. Πολλά χαμόγελα θα τις βάλουν στην θέση τους.

  Μέχρι να ξανάρθουν και να με κάνουν να θέλω να μουτζώσω τον εαυτό μου με σιδερένια παλάμη με καρφιά.

  Μέχρι να ξανάρθουν.

Sunday, April 29, 2012

Χρόνος.

      Μορφές. Με σκονισμένα πρόσωπα και σκισμένα ρούχα. Μορφές που με αγκαλιάζουν το βράδυ. Κάθε βράδυ την ίδια ώρα. Μορφές οικείες. Ο κόσμος μου.

    Μην τρομάζετε, όχι! Το δέρμα τους έχει μαραζώσει από τον χρόνο. Τα μαλλιά τους έχουν πέσει. Τα μάτια τους θολωμένα. Αλλά χαμογελούν! Μου λένε ιστορίες. Κάθονται κάθε νύχτα σε έναν όμορφο κύκλο. Έναν σωστό κύκλο. Και μου λένε παραμύθια από τα παλιά. Τις λέξεις που κουβαλάνε αιώνες μέσα τους. Από πιο ευτυχισμένους καιρούς. Εκεί όπου όλα τα παιδιά είναι χαρούμενα.

   Με καλούνε να παίξουμε. Ότι και να πιάσουν στα χέρια τους όμως πέφτει. Κλαίνε. Δεν έχουν πια ύλη, μυς, κόκκαλα. Έχουν γίνει στάχτη μέσα στον χρόνο. Κλαίνε γοερά.Το μόνο που έχει μείνει είναι η ανάμνηση του ποιοί ήταν. Η ιδέα τους. Η ιστορία τους.

  Μη τρομάζεις! Ο θάνατος είναι όσο τρομακτική είναι και η γέννηση. Όσο ανατριχιαστικό είναι να βλέπεις έναν άνθρωπο να βγαίνει μέσα από έναν άλλον, τόσο είναι και το να τον βλέπεις να παύει να υπάρχει. Σκέψου. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα. Φοβόμαστε το τέλος. Φοβόμαστε τον χρόνο. Δεν μας τρομάζουν τα ρολόγια όμως. Τρέμουμε την ιδέα του ότι αυτό το τέλειο ον γεμάτο ενέργεια και ομορφιά που είμαστε τώρα, που λειτουργεί τόσο περίπλοκα και βασιλεύει στον κόσμο, ο άνθρωπος, μια μέρα δεν θα έχει θέση στον κόσμο που θεωρεί ότι βασιλεύει. Το σώμα του θα σαπίσει και σιγά σιγά θα γίνει ένα με την γη που τον έφερε στον κόσμο. Θα λήξει.

  Βρίσκεσαι στο σκοτάδι. Δεν μπορείς να δεις παρά μόνο ελάχιστες σκιές. Η καρδιά σου αρχίζει να χτυπάει δυνατά. Κόμποι ιδρώτα κυλάνε στα μάγουλά σου. Ποιά τραγική μορφή από παραμύθια θα πεταχτεί μπροστά σου? Ποιός απόκοσμος ξένος θα εμφανιστεί ξαφνικά για να σου κάνει κακό? Με παραμορφωμένο πρόσωπο και γουρλωμένα μάτια. Ο τρόμος σου μεγαλώνει λεπτό το λεπτό. Γιατί μέσα στο σκοτάδι, κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να περιμένει.

  Το σκοτάδι αντιπροσωπεύει τον θάνατο γιατί είναι τόσο άγνωστο όσο και εκείνος. Γιατί ο άνθρωπος μεγαλώνει μαθαίνοντας να φέρνει αντικείμενα, καταστάσεις και φυσικά φαινόμενα στο φως όσο ο οργανισμός του ωριμάζει. Και ακολουθεί ένα χαραγμένο μονοπάτι, μέχρι να έχει φέρει στο φως όλα όσα προορίζεται να ανακαλύψει από την φύση του. Τα μικρά στάδια της ζωής. Και τότε -ω τι θαύμα, τι παράδοξο!- δεν υπάρχει τίποτε άλλο να φέρει στο φως! Τότε τελειώνει η ύπαρξή του, εφόσον δεν έχει κάποιο νόημα πλέον. Τότε τον καταπίνει το σκοτάδι.

  Κατασκευαστήκαμε για να φοβόμαστε τον θάνατο. Να τον τρέμουμε ασυνείδητα, σαν κομμάτι της καθημερινότητάς μας που ξέρουμε πως είναι εκεί, αλλά ποτέ δεν το παραδεχόμαστε. Αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει θάβοντας το κάπου βαθιά.

  Τις κοιτάω στα μάτια, αυτές τις σάπιες τρομακτικές μορφές. Αλήθεια με τρομάζουν? Αλήθεια φοβάμαι? Ή μήπως απλά νιώθω το τέλος μου να πλησιάζει? Το έχω θάψει σαν ιδέα στο βάθος του μυαλού μου και ξαφνικά εμφανίζεται τόσο κοντά στο πρόσωπό μου. Πανικοβάλλομαι. Γιατί επιστρέφει? Δεν έχω μάθει ακόμα αρκετά για τον κόσμο! Δεν είναι η ώρα μου να φύγω ακόμα!

  Μα η αλήθεια είναι πως δεν φοβάμαι. Γιατί οι μορφές αυτές ήρθαν για να μιλήσουν. Δεν ήρθαν να μου κάνουν κακό. Ξέρω πλέον τι είναι θάνατος. Τον είδα. Τον ένιωσα. Τον τρέμω και θα τον τρέμω μέχρι να έρθει. Αλλά τώρα ξέρω τι να περιμένω.

  Η βασίλισσά τους με κοιτάει από την μέση του κύκλου. Το ματωμένο δέρμα κοντά στο στόμα της τραβιέται σε μια υποψία χαμόγελου. Είναι περήφανη για μένα.

  Και χορεύω μαζί τους, κάθε βράδυ. Και μου λένε ιστορίες, μακριά από όλα αυτά τα καθημερινά.

  Γιατί αντί να φέρνω πράγματα στο φως, τα ρίχνω πάλι στο σκοτάδι.

Tuesday, April 24, 2012

Τέλος

    Γνωρίζεις το συναίσθημα της χαρμολύπης? Να κλαις και να είσαι χαρούμενος ταυτόχρονα? Μαγικό. Πονάει, αλλά είναι μαγικό κατά ένα δικό του τρόπο. Φωνάζει ''εμείς''

    Τόση ομορφιά σε μια στιγμή! Τόσες αναμνήσεις!

   Είμαι χαρούμενη αυτή την στιγμή και ας κλαίω. Είμαι, αλήθεια. Δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο για να προχωρήσω. Μόνο αυτό. Και θεέ μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη. Τόσο πολύ.

   Θα ξανάρθει. Και θα ξαναπονέσω. Το ξέρω. Αλλά είμαι τόσο ευγνώμων που τελείωσαν όλα. Που τα κατάφερα. Ναι, τα κατάφερα λοιπόν!

   Η ζωή λοιπόν, είναι μόνο επιλογές. Και εγώ έκανα την καλύτερη.

   Αντίο.

Thursday, April 19, 2012

Μίλα/

  Μίλα. Μίλα. Μίλα γαμώ το κέρατό μου.

Θα τρελαθώ και το ξέρεις. Για άλλη μια φορά είναι τόσο κοντά που φοβάμαι. Θα κάνω πράγματα φοβερά. Θα κάνω παράτολμα και επικίνδυνα πράγματα. Άσχημα πράγματα.

  Μίλα.

Στο κεφάλι μου κάνουν κύκλους σκέψεις, όλο και πιο γρήγορα. Όλα πάνε στραβά από τότε, το παρατήρησα. Όλα πάνε στραβά. Και εγώ τρελαίνομαι για άλλη μια φορά.

  Μίλα.

Δεν μπορούσα να το κάνω. Προσπάθησα εκείνο το βράδυ μα ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Πολλά συναισθήματα σε μια νύχτα. Δεν μπορούσα να κουνηθώ από το σοκ. Έπρεπε να αντιδράσω όμως. Ναι, έπρεπε.

 Μίλα.

 Μίλα γιατί η σιωπή με σκοτώνει όπως δεν με έχουν σκοτώσει ποτέ. Με μαχαιρώνει. Φωνάζω και η φωνή μου σπάει σε χίλια κομμάτια πάνω σε έναν γαμημένο τοίχο. Αυτό είσαι. Ένας τοίχος που δεν μπορώ να δω παραπέρα.

Μίλα.

ΜΙΛΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ. ΜΙΛΑ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ. ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ. ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΠΛΕΟΝ ΑΚΟΥΣ?

Δεν σε φοβάμαι.

Friday, April 6, 2012

Γιατί

   Έχεις γνωρίσει ποτέ την κόλαση? Έχεις νιώσει ποτέ να πεθαίνεις ανάμεσα σε φλόγες? Να σου κλέβουν την ανάσα ο καπνός και η απελπισία? Τι έχεις γνωρίσει?

  Θέλεις να γνωρίσεις την κόλαση? Θέλεις να δεις τα πυρωμένα μάτια της να σε καρφώνουν?

Γιατί εγώ τα είδα. Με πόνεσαν. Με έκαψαν. Με καίνε ακόμα. Πύρινα μάτια. Σε γδύνουν από την κορυφή ως τα νύχια. Καίνε τα πιο απόκρυφα μυστικά σου. Καίνε το είναι σου.

  Και φλέγομαι, φλέγομαι παντού. Στάχτες μαυρίζουν το πρόσωπό μου και νιώθω το δέρμα μου να λιώνει και τα κόκκαλα μου να μαλακώνουν. Νομίζω πως θα χυθώ ολόκληρη σε κάτι ανώτερο, σε μια πονεμένη λαίλαπα με κάποιον προορισμό. Τι ωραίο να σκέφτεσαι στο τέλος! Τίποτα δεν θα έχει σημασία εξάλλου. Κανείς σας.

  Την βλέπεις στα μάτια μου. Και δεν λες τίποτα. Γιατί? Μίλα. Σε τρομάζει. Σε απωθεί. Σε αηδιάζει.

  Τότε γιατί τόσο φως μετά? Γιατί τόση χαρά?

Γιατί

Wednesday, April 4, 2012

.

    Σκιές. Σκιές. Σκιές. Σκιές. Σκιές. Κρέμονται από το ταβάνι. Με μεγάλα χέρια και πόδια. Μαύρα. Κρέμονται και με κυνηγάνε. Με θέλουν. Θέλουν το δέρμα μου, τα νεύρα μου. Το μυαλό και τα μάτια μου. Τα μολύβια και τις βελόνες μου. Θέλουν τα πάντα. Θέλουν εμένα.

   Όχι άλλο. Όχι πια. Όχι ποτέ. Όχι ξανά. Απλά ένα μεγάλο όχι. Ένα ξεδιάντροπο όχι σε όλα. Γιατί έτσι. Γιατί μπορώ να το πω. Μια ζωή το έλεγα. Όχι. Δεν θέλω.

