Friday, July 1, 2011

Ο ακόρεστος κυνηγός

Diary Of Dreams-Painkiller http://www.youtube.com/watch?v=KgK1UXHLkgg

Και αναρωτιέσαι,κάτω από το φως της λάμπας,το φως της φωτιάς στο τζάκι,το φως των ματιών απέναντι σου,αναρωτιέσαι εάν τα άφησες όλα πίσω. Εκείνο το αδιόρατο μεθύσι της ψυχής,υπό νότες θανάτου,αναθυμιάσεις έρωτα και λευκών γυμνών κορμιών αλυσοδεμένων,κορμιών τσακισμένων,ματωμένων,υπέροχη η κατάρα της φθοράς, να σπαράζουν νοσηρά. Και το ζευγάρι μάτια που σε κοιτάζουν ανήκουν σε ένα ξεχασμένο κομμάτι σου,που απαρνήθηκες καιρό τώρα. Γιατί κανένας δεν είδε ποτέ την Κόλαση. Την νιώθεις στο πετσί σου,σε ξεσκίζει,σε κάνει να ουρλιάζεις δυνατά και να ψιθυρίζεις πονηρά,σε αφήνει να πλανιέσαι άυλη,σαν να μην έχεις σώμα. Γιατί όλα φωτίζουν πλέον,φωτίζουν,άσπρα μπλε και κίτρινα φώτα,φώτα που σου δίνουν χαρά,χαρά χαρά. Φώτα που σε εκνευρίζουν.
Αυτή η μάζα που σε περικυκλώνει από παντού. Την απαρνήθηκες καιρό πριν,για ένα χρυσό κλουβί,για μια αιωνιότητα στο τίποτα. Και να ένας δρόμος,μαγαζιά,φώτα και άνθρωποι,άνθρωποι τόσο ξένοι,τόσο γεμάτοι,τόσο ροζ,αφράτοι και στρουμπουλοί,με την κοιλιά γεμάτη κρέας και χόρτα,με απαίσια λευκά χαμόγελα, και εσύ τόσο άδειος,είναι παντού γύρω σου και σε πνίγουν,και εσύ ξαναβλέπεις αυτό το ζευγάρι μάτια,φοράει λευκό φόρεμα,ματωμένο από τα χρόνια,σε κοιτάει,δεν μιλάει,απλά σε κοιτάει και περιμένει. Ξέρει πως η παρουσία της και μόνο ξυπνάει αναμνήσεις.
Είχε τόσο λευκό δέρμα,που φάνταζε διάφανο,εύθραυστο,γεμάτο νιφάδες. Τόσο παιδικά χείλη,κόκκινα,σε πλήρη αντίθεση με τα πορσελάνινα μάγουλά της,και τόσο ώριμα μάτια,άσπρα κατάλευκα,δεν υπήρχε κόρη να σε καρφώσει δυνητικά,ήταν τόσο άδεια που σε τρόμαζαν,αράχνες κούρνιαζαν,φώλιαζαν. Και καθόταν τότε και έπαιζε μαζί σου,σου φόραγε μακριά φουστάνια,μετάξι και βελούδο,σε κουκούλωνε με πολύτιμα υφάσματα μέχρι το πρόσωπο,υπέροχες υφές και χρώματα που σε έπνιγαν,κάλυπτε το δέρμα σου με το λευκό του ουρανού,τα δάχτυλά σου με το ασήμι της νύχτας. Δεν χρειαζόσουν τίποτε άλλο,ω ναι,δεν χρειάστηκες ποτέ φώτα όσο είχες εκείνη,όσο ήσουν βυθισμένη σε ένα βουνό από μαξιλάρια κεντημένα από σελήνη,από σεντόνια,κοσμήματα και καπνούς χρωματιστούς της Ανατολής,αρώματα που ζαλίζουν,και μια κούπα με ένα βαθυκόκκινο υγρό που φώναζε άνθρωπος.
Αλλά τώρα έχεις τα φώτα. Και όταν σβήνουν εμφανίζεται πάλι εκείνη,τεντώνοντας το στόμα της σε μια απελπισμένη κραυγή που αρχίζει από κλάμα και κλιμακώνεται σε αλύχτισμα ζώου,έτσι που πετάγονται οι φλέβες στο κουρασμένο πρόσωπο της,χώνει τα νύχια της στο πρόσωπό της και το σκίζει απαλά,σφίγγει τα μάτια και στάζουν αλμυρό νερό,ορθώνονται τα σγουρά μαλλιά της και το σώμα της παραδίνεται στον χορό που ακολουθεί την κραυγή της,γιατί σου ουρλιάζει,μέσα στα αυτιά σου σφυροκοπάει ασταμάτητα η παιδική κραυγή της,τόσος πόνος στο κλάμα της,σε παρακαλάει να γυρίσεις,και έπειρα κατάρες,και ένα ήρεμο χαμόγελο θυμού ''Είσαι δική μου''. Και ξέρεις πως ότι άφησες πίσω σου κρατιέται ακόμα καλά από την άκρη του φορέματος σου,απλώνει τα λευκά λιπόσαρκα χέρια του απελπισμένα και σκαρφαλώνει ανυπόμονα με μανιασμένα μάτια,γρήγορα προς τον κόρφο σου,χαράζει χαρούμενα το κορμί σου,φιλάει το λαιμό σου,αφήνει έναν ηδονικό αναστεναγμό και ξανακατεβαίνει,αλλά δεν σταματάει ποτέ να κρεμιέται μητρικά από τα άκρα σου,και το σέρνεις παντού μαζί σου,αυτό το φρικτό τόσο οικείο πρόσωπο,αυτό το αγαπημένο κορίτσι που σου έδειξε εκστασιασμένο τον χορό της βροχής και μαζί σου ανακάλυψε το ταξίδι του καπνού στο μυαλό.

Είναι ακόμα εκεί και περιμένει.

No comments:

Post a Comment