Monday, November 4, 2013

4 Ν.

     Γελάει. Το γέλιο της σπάει καθρεύτες, φωτίζει την νύχτα και νυχτώνει την μέρα, γελάει υστερικά.

Το δηλητήριο πάλλεται σαν νεογέννητο, παλεύει να βγει έξω από το σώμα της, ποτέ δεν τα καταφέρνει.

Και κόκκινο, τόσο πολύ κόκκινο, ο κόσμος ολάκερος δεν έχει ξαναδεί πιο πολύ.

Ας τρέξουμε μαζί, ας πέσουμε στο πάτωμα, ας κυλιστούμε στο χώμα που φύτρωσε η απορία μας. Μένει τίποτε άλλο;

Αιώνιο κυνήγι κινδύνου, τραντάγματος ζωντάνιας, απότομου ξυπνήματος με κρύο νερό στο σώμα. Ποτέ ρολόι τακτικό, ποτέ ζωή που κυλά, πάντα μπρος και πίσω, και κάποιες φορές δειλά δειλά και ξενερωμένα αριστερά δεξιά. Λίγες φορές.

Πάντα κάτι παραπάνω. Πάντα κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Μπουσουλάει μέχρι το μπάνιο και ξέρει ήδη την απάντηση, όσο ξερνάει χρώματα και ελπίδα στην τουαλέτα. Κι άλλο, κι άλλο.

Είναι πρωί, μα το κορμί της την ωθεί στην νύχτα. ''Αποζητώ τον λήθαργο! Την λήθη! Την αιώνια ηδονή και ικανοποίηση! Τους αρχαίους θεούς της σκέψης! Την ελευθερία!'', ανακοινώνει με δραματικό ύφος στο καταπονημένο είδωλό της στον καθρέφτη. Τα σκασμένα χείλη της ραγίζουν επιδεικτικά, το δέρμα της ρυτιδιάζει, τα ξεθωριασμένα μάτια της φτύνουν περηφάνεια και το κεφάλι της πέφτει στο πλάι.  Την διασκεδάζει ο εαυτός της.

Στο σαλόνι είναι ένα παιδικό βιβλίο. Οι σελίδες του είναι λερωμένες, έχουν κηλίδες καφέ. Και το παιδί με το ματωμένο δέρμα, με το άσπρο, το λευκό παράπονο και τις μπούκλες-κύματα αφρισμένα, εκείνο το παιδί στέκεται πλάι στο βιβλίο και σε κοιτάει τρομαγμένο.

''Λευκό! Λευκό,''  φωνάζει, ''εγώ μόνο λευκό ήθελα! Συγγνώμη!''

Τα μάτια του έχουν την υγρή προσποίηση της ειρωνείας. Και αριστερά-δεξιά, που και που, μπλε πιτσιλιές αλήθειας.

Κοιτάζει το παιδί πασχίζοντας να βρει την λύση στα μάτια του, όπως παλέυει από την μέρα που γεννήθηκε να βρίσκει λύσεις στην ίριδα των άλλων, μέσω των άλλων.

Του γυρνάει την πλάτη. Δεν έχει θέση στο αποψινό παραλήρημα, όχι απόψε τα πάντα είναι δικά της, δεν φταίει κανένας παρά η ίδια για το άδεισμα του κεφαλιού της.

Και χρειάζεται τα σπασμένα μπουκάλια στο πάτωμα, χρειάζεται το μούδιασμα των νεύρων, γιατί έτσι πρέπει, έτσι ήταν, έτσι πρέπει να είναι και όλα είναι οκ όσο είναι.

Πετάγεται έξω από το σπίτι και προσπαθεί να κουνήσει τα μεθυσμένα άκρα της. Καταφέρνει να τρέξει. Ναι, για λίγο τρέχει. Λες και φυσάει ο αέρας κάθε ουσία που έχει ποτίσει το κορμί της σε κάθε τετράγωνο. Μέχρι να δει κόρες, ασπράδι και γαλάζιο, πράσινο και καστανό πόνο, μάτια που φυτρώνουν στα χέρια της, στον λαιμό της, στην πλάτη και στα μάγουλά της, τα νιώθει να βγαίνουν από το δέρμα της, να γεννιούνται χαρούμενα, ανεμπόδιστα. Δεν μπορεί να τα σταματήσει.

Αγγίζουν, μυρίζουν, γεύονται. Την κατακλύζουν. Βλέπουν τόσο πολύ, κάνουν την απώλεια μέρα και την παρουσία νύχτα. Κόβουν, κομματιάζουν, τσακίζουν. Σταμάτησε να τρέχει, δεν μπορεί άλλο, δεν έχει κουράγιο πνίγεται, τα χέρια της τα μαστίγωσε ο άνεμος και μάτωσαν.

Γαλανά, πράσινα, σκούρα μάτια, ανθρώπινη ουσία χωρίς άνθρωπο, μαύρο δίχως άσπρο, στήθος χωρίς στέρνο. Σέρνει τα πινέλα της πάνω τους, ένα-δυο, τρία-τέσσερα, μια γραμμή εκεί μια εδώ, μελάνι χορεύει στα φλέβαρά τους, πετάει χρώμα στην ακινησία τους, μα καταλήγει να σχεδιάζει τρυφερά το περίγραμμά τους. Δεν μπορεί να τα καλύψει. Τους δίνει την αγάπη της άρνησης, ηδονικό μπρος και ύστερα πίσω, και μετά τα αγκαλιάζει σαν τιμωρημένα παιδιά.

Μπρος και πίσω. Ποτέ στην μέση. Ποτέ δωμάτιο ανθρώπινο. Πάντα παγωμένη καμάρα ή ζεστό σαλόνι ποτισμένο με ψεύτικη γλύκα.

Άσπρο και μαύρο. Μπρος και πίσω. Μέχρι το τέλος.









 

No comments:

Post a Comment