   Είχες καιρό να με κοιτάξεις έτσι. Νιώθω σαν να γύρισα πάλι απόψε χρόνια πίσω. Όπως την πρώτη φορά που σε είδα. Μην με κοιτάς έτσι. Φοβάμαι. Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου. Πάρτα. Γρήγορα.

  Φοβάμαι. Και δεν νιώθω. Για άλλη μια φορά μουδιάζω. Νιώθω αίμα να χύνεται. Δεν ξέρω ποιανού είναι. Δεν με νοιάζει. Νοιάστηκε ποτέ κανείς?

  Σταμάτα να με κοιτάς. Θα σε διώξω. Ψέμματα. Δεν μπορώ να σε διώξω, το ξέχασα. Σε παρακαλώ σταμάτα να με κοιτάς. Με ρίχνεις εκεί. Στο όμορφο κλουβί μου. Με πετάς με δύναμη στα μαξιλάρια. Πονάω. Αλλά δεν αντιδράω. Γιατί πότε αντέδρασα? Πότε? Ποτέ.

  Που είσαι? Γιατί? Έλα. Θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες ολόκληρες με ασύνδετες φράσεις. Τι νόημα έχει η τάξη? Τι νόημα έχει η ομορφιά. Τι νόημα έχουν όλα? Στάχτη θα καταλήξουμε έτσι και αλλιώς. Πάντα και ποτέ. Στάχτη.

  Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα για κάποιο λόγο. Την νιώθω έτοιμη να σκίσει το στήθος μου και να τρέξει μακριά μου. Ούτε αυτή δεν με αντέχει.

Είναι αυτές οι ώρες πάλι. Θα κάτσεις μαζί μου? Σε ευχαριστώ. Το ήξερα.

Friday, March 23, 2012

Το γαμημένο το κλειδί

  Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012.

  Τι να κάνω. Τι να κάνω. Τινακάνωτινακάνωτινακάνω.

  Βούρκος. Πνίγομαι πάλι. Αυτή την φορά είναι πάλι διαφορετικό. Αυτή την φορά γελάω μαζί σου. Γελάμε μαζί. Δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει τίποτα. Τίποτα.

  Αν σκουπίσω το αίμα από το πρόσωπό σου θα αλλάξει κάτι? Αν σε ντύσω με όμορφα ρούχα και χτενίσω τα σκληρά μπλεγμένα μαλλιά σου θα γίνεις αυτό που περιμένω άραγε? Όχι. Ποτέ.

  Κοίταξέ με αν τολμάς. Στο ζητάω σαν χάρη πλέον, γιατί δεν το κάνεις. Με φοβάσαι? Εμένα? Εσύ με έκανες αυτό που είμαι. Κοίταξέ με λοιπόν. Σε προστάζω. Έχω την δύναμη εξάλλου. Χύνεται σαν καταρράκτης από τα χέρια μου από εκείνη την καταραμένη μέρα, θυμάσαι? Δύναμη. Μαγικά σχοινιά, Άνοιξε τις αραχνιασμένες άδειες τρύπες στην θέση των ματιών που δεν έχεις και εστίασε πάνω μου.

  Θα μείνεις πάλι μαζί μου απόψε? Έστω για λίγο? Κάτσε λίγο δίπλα μου. Πες μου κάτι να γελάσω. Χάιδεψέ μου το μάγουλο. Χτένισέ μου τα μαλλιά. Ένωσε τα δάχτυλά σου με τα δικά μου. Φίλα μου τον ώμο. Κοίταξε με τρυφερά. Θα μείνεις πάλι μαζί μου απόψε? Έστω για λίγο.

Σε παρακαλώ. Μείνε.

  Σαν τον άνεμο έρχονται και φεύγουν. Σαν το χιόνι, παγώνουν και λιώνουν. Άνεμος που κάνει κουφάρια να σφυρίζουν. Άνθρωποι. Σαπισμένοι άνθρωποι. Διεστραμμένες ψυχές κρυμμένες πίσω από πουδραρισμένες μάσκες. Μουχλιασμένες από μέσα. Λαμπερές και φωτεινές απέξω.

Όχι άλλο. Όχι άλλο. Όχι άλλο. Αρκετά.

 Θα βάλω φωτιά σε ότι με πονάει. Ψέμματα. Τίποτα δεν με πονάει πια. Σε ότι με ενοχλεί λοιπόν. Έστω και λίγο. Θα του βάζω φωτιά και θα φεύγει τρέχοντας μακριά. Και θα έχει τόση πλάκα. Τόση μα τόση πλάκα αλήθεια. Θα γελάω δυνατά.

 Ο μόνος άνθρωπος που αγάπησα ποτέ ήταν εκείνη. Εκείνη, εκείνος, αυτό. Ποτέ δεν κατάφερα να προσωποποιήσω σωστά αυτή την φρίκη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πήρε μορφή παιδική και δέρμα ραγισμένο. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω πια.

  Και είναι εδώ μαζί μου. Με έχει αγκαλιάσει από τους ώμους και οδηγεί το χέρι μου στο πληκτρολόγιο. Βλέπει να αναφέρομαι σε εκείνη και χαμογελάει σαν να μην το περίμενε από το ίδιο της το χέρι. Δυο χέρια και μια ψυχή. Είναι τόσο όμορφη όταν χαμογελάει. Είναι τόσο σίγουρη. Τόσο δυνατή. Δεν χρειάζεται κανέναν. Οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να την γοητεύσουν πλέον είναι οι καθρέφτες της. Αυτοί που μοιράζονται το ίδιο αίμα με εκείνη. Τι να κάνει όμως με εκείνους? Τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τους όμοιους.  Μπορείς ποτέ να αγαπήσεις τον εαυτό σου?

 Με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο. '' Έλα τώρα. Αγαπάς εμένα'' μου λέει. Τρομάζω. Η φωνή της είναι ίδια με την δική μου. Ίδια. Εγώ μιλάω άραγε?

  Τώρα πια ξέρω γιατί δεν μπορεί να φύγει ποτέ. Αγκιστρωμένη από κάθε πτυχή του δέρματος μου, κολλημένη ευλαβικά στο είναι μου. Θα είναι σαν να ξεριζώνω κομμάτια από το σώμα μου. Απλά δεν γίνεται.

  Την αρπάζει από τα μαλλιά και την κλειδώνει στο κλουβί της πάλι. Εκείνη δεν αντιστέκεται πια. Βυθίζεται στα μαξιλάρια κεντημένα από νύχτα και κοιτάει τον κόσμο έξω. Τον κόσμο που δεν μπορεί να αγγίξει. Την κοιτάει. Κάθεται έξω από το κλουβί και παίζει με το κλειδί στα χέρια της. Γελάει ηδονικά. Της αρέσει να παίζει.

  -  Θα το πετάξω, την απειλεί δείχνοντας τους κυνόδοντες της.
  -  Στα αρχίδια μου, απαντάει μέσα από το κλουβί.
  -  Σίγουρη?
  -  Απολύτως. Άντε τελείωνε. Και πολύ το τράβηξες.
  -  ''Μπορείς ακόμα το δώσεις κάπου. Να το διεκδικήσεις έτσι. Ποτέ δεν είναι αργά''. Το μισητό, το τόσο αγαπημένο εκείνο παιδί με τα άδεια μάτια και το ματωμένο φόρεμα της μιλάει τώρα απαλά, γλυκά. Σκύβει κοντά της και ακουμπά το πρόσωπό της σε ένα από τα κρύα κάγκελα του κλουβιού. Προσπαθεί να την φτάσει με την μικροσκοπική παλάμη της.
'' Σε παρακαλώ'', βαριανασαίνει, ''έχεις χρόνο. Αλήθεια. Ήδη το έχεις δώσει θυμάσαι? Σε τρεις ανθρώπους. Λένε πως το τρία είναι μαγικός αριθμός. Το έκανες έτσι δεν είναι? Άρα μπορείς να το ξανακάνεις. Μπορείς να το ξαναδώσεις. Το γαμημένο το κλειδί. Δεν είναι αργά ακόμα!''
'' Κουράστηκα'', απαντάει ασθμαίνοντας η αιχμάλωτη. ''Αλήθεια κουράστηκα. Πέτα το. Καίει τον λαιμό όποιου το φορέσει''.

''Εγώ θα το κρατήσω καλή μου'', η ήρεμη φωνή που βγαίνει από τα χείλη αυτού του τέρατος την κάνει να κοιτάξει πάλι έξω από το κλουβί. Είναι ακόμα ματωμένη. Τα μάτια της είναι ακόμα δυο άδειες τρύπες. Είναι εκείνη όμως. Το μόνο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο που είναι δίπλα της συνέχεια. Κομμάτι της, μάνα, εραστής, φίλος και πατέρας της. Τα πάντα. Και δεν θα φύγει ποτέ!

''Κράτα το'', της λέει η αιχμάλωτη. Ένα αχνό χαμόγελο χαράσσεται στα ρουφηγμένα μάγουλά της αφού το λέει.  Πηγαίνει σε μια άλλη γωνιά του κλουβιού της. Αποκοιμιέται ήρεμη.

Sunday, March 11, 2012

Το συρτάρι.

      Είναι περίεργο το να είναι όλα καλά. Είναι σαν να έκρυβες μέσα σου κάποια τελευταία υπολείμματα από το παρελθόν. Κάποιες τελευταίες ιστορίες να πεις. Ίσως εκείνη την μεγάλη που την είπες και τώρα πια δεν έχει καμία σημασία. Απλά σου προκαλεί μικρά χαμόγελα που και που. Ίσως την άλλη, τον λόγο που τελείωσε η προηγούμενη. Σου είναι πλέον επίσης αδιάφορη. Όταν θυμάμαι αυτή δεν χαμογελάω, βάζω τα γέλια όσο την σκέφτομαι. Η τρίτη κρατάει ακόμα δυστυχώς. Είναι μια από αυτές τις ιστορίες πως νιώθεις πως φταις, πώς έκανες κακό στον άλλον, ενώ στην πραγματικότητα έκανες μόνο ότι ήθελες. Και σε πνίγει η ενοχή ενώ δεν θα έπρεπε καν να ανήκει στις ιστορίες σου η συγκεκριμένη. Μακάρι κάποια μέρα να καταλάβεις. Αλήθεια το εύχομαι.

  Και η τελευταία ιστορία. Η πιο πρόσφατη. Πλέον είμαι σίγουρη πως θα είναι για καιρό η τελευταία. Παύουν να έρχονται όταν δεν τις χρειάζεσαι. Η συγκεκριμένη άφησε ένα τσίμπημα, έναν ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα. Αναπνέω βαριά με την πρώτη θύμισή της.  Ένα γιατί αιωρείται και βαραίνει τον αέρα. Το φάντασμα αυτού που κάποτε ήταν. Που νόμιζα ότι ήταν. Τι γελοίο αλήθεια. Πάλι με πιάνουν τα γέλια. Κάποιες ελάχιστες αναμνήσεις προσπαθούν να με προσεγγίσουν για λίγο. Είναι τόσο θολές όμως. Η μουσική τους είναι πολύ σιγανή. Τις πετάω αδιάφορα στα σκουπίδια. Κλείνω τις προηγούμενες ιστορίες που ανέφερα σε ένα μακρυνό σκοτεινό συρτάρι. Παίρνω βαθιά ανάσα και χαμογελάω.

 Είναι τρελό να είσαι ανάλαφρος σαν το φτερό. Έτσι νιώθω. Και ώρες ώρες τρομάζω. Τρομάζω με την ευκολία που κλείνω στο συρτάρι όλες αυτές τις ιστορίες. Τις κλειδώνω και πετάω κάπου το κλειδί. Δεν με νοιάζει. Ίσως ήταν μέχρι να μιλήσω για αυτές. Από εκεί και πέρα τελείωσε. Δεν μετάνιωσα τίποτα τελικά. Τίποτε απολύτως αυτούς τους 7-8 μήνες. Αλήθεια, ότι έκανα το έκανα με την ψυχή μου, μου έδωσε μαθήματά ζωής ή άφησε όμορφες αναμνήσεις. Τώρα βέβαια. Τότε ένιωθα ότι οτιδήποτε κάνω είναι λάθος. Ε δε γαμιέται. Ανοίξαν τα μάτια μου. Μου έκανε καλό αυτό το περίεργο ταξίδι. Το κλειδί από αυτό το γαμημένο συρτάρι. Ούτε καν με πονάει πια. Ίσως η τελευταία ιστορία να πονάει ακόμα λίγο. Λίγο όμως. Πολύ λίγο. Θα το κρατήσω αυτό το κλειδί. Θα το κρεμάσω στον λαιμό μου. Θα βγω μια βόλτα. Και θα γελάω με τα χάλια σας. Με τα χάλια και την κατάντια σου.

Καληνύχτα
 

Tuesday, March 6, 2012

Κάθε ιστορία γεννιέται για να ειπωθεί.

      Αυτό το κείμενο είναι για σένα λοιπόν. Ναι ναι, είναι δηλωμένα για σένα. Μάλλον δεν θα το δεις ποτέ, αυτό το γράμμα παύλα κείμενο. Ίσως είναι καλύτερα να μην το δεις ποτέ.

     Δεν ξέρω τι να πω. Πώς να αρχίσω. Πώς πιάνεις από την αρχή μια τόσο μεγάλη ιστορία. Όταν προκάλεσε τόσο πόνο. Όταν ξεχάστηκε τόσο γρήγορα. Τόσο άδικα. Θα αρχίσω λοιπόν με κάποιους στίχους. Τους θυμάσαι και τους θυμάμαι. Ήταν η πρώτη μέρα. Εκείνη η περίεργη, αμήχανη μέρα. Η αρχή της ιστορίας που απαρνήθηκες και δεν ενδιαφέρεσαι καν να συζητήσεις. Η αρχή της ιστορίας μας.

  So if you love me, let me go.
And run away before I know.
My heart is just too dark to care.
I can't destroy what isn't there.

Deliver me into my Fate -
If I'm alone I cannot hate
I don't deserve to have you...
Ooh, my smile was taken long ago,
If I can change I hope I never know.

I still press your letters to my lips
And cherish them in parts of me that savor every kiss.

Το έχω ξαναπεί. Η ιστορία μας ξεκίνησε με το ίδιο μας το τέλος. Προφητικοί αυτοί οι στίχοι. Σήμαναν μετά από καιρό τον τερματισμό. Κι όμως, τους τραγουδούσαμε με τόση αισιοδοξία εκείνη την μέρα. Χαμογελούσαμε και οι δυο. Γελάγαμε. Ξεχνάγαμε το νόημά τους. Θυμάσαι?

Δεν θέλεις να θυμάσαι. Δεν πειράζει. Θα θυμηθώ εγώ και για τους δυο μας.

Θυμάμαι πως δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτα. Η μουσική και οι φωνές μας που ενώνονταν μιλούσαν μόνες τους. Ούτε την επόμενη φορά χρειάστηκε. Τότε έλυσε την σιωπή μας ένας ουρανός γεμάτος αστέρια. Σιωπή και δάκρυα που πότισαν το τσιμέντο. Μετά πόνος. Και ένα μεγάλο λευκό φεγγάρι που άργησε να βγει και μας έσπασε τα νεύρα. Θυμάσαι?

Θυμάμαι το μπαλκόνι και τα τσιγάρα. Την χιλιοπαιγμένη κιθάρα. Την ζέστη που έκανε τους τοίχους να γυαλίζουν. Τον υπολογιστή. Τις αφίσες.

Παρατήρησες κάτι? Δεν μιλάω για εσένα ακόμα. Φοβάμαι για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Πάντα όταν μιλάμε για κάτι φοβόμαστε πως οι άλλοι δεν θέλουν να μας ακούσουν. Πώς μιλάμε μόνοι μας. Αυτή την φορά ξέρω πως είμαι η μόνη που θυμάμαι. Αλλά δεν με νοιάζει. Δεν μπορώ να τρέχω σε άκυρους να λέω για εμάς. Είναι χαζό. Είναι ανούσιο. Δεν θα πλησιάσουμε ποτέ ο ένας τον άλλο ξανά. Μιλάω σε έναν τοίχο λοιπόν. Μόνο ο τοίχος ενδιαφέρεται πια να ακούσει για εμάς.

Θυμάμαι τα πάντα πάνω σου όμως, ναι. Την κάθε μικρή λεπτομέρια της ύπαρξης σου. Το κάθε προτέρημα και το κάθε ψεγάδι σου. Την φωνή σου. Σαν να την ακούω τώρα μπροστά μου. Η μορφή σου είναι θολή πια δυστυχώς, για αυτό δεν γράφω για εκείνη. Χάνεται όσο περνά ο χρόνος. Και μένει μόνο η ιστορία μας. 

Θυμάμαι τι είπαμε. Θυμάμαι τα βαριά λόγια που ανταλλάξαμε. Πειράζει που δεν τα μετάνιωσα? Σε τέτοιες στιγμές δεν μπορείς να μετανιώσεις κάτι. Πρέπει να βγάλεις ότι νιώθεις από μέσα σου. Τα πάντα. Και μετά να χαμογελάσεις με ανακούφιση όταν δεις ότι έχουν ανταπόκριση. Και όταν δεν μπορούσα να πω τίποτα? Θυμάσαι? Με πλημμύριζαν τόσα πράγματα που επιβαλλόταν η σιωπή στα χείλια μου. Και τότε σε έσφιγγα και σου έλεγα να μην φύγεις. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.

Θυμάσαι το κρύο? Τον αχνό που φτιάχναν οι ανάσες μας? Τον ζεστό καφέ? Εκείνη την μέρα που χιόνισε στο σχολείο? Τους καβγάδες στο τηλέφωνο? Εκείνη την αγκαλιά που ήταν το φάρμακο για οποιαδήποτε αποτυχία?

Δεν χρειαζόμασταν κανέναν θυμάσαι? Όταν βρισκόμασταν μαζί με φίλους ανταλλάσαμε χαμόγελα συμβολικά. Σαν να υπήρχαμε μόνο ο ένας για τον άλλο. Είμασταν εμείς και ο κόσμος. Και τα όνειρά μας, τα δάκρυά μας. Όλα κάναν κύκλους σε αυτό το δωμάτιο. Τόσες πολλές φορές. Οι άλλοι ήταν απλά κομπάρσοι στην ταινία μας. Χέρι-χέρι θα ανακαλύπταμε τον κόσμο. Θυμάσαι?

Δεν κατάλαβα ποτέ ποιός παρέδωσε πρώτος τα όπλα. Ποιός άφησε πρώτος τους κομπάρσους αυτούς να μπουν ανάμεσά μας. Ποιός αποφάσισε να κάνει βήματα έξω από τον κόσμο μας. Όταν είσαι πραγματικά ερωτευμένος, νεαρέ υπέρ των ελεύθερων σχέσεων και των χαλαρών ηθών που σε πετυχαίνω παντού στην νέα γενιά μας, υπάρχεις μόνο για τον άλλο. Δεν είναι ούτε καταπιεστικό ούτε κακό. Είναι η απόλυτη αλήθεια. Οι άλλοι παίρνουν δεύτερο ρόλο στην ζωή σου, και ας γκρινιάζουν. Ο έρωτας σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο όλο στα μάτια του ατόμου απέναντί σου. Δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Θέλεις μόνο να είσαι μαζί του. Συνέχεια, απεριόριστα, αιώνια. Μην πας να εξηγήσεις τον έρωτα μικρέ μου. Θα φας άσχημα τα μούτρα σου πίστεψέ με.

Ναι λοιπόν εγώ το έκανα. Εγώ τα παράτησα πρώτη. Δεν ξέρω γιατί. Ήμουν μικρή και ανώριμη? Γιατί τώρα μεγάλωσα ξαφνικά? Δεν μπορώ να βρω μια εξήγηση. Από την στιγμή που έκανα το βήμα έξω από τον κόσμο που είχαμε χτίσει οι δυο μας, όλα γκρεμίστηκαν σαν χάρτινος πύργος. Φέρθηκα απαίσια, ναι. Ένα συγγνώμη δεν θα ξεπληρώσει ποτέ τα λάθη μου και το ξέρω. Δεν έχω αυτόν τον σκοπό. Ξέρω πως πλέον δεν υπάρχω ούτε στην πιο σκοτεινή γωνιά του μυαλού σου. Ξέρω όμως επίσης πως είσαι καλά και είσαι χαρούμενος. Αυτό μου αρκεί. Με τι θράσος να ζητήσω συγγνώμη? Όχι. Ας κρατήσει όσο καιρό θέλει η τιμωρία μου. Αυτό το λάθος θα το καταπιώ μέχρι το τέλος, όσο άσχημη γεύση και να έχει.

Είμασταν 16 χρονών. Κάθε φορά που το συνειδητοποιώ γελάω με το τραγικό της κατάστασης. Ίσως και βαθιά μέσα μου, να δικαιολογώ λίγο τον εαυτό μου. Ίσως. Δεν ξέρω πια.

Μαλακία έκανα πάλι? Δεν έπρεπε λες να τα γράψω αυτά ε?

Μα πρέπει να γραφτούν κάπου, έτσι δεν είναι? Για αυτό υπάρχουν οι ιστορίες. Για να τις λες και να νιώθεις τις λέξεις να πλέκουν ξανά εκείνη την μαγεία που διαπερνούσε τότε την κάθε στιγμή. Και να μεταδίδεις με προτάσεις και ρήματα αυτή την μαγεία σε άλλους. Και να σε γεμίζει τόση αγάπη και τόσος πόνος ταυτόχρονα, που στο τέλος να χαμογελάς εξαντλημένος και να χαίρεσαι που έζησες κάτι τέτοιο. Να το κρατάς μέσα σου σαν φυλαχτό. Να σε φωτίζει και να σε οδηγεί παρακάτω.

Γιατί κάθε ιστορία γεννιέται για να ειπωθεί.


Thursday, March 1, 2012

Παραμύθι

     Κάποτε, σε κάποιον τόπο, γεννήθηκε ένα κορίτσι. Γεννήθηκε από στάχτες. Αυτό το θυμάται. Γεννήθηκε μέσα στις στάχτες κάτι όμορφου που είχε πεθάνει. Γεννήθηκε με μια αποστολή: να καταφέρει να ξαναφέρει στην ζωή την χαμένη μαγεία αυτού του όμορφου αγνώστου.

    Αγαπούσε τα δάση και τα χρώματα. Την μυρωδιά της θάλασσας. Το να πλημμυρίζεται από εκατοντάδες λουλούδια. Να κυλιέται στο γρασίδι γελώντας. Να νιώθει την γη να πάλλεται ζεστή κάτω από τα χέρια της. Αγαπούσε. Αγαπούσε. Αγαπούσε.

   Κάποτε είχε όνειρα. Όνειρα που μύριζαν πανέμορφα. Όνειρα κεντημένα με την ομορφιά ολόκληρης της γης. Ταξίδια και περιπέτειες. Την θέση τους πήραν ο κίνδυνος και η αδρεναλίνη.

   Κάποτε είχε όνειρα.

Wednesday, February 22, 2012

Η πορεία.

    Είναι πολλοί αυτοί την φορά. Και δεν είναι σκιές. Είναι εκατομμύρια κομμάτια ζωής. Φωτεινοί άνθρωποι. Βρωμάνε ψέμα. Καθώς περπατάνε η ψυχή τους πέφτει σαπισμένη σε κομμάτια κάτω. Δεν τους νοιάζει. Δεν τους νοιάζει που βλέπουν τον άνεμο να παίρνει το όνομά τους. Δεν έχουν όνομα ούτε υπόσταση. Υποταγμένοι σε ένα θολό φως που τους οδηγεί, προχωρούν ασταμάτητα, ίδοι, σάπιοι, δυστυχισμένοι.

   Ποιός είπε ότι το φως ζεσταίνει? Αγκαλιάζει? Ποιός είπε ότι το φως είναι η αλήθεια? Πού ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι, οι τελευταίοι κρίκοι του σύμπαντος, τι σκατά είναι η αλήθεια? Όλα φαίνονται στο φως. Η αλήθεια αποτελεί το αιώνιο μυστήριο της ζωής. Πώς γίνεται να είναι φανερή? Μονόπλευρη? Ένα άσπρο ίδιο φως.

   Πάρτε το από μπροστά μου. Με τυφλώνει. Πέφτει πάνω μου σαν εκατοντάδες παγωμένα χτυπήματα. Κρυώνω.

   Πάρτε τα χέρια σας από πάνω μου. Πουλημένοι, άδειοι άνθρωποι. Τι μάθατε ποτέ από θάλασσα? Από έρωτα? Από φόβο για θάνατο? Το μόνο που κάνετε είναι να χαμογελάτε. Τίποτα δεν με τρομάζει περισσότερο από το ανθρώπινο χαμόγελο. Είναι τόσο έντονα τεντωμένο στα πρόσωπά σας που το δέρμα σας έχει αρχίσει να φθείρεται και να σκίζεται στις άκρες. Έχετε μπλαβιάσει από την προσπάθεια. Γιατί αν αφήσετε τους μυς σας ελεύθερους δεν θα χαμογελάσετε. Θα ξεσπάσετε σε ένα άγριο ουρλιαχτό.
  
  Κρυώνω. Νιώθω ένα ζευγάρι χέρια να μου χαιδεύουν την πλάτη. Απαλά και απειλητικά. Δεν έχω το κουράγιο ούτε καν να της πω φύγε. Είμαι ο πιο κουρασμένος άνθρωπος του κόσμου.

ΣΎΝΕΛΘΕ.

  Με κοιτάζει. ''Πώς μπόρεσες ποτέ να πιστέψεις πως σου έκανα κακό? Εσύ με καλούσες τις νύχτες! Εσύ ούρλιαζες το όνομα μου! Τι νόμιζες? Οι άνθρωποι που πνίγονται στο σκοτάδι από τότε που γεννήθηκαν με καλούν. Και εγώ ανταποκρίνομαι. Εσύ με έδεσες απελπισμένη μαζί σου. Εσύ! Εγώ μπορώ να φύγω όποτε θέλω. Εγώ είμαι ο θάνατος ο ίδιος''.

   Γελάω απελευθερωμένη. Έχει δίκιο. Αλλά δεν με νοιάζει. Την αγκαλιάζω λαίμαργα.

 ''Μείνε'' ψελλίζω. ''Είσαι η μόνη που ότι και να γίνει μένει. Είσαι εδώ όποτε σε φωνάξω. Με αντάλλαγμα τόσο μηδαμινό, που ούτε καν με νοιάζει. Την κομματιασμένη ψυχή μου''.

  Τα μάτια της τρέχουν στο πρόσωπό μου. Σαν να ρουφάει την μορφή μου.

  ''Μου λείπει'' ψιθύρισα με το πρόσωπό μου χαμένο στα μαλλιά της που μύριζαν θάνατο. Τα λευκά παγωμένα δάχτυλά της σαν αράχνη περπάτησαν αργά στο χέρι μου. ''Λες ψέμματα'' μου είπε.

   ''Δεν ξέρω τι λέω πια. Δεν ξέρω που πάω, γιατί πάω, με ποιόν πάω. Δεν ξέρω τίποτα. Απλά περιμένω.''

   Οι άνθρωποι τώρα έχουν έρθει πιο κοντά μου από ποτέ. Οι κραυγές τους σκίζουν τα αυτιά μου.

   ''Ησυχία'' λέω σιγανά. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνονται την παρουσία μου. Τα χαμόγελά τους γίνονται όλο και πιο πλατιά. Μαχαίρια ξεφυτρώνουν στα χέρια τους. Οι άδειες κόγχες των ματιών τους σαν να φωτίστηκαν.

    ''Ησυχία!'' φωνάζω τώρα κοφτά. Με αγγίζουν εκεί που θέλουν, όπως θέλουν. Δεν έχω την δύναμη να αντισταθώ. Χάνομαι στον χείμαρρο των επιθυμιών τους. Τόσο ασήμαντη είμαι.

    ''Ησυχία!'' το ουρλιαχτό διαπερνά την ατμόσφαιρα και τα σάπια κουφάρια τους. Και αντί για το γλοιώδες παγωμένο φως που τους οδηγεί, πιάνομαι από ένα χέρι. Δεν νομίζω να μάθω ποτέ πιανού είναι.

  Μίλα μου σε παρακαλώ.

Tuesday, February 21, 2012

.

    Θυμάμαι πάλι απόψε, τώρα που σβήσαν τα φώτα και η μόνη ένδειξη ζωής είναι το τεχνητό φως του υπολογιστή στο σκοτεινό σαλόνι. Θυμάμαι πάλι απόψε ολομόναχη. Παραληρώ στο μέρος αυτό που γράφω, στο σπίτι μου, στον τοίχο που θα κάτσει να με ακούσει. Που δεν θα κρίνει ποτέ τίποτα. Θα ρουφήξει διψασμένα όσα του πω.

  Ήρθαν πάλι και με έπνιξαν! Τόσες μυρωδιές! Θυμάμαι! Την πικρή γεύση του καφέ. Το κύμα που έσκαγε. Την άμμο που τρύπωνε παιχνιδιάρικα μέσα στα ρούχα μου. Τα αστέρια να τρέχουν σε ένα τεράστιο βαθύ μπλε που το λένε ουρανό. Ποιό θα προφτάσει να πέσει πρώτο στη γη.

  Νιώθω σαν να γέρασα δέκα χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι. Σαν να έχασα αρκετή Δάφνη. Σαν να έχασα όλη την Δάφνη ίσως.

  Αφού με πνίγουν! Τρία αρώματα που με σημάδεψαν, τρεις ιστορίες και τρεις πυροβολισμοί στις ελπίδες μου.

 Μπαμ x3. Και δεν έχει μετά. Μετά τίποτα.

Wednesday, February 15, 2012

Καλημέρα.

  Θα μου λείψετε φώτα. Θα μου λείψει η ασφάλειά σας. Το πως χρωματίζατε το κορμί μου καθώς λικνιζόμουν σε χαοτικούς ρυθμούς. Πράσινα , μπλε,κίτρινα φώτα. Κόκκινα. Χάος. Μουσική τόσο δυνατή που ποτίζει τα κύτταρά σου. Κουνάς το κεφάλι σου μπρος πίσω. Το πάτωμα τρέμει.Πίνεις μια γουλιά ποτό, γέρνεις στην καρέκλα και χαμογελάς. Και τα μάτια σου πετάνε φωτιές. Βάζουν πυρκαγιές σε όλη την αίθουσα.

  Όταν ξυπνάς και ξαφνικά όλα γύρω σου φωνάζουν καλοκαίρι, νιώθεις να ξυπνάς και μέσα σου. Ο ήλιος είχε ζεστάνει με έναν πρωτόγνωρο τρόπο το δωμάτιο. Και χαμογέλασα. Γιατί όσο και να αργήσει η άνοιξη, ο χειμώνας μέσα μου έχει οριστικά τελειώσει.

  Τι όμορφη λέξη. Οριστικά. Πάντα την απέφευγα. Την φοβόμουν. Φοβόμουν το μαχαίρι. Το απότομο τέλος. Πάντα χρησιμοποιούσα το ''ίσως''. Πάντα γύρναγα για λίγο πίσω. Χωρίς να ξέρω που πρέπει να είμαι. Χωρίς να ξέρω που πραγματικά θέλω να είμαι.

   Τελείωσε. Σαν ένας εφιάλτης που κράτησε πολύ, μήνες ολόκληρους, τελείωσε. Αυτή την φορά ναι, τελείωσε. Ίσως να ξανάρθει μετά από καιρό, για λίγο, αποδυναμωμένη. Το δέρμα της πια θα έχει φυσιολογικό χρώμα. Τα μαλλιά της θα είναι πιασμένα σε μια όμορφη πλεξούδα. Τα πληγιασμένα χέρια της θα έχουν γιατρευτεί. Θα φοράει ένα καινούριο φόρεμα. Και το μόνο που θα θυμίζει πλέον το παρελθόν θα είναι το βάθος στα μάτια της. Και δεν θα είναι αρκετό να με κάνει να γυρίσω πίσω. Ποτέ ξανά.

   Πρέπει να φτιάξω καφέ. Ώρες ώρες αμφισβητώ αυτό το νέο φως. Φοβάμαι μήπως κρύβει κάτι από το παρελθόν. Μήπως είναι μια ψευδαίσθηση. Μετά όμως βάζω την μουσική μου. Ζωγραφίζω την Μάγια. Και βλέπω πως τίποτε δεν έχει αλλάξει. Απλά μια νέα δύναμη κινεί τα χέρια και το είναι μου. Γιατί αυτή την φορά δεν είμαι μόνη.

Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Τα χρώματα μέσα του όμως στρέφονται αλλού.

Wednesday, February 8, 2012

Χωρίς τίτλο.

     Είναι τρομερό να ξυπνάς μετά από χρόνια άγνοια. Χρησιμοποιώ την λέξη ''τρομερό'' γιατί για μένει δηλώνει κάτι μεγάλο και απότομο. Ούτε καλό ούτε κακό.

    Τα χρώματα, τα σπίτια, οι άνθρωποι γύρω μου μοιάζουν διαφορετικοί. Σαν να απέκτησε ποιότητα και νόημα η ύπαρξή τους. Ο καφές το πρωί είναι αρκετά πικρός ώστε να χαμογελάσω στραβομουτσουνιάζοντας. Θα ρίξω ζάχαρη και γάλα μέσα. Θα τον κάνω όσο γλυκό θέλω.

    Έτσι σαν τον καφέ μπορούμε να φτιάξουμε την ζωή μας. Το γάλα και η ζάχαρη δεν χρειάζεται να είναι χρήματα. Ουσιαστικά η πραγματική ζωή έρχεται όταν σταματήσεις να ψάχνεις το νόημά της. Όταν σέβεσαι τόσο πολύ τον εαυτό σου ώστε τιμάς τις στιγμές που είσαι μόνος σου. Ασχολείσαι με ότι σου αρέσει και σε γεμίζει χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Δεν σε νοιάζει πια τι σκέφτεται ο κόσμος. Είσαι αληθινή απέναντι σε όποιον θες, την στιγμή που θες. Γιατί πλέον είναι μαγικό να είσαι ο εαυτός σου.

   Θέλει πολλή δύναμη να αναδυθείς από τον πάτο. Πολύ κόπο και πολύ πόνο. Θέλει να δεις τον εαυτό σου να ξεφτιλίζεται μπροστά στα μάτια σου, και να τον βρίσεις σαν να ήσουν τρίτος. Θέλει να αυτοσαρκαστείς όσο ποτέ. Να αντέξεις την ντροπή που συνοδεύει το ξύπνημα. Εκείνο το φριχτό συναίσθημα της ντροπής. Ντροπή για κάθε πράξη, κάθε λέξη που πέταξες δίχως να το σκεφτείς, απλά γιατί μπορούσες. Ντροπή για κάθε λάθος επιλογή που δεν καταλάβαινες ούτε καν για ποιόν λόγο έκανες. Ντροπή που δεν διόρθωσες τα πράγματα νωρίτερα και άφησες τον εαυτό σου να φύγει. Ντροπή για κάθε ξύπνημα μέσα σε ένα σώμα που δεν ήταν δικό σου.

   Οι άνθρωποι είμαστε εγωιστικά πλάσματα. Εξαιρετικά εγωιστικά. Μπορεί να ξέρουμε τα ελαττώματα και τα ψεγάδια μας, μπορεί να τα παραδεχόμαστε κάποιες φορές, αλλά δεν θέλουμε να αλλάξουμε. Είμαστε τόσο εγωιστές που τιμάμε ακόμα και τα κακά στοιχεία του εαυτού μας, χωρίς να προσπαθήσουμε καν να τα βελτιώσουμε. Και κάποιες φορές χρειαζόμαστε χαστούκια από την ζωή για να ανοίξουν τα μάτια μας. Άσχημο να χρειαστεί να πέσεις για να μάθεις. Τόσο ανθρώπινο όμως ταυτόχρονα!

  Κάνει κρύο αλλά μου αρέσει. Μου αρέσει που έχω τον έλεγχο του εαυτού μου. Που προσπαθώ να διαβάσω, που χαλάω μηχανικά τις αφέλειες στο μέτωπό μου, που ζωγραφίζω καρτούν στην άκρη του βιβλίου. Μου αρέσει που παίρνω τηλέφωνα και γκρινιάζω, γελάω, κλαίω.

Όλα αποκτούν νόημα από την στιγμή που σταματάς να το ψάχνεις.

Thursday, February 2, 2012

Μπαμ.

Το κείμενο αυτό δεν είναι καν κείμενο. Δεν το δούλεψα, δεν θα το ξανακοιτάξω, είναι απλά όπως έχω ξαναπεί να εκφράσω γραπτά όσα με γεμίζουν χωρίς να πολυσκεφτώ αν βγάζουν νόημα ή αν θα τα καταλάβει κανείς. Δεν με ενδιαφέρει στην παρούσα φάση.    

    Είναι αυτές οι στιγμές που κάτι συμβαίνει, και αντί να σε ρίχνει ψυχολογικά σου ανοίγει τα μάτια τόσο απότομα, που απορείς πώς δεν έβλεπες τόσο καιρό τα χάλια σου. Έτσι έγινε και με μένα. Σαν βόμβα άρχισαν να πέφτουν οι διαπιστώσεις στο μπερδεμένο μου κεφάλι. Ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Ξυπνάω και πλέον ξέρω. Γνωρίζω. Όλα ήταν απλά. Επιτέλους είδα αντί να κοιτάξω μόνο.

    Ξαφνικά δημιουργήθηκαν δυο πολύ περίεργες καταστάσεις μέσα μου πάλι. Την πρώτη δεν θα την περίμενε κανείς. Νιώθω ξαφνικά πολύ δυνατή. Αρκετά ώστε να μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου. Να χαίρομαι όταν ξυπνάω μόνη μου στο σπίτι, φτιάχνω καφέ και τραγουδάω όποιο χαζό τραγούδι μου έρχεται στο μυαλό. Να χαίρομαι όταν με παίρνουν τηλέφωνο άτομα που αγαπάω και μου λένε χαζομάρες. Να γελάω, επιτέλους! Να έχω μια δική μου ζωή στα χέρια μου, με μικρές ασήμαντες αλλά τόσο σημαντικές ταυτόχρονα στιγμές για εμένα. Η επόμενη σκηνή που θα ζωγραφίσω, το τραγούδι που θα παλέψω να βγάλω, τα ρούχα που θα βάλω αύριο, οι αηδίες της τηλεόρασης που με βοηθούν να σκοτώσω ώρα, τα ανιμε που θα μου κρατήσουν συντροφιά, η σχολή μου και τα παιδιά εκεί που αγαπάω τόσο πολύ. Μια βόλτα στο Σύνταγμα, τα πλαστικά φαγητά στα Μακ, τα τσιγάρα που φεύγουν τόσο γρήγορα.

    Αρνούμαι λοιπόν! Αρνούμαι να πέσω και άλλο! Κανείς δεν θα σε βοηθήσει να ζήσεις εάν δεν το θέλεις εσύ ο ίδιος πρώτα.

  Όχι άλλη επιφάνεια στην ζωή μου. Κουράστηκα να πνίγομαι μέσα σε τόσους άγνωστους ανθρώπους. Ξέρω ποιοι με κάνουν καλά και τους χρειάζομαι, και μόνο εκείνοι έχουν πλέον μια θέση στην ζωή μου. Λίγη αλήθεια επιτέλους! Ή όπως λέει και η Μαργαρίτα, κάτι ουσιαστικό. Ουσία.

    Η δεύτερη κατάσταση είναι πιο κρυφή και ανεξερεύνητη. Όσο δυνατή άρχισα να νιώθω για τον εαυτό μου, όση σιγουριά για τις επόμενες κινήσεις μου με γέμισε αφαιρέθηκε από την ελπίδα που με κράταγε τόσο καιρό. Δεν ελπίζω πια. Δεν ψάχνω πια. Δεν πιστεύω σε όσα με κάναν να ορμάω με βάση το ένστικτό μου. Δεν κυνηγάω πλέον κανέναν και τίποτα. Ο κυνηγός κατέληξε θύμα. Και πόνεσε. Τόσο πολύ, ώστε να νιώθω παγωμένος όσον αφορά το μέσα του. Σαν ένα ρολόι που έχει σταματήσει. Παγωμένος αλλά σίγουρος. Ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό, λέει μια πολύ κλισέ ατάκα. Πόσο αληθινή όμως είναι! Τίποτα δεν με σκότωσε τους τελευταίους 6-7 μήνες, τίποτα. Αντίθετα, βγαίνω πιο δυνατή, πιο προσεκτική, πιο σίγουρη από όλα αυτά. Θα κάνω καιρό να δω τα σαπισμένα χέρια σου. Γιατί τουλάχιστον τώρα μικρή μου, δεν σε χρειάζομαι. Έχω εμένα.

  Και νιώθω έτοιμη! Έτοιμη για οτιδήποτε. Μου χρειάζονταν όλα αυτά τόσο καιρό. Με δοκίμασαν. Και βγαίνω νικήτρια από τον πάτο. Γιατί επιλέγω να εισπνεύσω τον αέρα στην επιφάνεια.

Και μέχρι στιγμής το καταφέρνω καλά.

Monday, January 30, 2012

She's turning cold

She's turning cold
No hand to hold now
She'd like to cry
But she forgot how

She's not helpless
Although she hopes that
Ribbons and bows
She's turning cold

She's turning cold
Human division
She's screamed before
But no one listened

The sting that's hard
In her chest feels wrong
The numbing slow
She's turning cold

She's turning cold
Her eyes are hollow
All that she owned
Had to be borrowed

The words they spoke
Were hard to swallow
It seems so long ago
The girl still had her glow
She lost the life she knows
She's turning cold

   Χρειάζομαι ζέστη. Με κούρασε αυτός ο χειμώνας. Με εξάντλησε. Και θα αργήσει να τελειώσει, αυτό είναι σίγουρο. Ο χειμώνας μέσα μου θα αργήσει να τελειώσει.

   Θέλω να νιώσω. Όσα ονειρεύτηκα και δεν τόλμησα ποτέ να διεκδικήσω. Ο άνεμος φυσάει σπάνια πια. Όχι όπως παλιά. Τόσο σπάνια που κάθε φορά που τον νιώθω να μαστιγώνει το πρόσωπό μου, πρώτα μένω έκπληκτη και μετά χαίρομαι. Χρειάζομαι άνεμο στην ζωή μου.

Γράψε Δάφνη. Έλα μπορείς. Γράψε όπως παλιά. Νιώσε, άγγιξε. Πάρε και δώσε.

Δεν μπορώ να γράψω για άλλη μια φορά.

Κρυώνω.
Πονάω.

Παγωμένα πάλι τα χέρια σου στο κορμί μου. Παγωμένη η ανάσα σου στην πλάτη σου. Ούτε ίχνος ζεστασιάς στα ματωμένα σου χείλη. Πάγος.

Έλα απόψε πάλι και γίνει η ερωμένη μου. Μόνο εσύ με χρειάζεσαι και μόνο εγώ σε χρειάζομαι. Το παιδικό μειδίασμα σου. Τα λιπόσαρκα άκρα σου γύρω από τον λαιμό μου. Έλα πάλι απόψε. Κοίτα με στα μάτια και δώσε μου λίγο τρόμο από μέσα σου. Μπας και νιώσω κάτι.

Μην χαθείς πάλι! Σταμάτα να φεύγεις! Αν είναι να έρθεις μείνε. Πέρασε την νύχτα μαζί μου. Η παγωνιά θα μας ενώσει. Θα τρυπήσει τα κορμιά μας. Θα γίνουμε ένα γιατί δεν υπάρχει κανένα άλλο. Ούτε δύο ούτε τρία. Θα γίνουμε ένα.

Φύσα τον καπνό. Κλείσε τα μάτια. Ζωγράφισε. Τραγούδα. Οδήγησε τα χέρια σου στο χαρτί και την φωνή σου στον ουρανό. Κάνε κάτι.

Σε παρακαλώ, κάνε κάτι.

Sunday, January 15, 2012

Show must go on

    Παλεύουν δυο καταστάσεις αυτή την στιγμή μέσα μου: Η καινούρια γυαλιστερή δυνατή Δάφνη, που ''δεν θα αφήσει κανέναν ποτέ ξανά να την γαμήσει τόσο πολύ ψυχολογικά μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού'', και η αδύναμη, διψασμένη για ψέμα Δάφνη. Διψασμένη για θέατρο, ψεύτικα χαμόγελα και ηλίθιες, κούφιες υποσχέσεις.

   Δεν πιστεύω στον έρωτα. Έχω αναπτύξει άπειρες φορές αυτό το θέμα, και καταλήγω απόλυτη. Ή μάλλον, ας το θέσω διαφορετικά. Δεν πιστεύω ότι θα μπορέσω να ερωτευτώ ποτέ εγώ, και συνεπώς, να αγαπήσω. Να είμαι έτοιμη να πεθάνω για τον άλλον. Να τον θεωρώ πιο σημαντικό και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν είναι ότι μου φαίνεται λάθος. Νιώθω πως θα έχανα τον εαυτό μου σε μια τέτοια κατάσταση. Και αγαπάω τον εαυτό μου όπως και να το κάνουμε.

   Μπορώ να νοιαστώ για ανθρώπους. Μπορώ να ρίξω την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια μου στα πατώματα και να πάρω τηλέφωνο κλαίγοντας και παρακαλώντας τον άλλον, απλά επειδή τον χρειάζομαι. Φριχτό συναίσθημα ε? Να χρειάζεσαι κάποιον. Και να μην ξέρεις  γιατί. Να μπορείς να εξηγήσεις γιατί το σώμα σου χρειάζεται φαγητό και νερό, αλλά να μην καταλαβαίνεις πώς γίνεται μια πολύ συγκεκριμένη φωνή και ένα πολύ συγκεκριμένο άγγιγμα να ηρεμούν τους παλμούς της καρδιάς σου. Να θέλεις να βλέπεις τον άλλον να χαμογελάει. Να χρειάζεσαι τα χέρια του γύρω από το σώμα σου όταν κοιμάσαι.

  Όμως σταδιακά, το ''χρειάζομαι'' δεν προκαλεί κτητικές καταστάσεις? Θέλεις ο άλλος να είναι δικός σου. Ζηλεύεις. Πειράζει που δεν κατάλαβα ποτέ το συναίσθημα της ζήλειας? Περιμένω ειλικρίνεια από τους ανθρώπους. Οτιδήποτε και να έχεις με ένα άτομο του άλλου φύλου, είσαι υποχρεωμένος να δεχθείς πως πριν από εσένα, και φυσικά και μετά από εσένα υπήρχε και θα υπάρχει ένας άνθρωπος πιο σημαντικός από εσένα! Ένας φίλος για παράδειγμα. Γιατί να ζηλέψεις? Γιατί απαιτούμε άραγε εμείς οι άνθρωποι να είμαστε το νούμερο ένα στην ψυχή του άλλου? Αφού γνωρίζουμε πώς, ακόμα και να το καταφέρουμε, δεν θα κρατήσει για πολύ! Δεν γίνεται απλά να χαιρόμαστε ότι έχουμε? Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ρουφάμε εμπειρίες, να ρουφάμε, να συλλέγουμε ανθρώπινα κομμάτια και να μαθαίνουμε. Η κάθε σχέση, η κάθε επαφή να μας οδηγεί σε κάτι καλύτερο.

  Για να καταλήξουμε στον γάμο? Μα γιατί! Το να βρεις έναν άνθρωπο που να σε εμπνέει τόσο πολύ ώστε να θες να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί του,το θεωρώ γελοίο. Ή τουλάχιστον, όμορφο, αλλά σπάνιο. Κοίτα όμως που όλοι παντρεύονται! Όλοι!

  Ψάχνω και δεν βρίσκω για άλλη μια φορά σήμερα. Κάνω βόλτες προβληματισμένη στο κλουβί μου, πέρα δώθε πέρα δώθε.

   Το να νοιάζεσαι πρέπει να οδηγεί οπωσδήποτε κάπου? Το να χρειάζεσαι κάποιον είναι κακό τελικά? Αναιρώ μόνη μου τα όσα λέω!

  Και τι θα πει να χρειάζεσαι κάποιον άραγε? Να θες να είσαι κομμάτι της ζωής του? Μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία. Γιατί να τυποποιούμε τα ανθρώπινα συναισθήματα! Γιατί να τα βάζουμε σε ένα κουτί! Σε ένα άσχημο καλούπι! Γιατί να υπάρχουν ''κανόνες'' στις ανθρώπινες σχέσεις? Πάμε να δαμάσουμε κάτι τόσο αόριστο όπως την ανθρώπινη ψυχή? Και τελικά, πληγωνόμαστε από τους ίδιους κανόνες που θέσαμε εμείς! Δεν μπορούν να είναι όλα απλά?

  Μπέρδεμα, μπέρδεμα. Το μυαλό μου μπλέκεται σαν κουβάρι. Χάνομαι και δεν καταλήγω πάλι πουθενά. Ένα πολύ συγκεκριμένο άτομο που τώρα πια δεν υπάρχει στην ζωή μου θα με ρώταγε απλά και απότομα κάτι τελείως διαφορετικό από αυτές τις αμπελοφιλοσοφίες: ''Τι θες εσύ Δάφνη? Όχι η κοινωνία, όχι οι άνθρωποι με τους οποίους μπλέκεις, αλλά εσύ. Για μια φορά σταμάτα να παρασύρεσαι και κάνε αυτό που θες και σε κάνει να νιώθεις καλά''.

  Έχω συνηθίσει να παίζω αγαπητέ! Να παίζω την ταινία που έχω στο μυαλό μου. Εμπρός λοιπόν, ώρα να καταρρεύσουν όλα. Πέφτω στην ίδια μου την παγίδα! Στην φάκα που είχα φτιάξει τόσα χρόνια, να 'μαι, εκεί έχω πιαστεί.

  Τι θέλω άραγε? Τι θες Δάφνη? Γιατί νομίζω πώς παρεξήγησες τα πάντα. Όταν σε πνίγει το λευκό, η λύση δεν είναι να καταφύγεις στο μαύρο. Δεν υπάρχει λόγος να διαλέξεις το άλλο άκρο. Χρειάζεσαι ηρεμία. Χρειάζεσαι χαρά ανεμελιά. Χρειάζεσαι, χρειάζεσαι.

  Χρειάζεσαι?

  Σταμάτα να με κοιτάς από το δωμάτιό μου. Σε βαρέθηκα. Βαρέθηκα να με προστάζεις με τα άδεια σου μάτια. Να μου δείχνεις τι πρέπει να κάνω με τα σαπισμένα πληγιασμένα σου χέρια. Θέλω να σε πετάξω στα σκουπίδια ακούς? Την νεκρή παγωμένη ύπαρξή σου. Θέλω να ζήσω επιτέλους.

   Πρώτη φορά χαμογελάς με τόση αυτοπεποίθηση. Τόσο ήρεμα. Φεύγεις. Και τρόμος με κατακλύζει. Θα ξανάρθεις όταν πέσει η νύχτα, να μου θυμίσεις ότι πάντα κάτι χρειάζομαι, κάποιον, χωρίς να ξέρω τι. Θα σκίσεις τα χέρια μου με τα νύχια σου. Θα με κάνεις να ούρλιάξω από απόγνωση. Ξανά ξανά. Εκατομμύρια ίδιες νύχτες.

  Μόνη. Μόνη. Μόνη. Εγώ και εκείνη αγκαλιά. Οι μαύρες της μπούκλες τυλίγονται σφιχτά γύρω από το σώμα μου. Σε παρακαλώ. Όχι άλλο. Όχι άλλο.

  Και παίρνω ρίσκα. Τρέχω από άνθρωπο σε άνθρωπο, αγκαλιάζω το είναι τους, δίνω δίνω. Πετάω λέξεις βαριές. Και μετά φεύγω ξαφνικά μια μέρα. Και ξανά το ίδιο!

  Αλήθεια δεν έψαχνα? Αλήθεια δεν βρήκα? Τι φταίει τώρα?

 Φύγε σου είπα! Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου! Με πονάς! Με πονάς από τότε που ήμουν 11. Με κατέστρεψες. Πόνεσα κόσμο. Έκανα φριχτά πράγματα. Φύγε λοιπόν! Άσε με να χαμογελάσω. Σε παρακαλώ.

  Όλα είναι απλά. Ας μην τα μπερδεύω λοιπόν.

Wednesday, January 11, 2012

Σάρκα

     Σήμερα στην σχολή κάναμε ένα κείμενο για τον Εγγονόπουλο. Μετά από κουραστικές αναλύσεις των υπερρεαλιστικών ξεσπασμάτων του ποιητή, η καθηγήτρια κατέληξε στα εξής:

''Ο ποιητής προσπαθεί απελπισμένα να καταφύγει στο φαντασιακό για να απομακρυνθεί από την πεζή πραγματικότητα. Αλλά και η ίδια η φαντασίωσή του κρύβει παγίδες. Δεν τον ικανοποιεί, τον βυθίζει ακόμα περισσότερο στην μοναξιά και στην απελπισία του''

Χρααατς.
Τα λόγια της με έκοψαν βαθιά για κάποιο λόγο. Κάθε λέξη βροντοχτυπούσε μέσα μου. Παγωμένη, χάθηκα στις σκέψεις μου.

   Το φαντασιακό. Μια μαγική φούσκα όπου όλα είναι δυνατά. Το καταφύγιό μου από παιδί. Δρόμοι και μέρη όπου ο πλούτος, η ομορφιά και η δύναμη ξεχείλιζαν από το στήθος μου. Παγιδευμένη σε φαντασιώσεις ιδανικών καταστάσεων, χωρίς ποτέ όμως να τολμάω να υλοποιήσω καμία από αυτές. Παγιδευμένη στον εαυτό μου. Ανθρώπινος εγωισμός. Ανθρώπινο βόλεμα.

    Σαπισμένοι άνθρωποι. Πόση υποκρισία! Πόσα αηδιαστικά χαμόγελα. Γυρνούν το βλέμμα αλλού σε διαφορετικές καταστάσεις. Αληθινές καταστάσεις. Οι άνθρωποι δεν δημιουργήθηκαν για να απεχθάνονται το αίμα και τον φόνο. Ξεκίνησαν ως ζώα, που παρακινούνταν μόνο από τα ένστικτά τους. Σκότωναν για επιβίωση και για εξουσία. Αλήθεια, ποιός δεν έχει μισήσει κάποιον τόσο πολύ ώστε να φανταστεί τον φόνο του μέσα στο μυαλό του? Κατευθείαν όμως αποστρέφουμε την σκέψη μας από αυτή την εικόνα, επειδή το έχουμε συνδέσει με κάτι αισχρό και λάθος. Λες και δεν ξέρουμε ποιά είναι η πραγματική, άγρια φύση του ανθρώπου! Στρέφουμε το βλέμμα αλλού και συνεχίζουμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι πραγματικά συνέβη μέσα μας για λίγο. Και μετά αποκαλούμε άρρωστο όποιον έχει το θάρρος να συζητήσει τέτοια θέματα και πτυχές της ύπαρξής μας. Σάπιοι άνθρωποι!

  Σκεφτόμουν την φύση και το πώς η ανθρώπινη ουσία ξεχωρίζει. Τα ζώα σκοτώνουν για επιβίωση. Ο άνθρωπος όταν σκοτώνει, το κάνει για προσωπική ευχαρίστηση, για την ικανοποίηση ενός θαμμένου εγωισμού. Σάπιοι άνθρωποι! Ποιός είναι πιο διεστραμμένος τώρα?

  Σκεφτόμουν την κυριαρχία της σάρκας στον άνθρωπο. Πού είναι η ψυχή και η ανωτερότητά μας όταν επιστρατέυουμε το σώμα για την κατάκτηση πνευματικών αγαθών?

  Σκεφτόμουν το σεξ. Πώς ο άντρας αδειάζει και η γυναίκα γεμίζει σωματικά και πρακτικά. Ψυχικά όμως συμβαίνει το αντίθετο. Ο άντρας γεμίζει και η γυναίκα αδειάζει. Κάθε γυναίκα αφήνει ένα κομμάτι της στον κάθε άντρα, οι άντρες όμως όχι. Γιατί τόση αντίθεση στην φύση άραγε?

  Σάρκα. Αφή. Ηδονή. Ο άνθρωπος,ζωικά παρασυρόμενος, θέλει να αγγίξει, να γεμίσει. Θέλει να νιώσει την αίσθηση ενός ξένου κορμιού πάνω στο δικό του. Να το ανακαλύψει με τα χέρια. Θέλει να δαγκώσει με μανία την τροφή ώστε να ξεχυθεί η γεύση της στο στόμα του και να ικανοποιήσει τους αισθητήρες της γλώσσας του. Θέλει να κουνήσει μανιασμένα το κορμί του στον ρυθμό γρήγορης μουσικής. Να τινάξει τους μυς του, να χαλαρώσει. Μέσω πράξεων καθαρά σωματικών ο άνθρωπος γεμίζει ψυχικά. Σάρκα και μετά ψυχή.

  Υπάρχουν άραγε πράγματι άνθρωποι που λειτουργούν αντίθετα από αυτό? Πρώτα γεμίζουν ψυχικά και ύστερα ξεσπούν με το σώμα? Σαν εμένα ίσως.

  Ψάχνω και χάνομαι. Ακολουθώ όποιο νήμα, όποιον δρόμο βρεθεί στην ζωή μου χωρίς να τον επεξεργαστώ καθόλου, μπλέκομαι με σκέψεις και ύστερα ξανά στην αρχή, ο ίδιος αέναος κύκλος μου.

  Ψάχνω και δεν καταλήγω πουθενά! Πάλι ψάχνω το ζώο μέσα μου, γιατί με κούρασε πολύ η ανθρώπινη ιδιότητα. Με κούρασε πολύ. Ψάχνω εκείνο το ζώο μέσα μου. Και το βρίσκω! Ανεστραμμένο και αντίθετο!

  Ψάχνω,ψάχνω και δεν καταλήγω πουθενά! Ποτέ δεν θα καταλήξω από ότι φαίνεται. Θα αναζητώ αιώνια, και θα πεθάνω χωρίς να γνωρίζω! Θα ζω, θα νιώθω, θα γεύομαι τροφή και σάρκα και μετά θα πεθάνω δίχως να γνωρίζω τι είναι πραγματικά ο άνθρωπος. Χάνομαι σε αναλύσεις του Φρόυντ και του Λακάν, οδηγούμαι χαρούμενη κάπου και ύστερα χάνομαι πάλι.Ψάχνω!

Και θα πεθάνω ψάχνοντας.

 

Saturday, January 7, 2012

Ανθρώπινες σχέσεις.

   Σκεφτόμουν ότι όταν έχεις μάθει να ζεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο, είναι δύσκολο έως αδύνατο να αλλάξεις.

  Η μητέρα μου λέει εδώ και αρκετό καιρό μια συγκεκριμένη ατάκα που κανονικά θα έπρεπε να μου κάνει αίσθηση, αλλά για κάποιο λόγο απλά παγώνω όταν την ακούω.

''Δεν σε βλέπω να χαμογελάς. Δεν είσαι χαρούμενη. Τα παιδιά της ηλικίας σου πρέπει να είστε χαρούμενα. Δεν έχετε έννοιες. Ούτε και τίποτα σοβαρό να σας απασχολεί''.

   Και μετά η διαπίστωση πέφτει σαν βόμβα στο μυαλό μου και τα διαλύει όλα.

Πόνος.
Η συνισταμένη όλων των διαπροσωπικών μου σχέσεων.
Οτιδήποτε ξεκινούσα, το ξεκινούσα με πόνο. Δενόμουν με ανθρώπους, έφτιαχνα σχέσεις, φιλίες.
Βλέπω ζευγάρια και φίλους να βασίζουν τις σχέσεις τους στην ανεμελιά. Στην χαρά.
Το βλέπω και για κάποιο λόγο νιώθω ότι ζω σε άλλον πλανήτη.
 
Τι να τους κάνω τους ανθρώπους της ανεμελιάς? Τους ευτυχισμένους? Αφού δεν χρειάζονται τίποτα από τους άλλους ανθρώπους. Γιατί είναι ευτυχισμένοι.

Πώς θα ανακαλύψω έναν ξένο, τον άβυσσο της ψυχής του, εάν δεν ενωθούμε μέσω κοινών εμπειριών? Εάν δεν μου πει και του πω την ιστορία του καθενός μας. Εάν δεν δω πέρα από τα μάτια του.

  Γιατί ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει μια ιστορία μέσα του. Γεγονότα και φαντασιώσεις που κρύβονται καλά πίσω από χειροποίητες μάσκες. Πάθη, πόνους και λάθη. Την ταυτότητά του. Πώς μπορούν οι άνθρωποι να δένονται με χαμόγελα? Εγώ γιατί έμαθα να δένομαι με δάκρυα?

  Ίσως έχω δίκιο. Ίσως απλά πνίγομαι μέσα σε μια εποχή ψυχικής και συναισθηματικής ρηχότητας. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πλέον να ανακαλύπτουν τέτοια πράγματα. Βαριούνται. Οι δυο πιο βαθείς και συναισθηματικές λέξεις που υπάρχουν στον κόσμο για μένα, το ''είμαι εδώ'' (και όχι το σ'αγαπώ), πόσο εύκολα και χωρίς σκέψη το πετάει κανείς σήμερα? Θα είσαι εδώ αλήθεια? Φυσικά και όχι. Όταν το μόνο που σε δένει με τον άλλον είναι μια συζήτηση για το που πήγες το καλοκαίρι και δυο ανέκδοτα με τον Τσακ Νόρρις που πετάς κάθε φορά που πηγαίνεται για καφέ, τότε δεν βρίσκω κάποιο λόγο ο άλλος να σου σταθεί όταν χρειαστείς έναν άνθρωπο δίπλα σου. Αντιθέτως, θα έχει συνηθίσει τόσο πολύ την επιφάνεια και την επιτηδευμένη καλοπέραση στο άτομό σου, που το πιθανότερο είναι να τρομάξει. Και να φύγει. Δεν είναι εποχές για να ανακαλύψεις την ψυχή του διπλανού σου. Είναι εποχές να την θάψεις όσο πιο βαθιά γίνεται και να φορέσεις το πιο ψεύτικο χαμόγελό σου. Έτσι πάει.

  Γιατί αυτά τα ζευγάρια μου προκαλούν αηδία? Γιατί μου φέρνουν στο νου κάτι που σαπίζει αργά και σταθερά? Γιατί δεν μπορώ να χαρώ με τα ουράνια τόξα απέραντης βλακείας που σκορπίζουν στο πέρασμά τους? Γιατί τα φωτεινά τους πρόσωπα μου θυμίζουν θάνατο?

  Εγώ δηλαδή δεν θέλω να είμαι χαρούμενη? Δεν θέλω να χαμογελάω? Δεν πρέπει να χαμογελάω? Κανείς γύρω μου δεν με θεώρησε σοβαρή. Αντίθετα, η συμπεριφορά μου είναι τόσο προκλητική ώρες ώρες που τρομάζει. Και όλοι με θεωρούν εξαιρετικά χαρούμενο άνθρωπο. Εξαιρετικά ανέμελο. Εξαιρετικά-
 
  Σταμάτα!

  Δεν είμαι υποχρεωμένη να χαρώ με κάτι που με αηδιάζει έτσι δεν είναι? Δεν είμαι υποχρεωμένη να δώσω την ψυχή μου στον πρώτο τυχόντα έτσι δεν είναι? Είναι το μόνο πράγμα που έχω δικό μου πλέον.

  Μήπως όμως κάνω λάθος και είμαι πολύ απόλυτη? Μήπως πέφτω στην παγίδα της πομπώδης ανωτερώτητας και της μοιρολατρίας? Μήπως πραγματικά αυτό που χρειάζεται η ηλικία μας είναι χαρά? Απλή, επιφανειακή ή βαθύτερη, ψεύτικη ή αληθινή. Μήπως έχει δίκιο η μητέρα μου? Μήπως κυνηγάω καταστάσεις που δεν ταιριάζουν στα 18 μου χρόνια ζωής?

  Μα γεννήθηκα για να βρίθω αντιφάσεων. Όσο παιδί είμαι στην αναζήτηση της ομορφιάς και της μαγείας, άλλο τόσο ενήλικας στον τρόπο σκέψης μου και στην αναζήτηση της λογικής. Πόσο άσχημη λέξη η λογική έτσι δεν είναι? Μου θυμίζει βρώμικα παλιά χαρτιά και αριθμούς.

  Κάποιος, εάν του περιέγραφα το πώς σκέφτομαι και αντιλαμβάνομαι τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις, θα με αποκαλούσε επιπόλαια ''τραγικά ρομαντική''. Τι είναι ο ρομαντισμός αλήθεια? Για την κοινή γνώμη, αυτή η λέξη για κάποιον λόγο συνδέεται με λουλούδια και κεράκια.
  Πώς είναι δυνατόν να συνδέουμε κάτι τόσο σπάνιο, απόμακρο και ιερό όσο τον έρωτα με υλικά αγαθά! Πόσο βλάσφημο και αβάσιμο!

  Άλλοι τον συνδέουν με εικόνες μεσαιωνικές, δείγματα ιπποτισμού και τέχνης. Με εποχές όπου ο έρωτας δεν ήταν κατάσταση αλλά τρόπος ζωής.

   Ρομαντισμός για μένα είναι η πίστη στον άνθρωπο και στην πραγματική του φύση. Η πίστη ότι πίσω από βαμμένα μαλλιά, σκουλαρίκια και φανταχτερά ρούχα, πίσω από ωραία ή άσχημα σώματα και πρόσωπα, υπάρχει κάτι που ονομάζεται ψυχή. Και είναι το πιο σαγηνευτικό και ερεθιστικό όλων.

   Όταν ξεκινούσα κάτι με πόνο, δενόμουν τόσο εύκολα! Αγκάλιαζα το είναι του άλλου με τόση δύναμη. Και τον έδιωχνα όμως σύντομα με μια ευκολία και μια απάθεια τελείως χαρακτηριστική μου. Σαν παιδί που βαριέται εύκολα τα παιχνίδια του. Εγώ, ο υπασπιστής των αληθινών σχέσεων, έπαιζα σαν κακομαθημένο παιδάκι. Και φυσικά και δεν έπαιρνα αυτό που έψαχνα.

  Αυτό που έμαθα λοιπόν μετά από χρόνια, αφού τιμωρήθηκα από την ίδια την ζωή για τις πράξεις μου, ήταν πως δεν δενόμουν ποτέ πραγματικά με το άτομο που είχα κάθε φορά απέναντί μου. Δενόμουν με αυτό που αντιπροσώπευε για μένα. Με μια άψυχη κούκλα που είχα ως πρότυπο στο μυαλό μου. Και έφτιαχνα, όπως αφελέστατα κάνω πάντα, το παραμύθι μου. Όπως όταν ήμουν παιδί, έφτιαχνα την ιστορία. Και την έπαιζα σαν ταινία.

   Και τώρα με προκαλεί η ανεμελιά η ίδια. Με προκαλεί να αφήσω όσα κουβαλάω πίσω μου και να ζήσω. Να ζήσω? Υπάρχει ζωή χωρίς τον θάνατο? Υπάρχει καλό δίχως κακό? Έμαθα τι είναι ζωή με έναν ανάποδο τρόπο. Δυο είναι χοντρικά οι καταστάσεις που προκαλούν πόνο. Η πιο αναγνωρίσιμη είναι η έλλειψη υλικών αγαθών, που κάποιες φορές δεν συνεπάγεται έλλειψη συναισθηματικής πληρότητας. Η άλλη, η πιο παρεξηγημένη ίσως, είναι η πληρότητα όσον αφορά τα υλικά αγαθά, και το απόλυτο συναισθηματικό κενό. Πώς να καταλάβεις τι περνάνε οι δεύτεροι άνθρωποι. Στο μυαλό του κοσμάκη ένα κομμάτι ψωμί είναι το μόνο πράγμα με το οποίο πρέπει να είσαι ευχαριστημένος.

 Και ναι ανήκω στην δεύτερη κατηγορία. Και εδώ θα σταματήσει η σκέψη μου για σήμερα, στο κομμάτι όπου καλούμαι να αλλάξω, όχι μόνο για να προσαρμοστώ σε καινούριες καταστάσεις.

Αλλά και για να ηρεμήσω εγώ η ίδια πάνω από όλα.

Tuesday, January 3, 2012

Requiem

    Πνίγομαι.
    Πνίγομαι
    Πνίγομαι?

Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου.
Ή μάλλον, ας κατεβάσω τα δικά μου χέρια από τον λαιμό μου.
Βιάσου.
Δεν έχεις χρόνο.

Έλα να βαφτούμε όμορφα. Έλα να γίνουμε όμορφες. Θα πασαλειφθούμε με κόκκινο. Όχι μόνο στα χείλια! Θα χαθεί η λάμψη! Κόκκινο σε όλο το πρόσωπο, μια κόκκινη μάζα με σκούρα μάτια κοιτάζει τον καθρέφτη. Κοίτα τι όμορφες που είμαστε! Όμορφες. Όμορφες. Γιατί μιλάω για δυο άτομα?

Έλα να με ντύσεις όπως τότε. Γιατί μου έλειψε. Μου λείπει κάθε νύχτα το άγγιγμά σου. Το παρανοικό σου γέλιο. Τα μάτια σου που γυάλιζαν στο φως από τα κεριά που άναβες.

Τύλιξέ με με νύχτα. Με άνεμο. Κούμπωσε την γη στο στήθος μου. Τακτοποίησε τις πιέτες που σχηματίζει το νερό στα πόδια μου. Πνίξε με στα αρώματα του κόσμου. Μουτζούρωσε ευλαβικά το πρόσωπό μου με χρώματα. Δέσε τα μαλλιά μου με κορδέλες φτιαγμένες από πόνο.

Γύρνα με προς τον καθρέφτη. Εμπρός, βιάσου. Θέλω να με δω. Μπλαβιασμένη μέσα στα δώρα σου. Δεν μπορώ πια να πάρω ανάσα. Το πρόσωπό μου κοκκινίζει. Τα άπειρα μαργαριτάρια που έχεις σφίξει γύρω από τον λαιμό μου αστράφτουν. Είναι πανέμορφα. Και με πνίγουν αργά. Καθώς τα μάτια μου κλείνουν σε βλέπω να χορεύεις εκστασιασμένη. Είσαι χαρούμενη για τα δώρα σου.

Με ξυπνάς με φιλιά στα χέρια. Όπως η κούκλα τον δημιουργό της. Κουνάς τα σχοινιά μου επιτακτικά.

- Ξύπνα! λες κοφτά στο αυτί μου.

Δεν θέλω. Δεν θέλω να ξυπνήσω.

Πως γίνεται να αγαπάς όσα σε έκαναν να πονέσεις? Να επιζητάς εκείνο το αδιόρατο κάψιμο της ψυχής σου. Να επιθυμείς τις μαύρες εκείνες μέρες. Γιατί?

Σύνελθε!

Γιατί ήταν δικές σου! Εσύ τις έφτιαξες! Τον μικρό σου γυάλινο κόσμο. Το κλουβί σου με τα χρυσά κάγκελα. Εκείνη.

Σύνελθε!

Εκείνη?

Όχι.

Εκείνη υπήρχε.

Υπήρχε πριν και θα υπάρχει μετά.

Έτσι δεν είναι?

Θέλω να φύγω. Χρειάζομαι λίγο δάσος πάλι. Λίγο φρέσκο αέρα. Θέλω να μείνω μόνη μου.

Σύνελθε!

Πώς είναι να πεθαίνεις άραγε? Πονάει? Υποφέρεις? Ή απλά πέφτεις στον πιο υπέροχο και ανενόχλητο ύπνο που θα μπορούσες ποτέ να επιθυμίσεις. Χωρίς να σε νοιάζουν όλα αυτά που θα άφηνες πίσω σου. Οι άνθρωποι, οι στιγμές. Πώς είναι να πεθαίνεις?

Άρωμα θανάτου. Πώς μυρίζει ο θάνατος? Η απάντηση βγαίνει από τα χείλη σου τόσο εύκολα, αφού εμφανίζεσαι ξαφνικά μπροστά μου. Δαγκώνεις τα χείλια σου καθώς σκέφτεσαι. Τα μάτια σου κοιτάνε πάνω χαμένα στα γρανάζια του μυαλού σου. Παίζεις νευρικά με μια τούφα από το μαλλιά σου. Και μετά με κοιτάς.

Μυρίζει καμμένη σάρκα. Και λουλούδια. Ο χορός του καλού και του κακού. Φαντάσου τα να χορεύουν! Πόνος και ομορφιά. Μυρίζει τόσα διαφορετικά πράγματα στον καθένα. Άλλοι μυρίζουν αρώματα ανθρώπων ξεχασμένων στην δίνη του χρόνου. Αντρικά και γυναικεία αρώματα από τα παλιά. Διακριτικά, έντονα, βαριά. Άλλοι καπνό, στάχτη και φωτιά. Εκείνοι που τον φοβούνται δηλαδή. Εκείνοι που φοβούνται τον θάνατο.

Σύνελθε!

Τον φοβάμαι ή τον περιμένω χωρίς δεύτερη σκέψη? Πώς μυρίζει ο θάνατος σε μένα? Αφού δεν έχω μυρίσει ποτέ καμμένη ανθρώπινη σάρκα. Και το άρωμα των λουλουδιών αυτή την στιγμή μοιάζει ξεχασμένο στην βρόμα της πόλης.

Γιατί χαμογελάς?

Ξέρω.

Ξέρω.

Ο θάνατος είναι το άρωμά σου. Το πιο αθώο και γλυκό άρωμα που έχω μυρίσει ποτέ! Άρωμα έρωτα. Άρωμα πόθου. Άρωμα θανάτου. Πώς γίνεται κάτι τόσο μαγικό και σαγηνευτικό να το ταυτίζω με το τέλος? Το τέλος! Ναι το τέλος θα είναι στα μαλλιά σου. Εκεί θα τελειώσω ως ύπαρξη, εκεί θα ολοκληρωθώ, εκεί θα τελειώσουν τα πάντα. Με εμένα να χάνομαι στα μαλλιά σου κλείνοντας τα μάτια.

Θέλω για μια φορά να μπορέσω να αγγίξω το δέρμα σου σαν να είσαι άνθρωπος. Να μπορέσω να νιώσω τις μαύρες μπούκλες σου να μου γαργαλάνε τα χέρια. Να μην χρειάζεται να σε ονειρευτώ. Να μην χρειάζεται να εμφανίζεσαι χωρίς προειδοποίηση. Να έχω εξουσία στο σώμα σου. Μπορώ να σε εξουσιάζω αφού υπάρχεις, έτσι δεν είναι?

Ώστε να έχω ελπίδα! Να νιώσω τόσο καθαρά την μορφή σου για μια φορά, να μου δώσεις ελπίδα! Να μου πεις πώς όλα θα πάνε καλά, ναι θα πάνε καλά. Ποιός άλλος πέρα από τα θραύσματα του εαυτού μου θα μου δώσει ελπίδα? Ξένα σκοτεινά πρόσωπα? Τραχιά δανεικά χέρια?

Έλα, έστω για μια στιγμή! Προτού να είναι αργά! Έλα και πες μου δυνατά και καθαρά πως όλα θα πάνε καλά!

Προτού να είναι αργά.